«Είναι υποχρέωσή μας να δημιουργήσουμε νέους πρωταγωνιστές».
Με αφορμή την επιβράβευση της πολύτιμης προσφοράς του Σπύρου Σταυρινίδη στο κυπριακό θέατρο, μέσα από την απόδοση του Μεγάλου Βραβείου ΘΟΚ, αναδημοσιεύουμε την πολύ πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Down Town.
– Η αρχή κάθε χρονιάς λειτουργεί συχνά και ως ένα εργαλείο ενδοσκόπησης. Για σας τι σημαίνει ο χρόνος; Σημαίνει αποδοχή, καταρχάς του εαυτού μου. Αλίμονο αν δεν μπορούσα να αποδεχτώ την ηλικία μου και προσπαθούσα να το παίξω κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Θα ήμουν τελειωμένος.
– Μεγαλώνοντας, γίνεστε λίγο πιο επιεικής με τον εαυτό σας; Σας συγχωρείτε πιο εύκολα; Ναι, διότι ακριβώς συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο την άνθρωπινή μου φύση. Έκανα και εγώ λάθη στη ζωή μου, όπως έκαναν και κάνουν όλοι οι νέοι. Είναι νόμος της ζωής το να κάνεις λάθος, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαία η ρήση «Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα».
– Με τη σημερινή σας γνώση, θα αλλάζατε πράγματα από το παρελθόν σας; Κάποια θα τα άλλαζα, κάποια τα έχω αλλάξει και κάποια δεν θα τα αλλάξω ποτέ.
– Ανατρέχοντας στην παιδική σας ηλικία, θα λέγατε ότι είχατε όμορφα χρόνια; Οπωσδήποτε. Τη μάνα μου τη θυμάμαι πάντα γελαστή, παρά τις δυσκολίες και τη φτώχια που είχαμε. Τις έγνοιες τις είχε ο πατέρας μου.
– Τι άνθρωποι ήταν οι γονείς σας; Άνθρωποι με αληθινή αγάπη ο ένας για τον άλλο. Ο πιο σύντομος τρόπος για να περιγραφεί η σχέση των δυο τους, νομίζω αποτυπώνεται σε μια φωτογραφία, που έχω φυλάξει. Η μάνα μου στη φωτογραφία να κρατά ένα ταψί με το ψητό της Κυριακής, τα χέρια της να καίγονται και ο πατέρας μου να στέκεται πίσω της κρατώντας τη σφιχτά και κάνοντας παιχνίδια μέχρι να τους φωτογραφίσουμε. Είναι μια εικόνα, όπου ο πατέρας μου γελά και η μάνα μου καίγεται. Καταλαβαίνεις; Αυτοί ήταν οι γονείς μου.
– Και τ’ αδέρφια σας; Τα αδέρφια μου ήταν ο Τάκης, ο Ανδρέας και η Νίτσα. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Παιχνίδια δεν είχαμε τότε, όπως έχουν τα παιδιά σήμερα, όμως αυτό που θυμάμαι είναι πως ακόμα και όταν μεγαλώσαμε και ο καθένας μας πήρε τον δρόμο του, κάθε Σάββατο πηγαίναμε και τρώγαμε στης μάνας μας, γιατί υπήρχε έντονη μας η ανάγκη της οικογένειας. Το να καθίσεις μαζί γύρω από ένα τραπέζι και να ανταλλάξεις τις σκέψεις σου με τα αδέρφια και τους γονείς σου, έχει τη σημασία του στη ζωή του κάθε ανθρώπου.
– Με τον Τάκη Σταυρινίδη, τον αδερφό σας, είχατε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση και μια σχεδόν παράλληλη πορεία. Τι άνθρωπος ήταν; Ο Τάκης ήταν είδωλο. Θεατρίνος, πολύ ταλαντούχος, που προσχώρησε σε πολλά είδη θεάτρου. Έκανε και επιθεώρηση, αλλά και σοβαρό θέατρο. Μετά το γύρισε στο τραγούδι, ενώ ήταν και ένας φοβερός ραδιοφωνιτζής. Το «Πάρε Δώσε», δε, που παρουσίαζε στην τηλεόραση, άφησε εποχή. Ήταν σταρ ο Τάκης. Εγώ, από την άλλη, δεν είμαι σταρ. Δεν μου βγαίνει, δεν μου πάει. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του Τάκη, όταν η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, έδωσα παραίτηση από τον ΘΟΚ, γιατί ήθελα να είμαι δίπλα του. Έζησα από κοντά τα όσα πέρασε.
– Ήταν από τους ανθρώπους που επηρέασαν και τη δική σας απόφαση να ασχοληθείτε με το θέατρο; Προοριζόσασταν για ηλεκτρόλογος τότε, σωστά; Σωστά. Τελείωσα την Τεχνική Σχολή, γιατί είχα σκοπό να ακολουθήσω το επάγγελμα του πατέρα μου. Θα γινόμουν ηλεκτρολόγος, αλλά ευτυχώς, λόγω του ότι ο Τάκης ως ηθοποιός, εκείνη την εποχή συναναστρεφόταν με καλλιτέχνες όπως ήταν ο Νίκος Χαραλάμπους, ο Στέλιος Καυκαρίδης, η Τζένη Γαϊτανοπούλου, ο Ανδρέας Μουσουλιώτης και πολλοί άλλοι μεγάλοι ηθοποιοί, όλο αυτό με επηρέασε ως προς την αλλαγή της απόφασής μου. Αυτοί ήταν όλοι τους μια παρέα στην Κύπρο και τους έβλεπα πριν φύγουν να πάνε να σπουδάσουν στην Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 13 και αυτοί 20. Φαντάζεστε πώς λειτουργούσε μέσα μου όλο αυτό.
– Πώς ήταν μέσα στο μυαλό σας το θέατρο τότε; Λειτουργούσε υποσυνείδητα, γιατί μόλις τελείωσα τον στρατό, μπήκα αμέσως στη Cyta και ταυτόχρονα στη σχολή του Γαβριηλίδη. Θυμάμαι τον engineer μου, Θεός σχωρέσει τον, τον Αντώνη Κλεάνθους, που με παρατηρούσε που διάβαζα την ώρα της δουλειάς και δεν μου έλεγε τίποτα. Ήξερα ότι κάποια στιγμή θα έφευγα από υπάλληλος της Cyta και θα γινόμουν ηθοποιός, όπως και έγινε. Ο Θεός να τον προσέχει εκεί που πήγε, ο Αντώνης Κλεάνθους μετά από πολλά χρόνια μου είπε, σε έβλεπα γιε μου που διάβαζες και έλεγα ότι «Αυτός θα φύγει». Καμιά φορά βοηθούν και οι συγκυρίες και οι άνθρωποι που θα συναντήσεις για να πετύχεις έναν στόχο.
– Πλέον είστε εσείς ένας από εκείνους τους ανθρώπους που εμπνέουν τη νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών… Ναι, γιατί θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μας να δημιουργήσουμε νέους πρωταγωνιστές. Ευτυχώς υπάρχουν πλέον πάρα πολλά νέα παιδιά, πολύ ταλαντούχα αγόρια και κορίτσια ηθοποιοί και σκηνοθέτες και πρέπει ως παλαιότερη γενιά να τους στηρίξουμε με τον δικό μας τρόπο. Οι δραματικές σχολές δεν σε κάνουν καλό ηθοποιό. Όσο ταλέντο και να έχεις, όταν τελειώσεις μια σχολή, αν ένας νέος ηθοποιός δεν παίζει με καλούς συντελεστές, με καλούς ηθοποιούς και με καλούς σκηνοθέτες, δεν μπορεί να εξελιχθεί, ό,τι και να κάνει. Σε μια θεατρική παράσταση δεν αρκεί να είναι ένας καλός, πρέπει να είναι όλοι καλοί, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Γι’ αυτό είναι και πολύ ενδιαφέρον το θέατρο, γιατί είναι μια ομαδική δουλειά. Από την άλλη, νιώθω και εγώ ότι αντλώ από τη φρεσκάδα της νεότητας, δεν νιώθω ότι δίνω μόνο. Παίρνω από τη ζωντάνια, από τη ζωηράδα, από την ενέργεια και προσπαθώ και εγώ να προσαρμόζομαι στις νέες σχέσεις.
– Έχει συμβεί σε παραγωγή να παίζετε με νέους πρωταγωνιστές, που να υιοθετούν κάπως περίεργες συμπεριφορές; Αρκετές φορές έχει συμβεί και σε αρκετούς το έχω πει κιόλας. Σε άλλους ωραία και σε άλλους όχι και τόσο. Ένας ηθοποιός για να σημαίνει φως, πρέπει να είναι ο σκοπός του πάνω στη σκηνή να είναι αληθινός. Τίποτα άλλο. Από εκεί και πέρα, καίγεται.
– Εσείς έτυχε ποτέ να περάσετε μια τέτοια φάση; Να ψωνιστώ; Ποτέ. Ήταν η πολιτεία μου τέτοια, που δεν μου επέτρεψε κάτι τέτοιο. Εξαρτάται και από τον χαρακτήρα, βέβαια. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να ψωνιστεί και αν κατάλαβες και καλά, είμαι μακριά και από τα ΜΜΕ, δεν τα πολυπάω, δεν πολυβγαίνω ούτε στην τηλεόραση και γενικά τα αποφεύγω. Ο μόνος λόγος για να βρεθώ, είναι για να προωθήσω την παράσταση που παίζω. Παρακάτω, τι να πούμε; Δεν νομίζω ότι τα προσωπικά μας πρέπει να ενδιαφέρουν και τόσο πολύ τον κόσμο. Είναι τόσο εύκολο να καβαλήσεις το καλάμι με τα Μέσα που υπάρχουν.
– Η τέχνη έχει ταυτιστεί κατά κάποιο τρόπο με τη ζωή σας. Αν δεν κάνω λάθος, δεν παντρευτήκατε ποτέ… Είχα πάντα σχέσεις με τις οποίες συζούσα. Το ίδιο δεν είναι με το να είσαι παντρεμένος;
– Ο έρωτας ποιο ρόλο έπαιξε στη ζωή σας; Καταλυτικό. Και ακόμα πάσχουμε. Ο έρωτας είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής, έτσι δεν είναι; Σήμερα, βέβαια, δεν είμαι σίγουρος για την υπόστασή του. Πλέον είναι τόσο χύμα τα πράγματα, τόσο εύκολα όλα, τόσο ρευστές οι σχέσεις. Η τηλεόραση, τα social media, νομίζω όλα αυτά έχουν βοηθήσει στο να εκλείψει ο ρομαντισμός. Είναι τόσο ωμά τα πράγματα και τόσο δύσκολη η επιβίωση, πλέον.
– Ένα παιδί σας λείπει σήμερα; Τα παιδιά υπάρχουν. Είναι τα παιδιά των αδερφών μου και της αδερφής μου. Δικά μου δεν είναι και αυτά τα παιδιά;
– Ως άνθρωπος είστε και κάπως μοναχικός; Είμαι. Γι’ αυτό και επέλεξα να είμαι μόνος μου. Δεν νιώθω, όμως, μοναξιά, γιατί τη διαχειρίζομαι σωστά. Μοναξιά ένιωθα έντονη στην Αθήνα και παρά τις προτάσεις που είχα τότε, τα μάζεψα άρον-άρον και ήρθα στην Κύπρο. Γιατί το έκανα; Γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσα να συναντήσω τους φίλους μου. Στην Αθήνα, λόγω των αποστάσεων, έβλεπα τους φίλους μου κάθε τρεις μήνες. Δεν μου άρεσε αυτό που συνέβαινε.
– Σκεφτήκατε ποτέ ποια τροπή θα έπαιρνε η καριέρα σας, αν τελικά μένατε στην Αθήνα; Το σίγουρο είναι ότι θα έκανα πολλά λεφτά.
– Τα χρήματα τι ρόλο είχαν στη ζωή σας; Έβγαζα πάντα πολλά λεφτά αλλά δεν φύλαξα τίποτα. Τα σπαταλούσα.
– Το μετανιώνετε; Όχι.
– Σήμερα ποια είναι η φιλοσοφία σας στη ζωή; Να ζεις με αυτά που έχεις. Όταν παρακολουθείς τα δρώμενα, την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και εδώ και στο εξωτερικό και βλέπεις ότι υπάρχει αυτή η δυστυχία και αυτή η αγωνία της επιβίωσης, πρέπει να είμαστε κατά κάποιον τρόπο ευχαριστημένοι με εκείνα που έχουμε, όσοι τα έχουν. Ξέρεις πόσες φορές την ώρα που έμπαινα στο σπίτι μου έλεγα, Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένος είμαι που έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου και έχω τη σύνταξή μου και είμαι μια χαρά; Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά που έχουμε, γιατί υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που δεν έχουν απολύτως τίποτα.
– Πλέον, τι σας δίνει δύναμη να ξυπνάτε κάθε πρωί; Το ότι ξημερώνει μια καινούρια μέρα, αλλά και η σκέψη του τι έργο θα ανεβάσουμε παρακάτω.
– Η επιστροφή στα θέατρα, μετά το πολύμηνο κλείσιμό τους λόγω της πανδημίας, πώς ήταν για σας; Αρκετά αμήχανη. Δεν είναι ωραίο πράγμα να βλέπεις άδεια τα θέατρα και το χειρότερο δεν είναι ωραίο να βλέπεις τον θεατή με τη μάσκα. Οι ηθοποιοί όταν βρίσκονται πάνω στη σκηνή, δεν βλέπουν συγκεκριμένα τα πρόσωπα των θεατών, αλλά τα διαισθάνονται, πιάνουν τις αντιδράσεις. Είναι κάποια ρεύματα, δούναι και λαβείν. Είναι ενέργεια, που πάει και έρχεται. Η μάσκα, κάπου κολλά αυτή την ενέργεια. Κάπου τη σταματά. Δεν είναι ωραίο όλο αυτό.
– Μετά από 55 χρόνια στον χώρο, σήμερα τι είναι για σας το θέατρο; Είναι πηγή ζωής. Πες μου ποιος άνθρωπος στον πλανήτη δεν ονειρεύτηκε κάποια στιγμή να είναι κάποιος άλλος. Όλα αυτά τα όνειρα και όλες αυτές τις ανθρώπινες φαντασιώσεις, εμείς οι ηθοποιοί τις ενσαρκώνουμε με το να είμαστε για λίγο κάποιοι άλλοι. Βγάζουμε τα ανθρώπινα απωθημένα μας, τις χαρές, τις λύπες μας πάνω στη σκηνή. Είμαστε τυχεροί.
– Πότε θα σταματήσετε να είστε ηθοποιός; Όταν πεθάνω.
Styling: Shona Muir
Ευχαριστίες στο ARTos Foundation για τη φιλοξενία.