Το 1969 ήμουν τελειόφοιτος στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και ο Κουν συνήθιζε να επιλέγει μαθητές και να τους μπολιάζει σε παραστάσεις. Εκείνη τη χρονιά κάναμε Λυσιστράτη και Οιδίποδα Τύραννο κι όπως συνηθιζόταν ο θίασος πήγε στο Λονδίνο, να συμμετάσχει στο φεστιβάλ World Theatre Season του Aldwych Theatre. Έπαιζα στον Χορό της Λυσιστράτης και του Οιδίποδα, όπου φορούσαμε μάσκες. Κι όπως ήμασταν στο Aldwych ακούω από κάτω τον Κουν με τη χαρακτηριστική φωνή του: «Σπύρο, σου έχω βάλει την πιο τραγική μάσκα κι εσύ παίζεις σαν κωμικός! Άι στο διάλο, βγες έξω!». Τραυματική εμπειρία.
Έκτοτε, φοβόμουν την τραγωδία. Έτσι όταν επέστρεψα στην Κύπρο κι ήρθε κάποια στιγμή το 1978 ο Χαραλάμπους και μου είπε να κάνω τον Αγγελιοφόρο στις Ικέτιδες, εγώ αρνήθηκα. Αγρίεψε κι ο Εύης ο Γαβριηλίδης, που ήταν διευθυντής στον ΘΟΚ. «Είσαι τρελός;» μου λέει. «Θα παίξεις». Δεν ήθελα ούτε ν’ ακούσω. «Νίκο, δεν μπορώ» λέω. Είχα υπόψη τους Αγγελιοφόρους του Εθνικού που έμπαιναν στη σκηνή με στόμφο και φιλούσαν τα χώματα. Δεν τα μπορώ με τίποτα αυτά. «Ποιος σου είπε ότι θα είναι έτσι;» μου λέει ο Χαραλάμπους. Τελικά, κάναμε την παράσταση και άφησε εποχή. Κι ο Αγγελιοφόρος το ίδιο. Μου έχουν πει ότι μετά απ’ αυτό άλλαξαν τον τρόπο διδασκαλίας του ρόλου στις δραματικές σχολές.
Πριν πάμε στην Επίδαυρο το 1980, η παράσταση είχε ανέβει στον Λυκαβηττό το 1979. Εκεί ήρθε το μισό Θέατρο Τέχνης να μας δει. Η Πιττακή, ο Κουγιουμτζής, ο Λαζάνης. Μετέφεραν στον Κουν ότι ο Σπύρος τους άφησε άφωνους. Κι όταν σε μια από τις κατοπινές επισκέψεις μου στην Αθήνα τον συνάντησα, δεν είχε πρόβλημα να μου πει «τα κατάφερες, λοιπόν, εεε;»
Ο Κουν έχαιρε εκείνη την εποχή μεγάλης εκτίμησης και αποδοχής στην Ευρώπη. Μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην Ελλάδα όπου εισέπραττε περιφρόνηση και υπήρχε και η δικτατορία. Σκεφτόταν μάλιστα να μεταφέρει το Θέατρο Τέχνης στην Κύπρο, όπως πολλοί δημιουργοί έφευγαν για το Παρίσι ή αλλού. Αλλά ο Μακάριος ήταν επιφυλακτικός. Απέφευγε τις εντάσεις με το καθεστώς των συνταγματαρχών. Μέγα λάθος. Φαντάστηκες να μεταφερόταν τότε στην Κύπρο όλη η διανόηση της Ελλάδας; Θα ήταν διαφορετική η μοίρα μας.
Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να πω ότι ο Κουν έκανε λάθος μαζί μου. Ήμουν φοιτητής ακόμη τότε. Άγουρος. Μετά από δέκα χρόνια που κλήθηκα να ξανακάνω τραγωδία δεν είχα απλώς ωριμάσει, ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Μην ξεχνάς και τι είχε παρεμβληθεί. Ένας πόλεμος σε αλλάζει. Οι πληγές ήταν ακόμη νωπές όταν ανεβάσαμε τις Ικέτιδες. Εγώ όταν κατατάχτηκα μ’ έβαλαν να φυλάω ένα νοσοκομείο. Εκεί έβλεπα περίεργα πράγματα. Να έρχονται 5-6 στρατιώτες για να φέρουν έναν πληγωμένο και μετά να παρατούν τα όπλα και να φεύγουν. Είχαν γεμίσει όπλα οι διάδρομοι του νοσοκομείου. Πολλοί είχαν αντιληφθεί την προδοσία και δεν έβλεπαν τον λόγο να πεθάνουν άσκοπα.
Θυμάμαι 6-7 άτομα ξαπλωμένα έξω από ένα κτήριο του νοσοκομείου να αφηγούνται εμπειρίες από τον πόλεμο. Ένας έλεγε ότι ήταν από την Κερύνεια κι ότι περνώντας από το Πέλλαπαϊς έβλεπε παντού διάσπαρτα πτώματα. Μιλούσε μηχανικά. Περιέγραφε με άδειο βλέμμα κι ένα αλλοπαρμένο ύφος λες και ήταν σε κατάσταση τρανς. Αυτοί οι τύποι ήταν συγκλονισμένοι κι οι λέξεις έβγαιναν με κόμπο από το στόμα τους. Αυτούς αναλογίστηκα όταν δούλεψα τον ρόλο του Αγγελιοφόρου. Δεν μπούκαρα στη σκηνή θριαμβευτικά να διηγηθώ τη μάχη. Εισήλθα σαν τσακισμένος από τον πόλεμο, με πλήρη συνείδηση ότι δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αλλά μόνο σκοτωμοί. Στην παράσταση αξιοποιήσαμε σε μεγάλο βαθμό τις προσωπικές μας εμπειρίες. Γι’ αυτό προέκυψε εκείνο το συγκλονιστικό αποτέλεσμα. Ο αντίκτυπος κράτησε για δεκαετίες.
Μέχρι σήμερα νιώθω δέος μπροστά στην τραγωδία. Έπαιξα πολλές φορές και κάθε φορά αναλογίζομαι ότι ξεκινά εκεί που τελειώνει το δράμα. Είναι ένας όγκος συγκεντρωμένων συναισθημάτων. Σαν να κλαις και να οδύρεσαι για 30 χρόνια κι όταν το κλάμα στερεύει, τότε να βγαίνεις στη σκηνή για να παίξεις τον ρόλο. Εύκολο;
Τον Ιούλιο του 2006 πήγαμε στην Αθήνα για να παίξουμε στο Ηρώδειο τις Εκκλησιάζουσες του Μουαΐμη. Η παράσταση ήταν προγραμματισμένη μεσοβδόμαδα και λίγες μέρες πριν ο Κωστής Κολώτας μού πρότεινε να πάμε να δούμε μια παράσταση στην Επίδαυρο. Ήταν οι Πέρσες του Εθνικού, όπου έπαιζε και σκηνοθετούσε η Λυδία Κονιόρδου. Μόλις τελείωσε, ένιωσα ένα χέρι να με τραβά. Γυρνάω κι ήταν ο Γεωργουσόπουλος. «Πάρε αύριο την εφημερίδα» μου λέει. «Γράφω για σένα». Απορήσαμε με τον Κωστή, αφού ακόμη δεν είχε ανέβει η παράσταση! Πήραμε την εφημερίδα. Λίγες μέρες πριν είχαν ανέβει στην Επίδαυρο οι Ικέτιδες του Μαρμαρινού και ο Γεωργουσόπουλος τον έκανε με τα κρεμμυδάκια. Κι είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο μονόστηλο για τις δικές μας Ικέτιδες και ειδικά για τον ρόλο του Αγγελιοφόρου. Υποδείκνυε στον Μαρμαρινό πόσο ψηλά ήταν ο πήχης. Ας ελπίσουμε μόνο να μην πάθει τα ίδια φέτος και ο Λιβαθινός…
*Ο Σπύρος Σταυρινίδης πρωταγωνιστεί στην παράσταση με το έργο της Κάριλ Τσόρτσιλ «Not Not Not Not Not Enough Oxygen» σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου. Κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, μέχρι 23/3, στο Space. 96500767. Δείτε εδώ την κριτική της Νόνας Μολέσκη.