Η ηθοποιός Λαζάρια Φράγκου πιστεύει ότι το θέατρο δρα πέρα και μετά από εμάς.

Σχεδόν 70 χρόνια μετά, η απειλή που περιγράφει ο Χάρολντ Πίντερ στο «Πάρτι Γενεθλίων» είναι πιο ανάγλυφη από ποτέ. Η Λαζάρια Φράγκου δεν αντιμετωπίζει το κείμενο αυτό «μουσειακό», αλλά ως ένα ζωντανό, οδυνηρά επίκαιρο σχόλιο πάνω στη βία, τον φόβο και την απώλεια της ταυτότητας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, καταθέτει τη δική της φρέσκια ματιά κάνοντας το ντεμπούτο της σε κυπριακή θεατρική παραγωγή με τον ρόλο της Λούλου, μιας φιγούρας γεμάτη ένταση, ρωγμές και αντιφάσεις. Ζώντας δέκα χρόνια τώρα στην Αθήνα, επιστρέφει για να ξανασυστηθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα της ως ενήλικη πλέον. Μ’ αυτή την αφορμή, μιλά για τις σιωπές που δεν λέγονται, την «κωμωδία απειλής» που ζούμε σήμερα, τη θέση της γυναίκας τότε και τώρα και για τη σημασία που μπορεί ακόμη να έχει το θέατρο ως πράξη αντίστασης και μνήμης.

Αν το «Πάρτι Γενεθλίων» γραφόταν σήμερα, τι θα άλλαζε ως προς την κριτική που ασκεί στους μηχανισμούς εξουσίας; Δεν πιστεύω ότι θα άλλαζαν πολλά στο κείμενο, γιατί δεν έχουν αλλάξει και οι μηχανισμοί εξουσίας. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στο έργο είναι κάτι που συμβαίνει και σήμερα. Αντιπρόσωποι της εξουσίας έρχονται να ελέγξουν και να «καθαρίσουν» άτομα που θεωρούνται απειλή. Όπως, πρόσφατα, έγινε με τον Παλαιστίνιο σκηνοθέτη Χαμντάν Μπαλάλ για παράδειγμα, ο οποίος απήχθη από τον ισραηλινό στρατό. Ωστόσο, θεωρώ πως αν το έργο γραφόταν σήμερα η τόση υπαινικτικότητα στη γραφή του Πίντερ θα μειωνόταν και κάποιοι σχολιασμοί θα ήταν πιο φανεροί.

Ο όρος «κωμωδία απειλής», που εισήγαγε ο κριτικός Ίρβινγκ Γουόρντλ, διατρέχει το έργο του Πίντερ. Τι σημαίνει για σένα μέσα και κι έξω από το «Πάρτι Γενεθλίων»; Ζούμε σήμερα μέσα σε μια τέτοια κωμωδία; Ο Πίντερ αποκρυσταλλώνει την απειλητική ατμόσφαιρα του έργου, μέσω και της κωμωδίας. Σήμερα, η προσωπική ιστορία του κάθε ατόμου που ζει την καθημερινότητα εκτός σκηνής έρχεται επίσης αντιμέτωπη με τη συνύπαρξη κωμικών και τραγικών στοιχείων. Η αίσθηση ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού που κυκλώνει τα πρόσωπα του έργου, είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα που βιώνουμε. Η απειλή δεν παύει να είναι ασαφής και ακαθόριστη. Η διαφορά είναι πως στο έργο ο Στάνλεϊ έχει την αντίληψη να καταλάβει τι είναι αυτό που φοβάται. Ενώ στην καθημερινότητα βρισκόμαστε μπλεγμένοι σ’ ένα φάσμα φόβων, χωρίς να είμαστε βέβαιοι για το τι είναι αυτό που μας επηρεάζει πραγματικά.

Ποιο θεωρείς το πιο γοητευτικό και απαιτητικό στοιχείο του χαρακτήρα της Λούλου, που υποδύεσαι; Σε αντίθεση με μένα, η Λούλου είναι πολύ παρορμητική και βουτάει σ’ αυτό που θέλει χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν φοβάται να πει αυτό που σκέφτεται, ούτε να τολμήσει. Ακόμα και μετά την «τιμωρία» της, αντιμετωπίζει κατάματα το τραύμα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έχει μια άγνοια κινδύνου που δυσκολεύτηκα αρκετά να αντιληφθώ, γιατί ως άνθρωπος έχω την τάση για υπερανάλυση του καθετί. Αυτό όμως το στοιχείο, η ανυπομονησία της για ζωή και η αδιαφορία για τις συνέπειες, με γοήτευσε πολύ. Η πρόκληση είναι να αποδώσω τη δυναμικότητά της, χωρίς να την κάνω να φανεί επιφανειακή, αλλά να κατανοήσω τι κρύβει πίσω από αυτή τη δύναμη.

Με ποιον τρόπο η Λούλου του 1957 συναντά τη Λαζάρια του 2025; Αυτή είναι μια ερώτηση που με απασχόλησε πολύ από την πρώτη ανάγνωση του έργου. Με τρομάζει το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσα εύκολα να είμαι στη θέση της. Εγώ ή οποιαδήποτε άλλη κοπέλα. Το δικαίωμα μιας γυναίκας στη σεξουαλική διέγερση ή στο απλό φλερτ ακόμα και σήμερα μπορεί να παρερμηνευτεί ως απόλυτη συναίνεση. Το βλέπουμε σε τόσες περιπτώσεις γύρω μας, σε προσωπικές ιστορίες, σε καταγγελίες. Αν μια γυναίκα δείξει ενδιαφέρον, τής χρεώνεται η πρόθεση κι αν αλλάξει γνώμη, μπορεί να είναι πολύ αργά. Αυτό παθαίνει η Λούλου και ως γυναίκα του 2025 αισθάνομαι αυτή την ιστορία πολύ γνώριμη.

Το θέατρο του Πίντερ είναι γεμάτο σιωπές που λένε περισσότερα από τις λέξεις. Ποια είναι η πιο εκκωφαντική σιωπή στη σημερινή κοινωνία πώς το θέατρο μπορεί να την αναδείξει; Πράγματι οι σιωπές στο έργο του Πίντερ λειτουργούν σαν μεγεθυντικός φακός στην ατμόσφαιρα και μπολιάζουν το κείμενο και την επιτέλεση με φοβερή ένταση. Έτσι, πιστεύω πως η κάθε παράσταση έρχεται να φωτίσει και κάποιο διαφορετικό κοινωνικό έλλειμμα και με τον τρόπο αυτό να δημιουργήσει μια στιγμιαία ρωγμή στον κοινωνικό ιστό. Δεν είναι μόνο μια η σιωπή της κοινωνίας. Και έχει σημασία να προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε ακόμα πιο βαθιά τι είναι απαραίτητο να ειπωθεί.

Ο φόβος φαίνεται να είναι κεντρικός στις ζωές μας– φόβος πολιτικός, υπαρξιακός, φόβος έκφρασης. Μπορεί η τέχνη να είναι απάντηση; Ο φόβος μας περικυκλώνει καθημερινά. Είτε το παραδεχόμαστε, είτε όχι. Αυτή η αίσθηση της πίεσης στον αέρα ανάμεσα στους χαρακτήρες του Πίντερ, μοιάζει πολύ με τον πηχτό αέρα που μας κυκλώνει. Δεν πιστεύω ότι η τέχνη είναι η απάντηση. Μπορεί να είναι το μέσο για να ψάξεις την απάντηση ή μπορεί και να λειτουργήσει σαν ανακούφιση. Δεν θεωρώ ότι ο ρόλος του θεάτρου πρέπει να είναι διδακτικός, αλλά αφυπνιστικός.

Βλέπεις το θέατρο ως εν δυνάμει πεδίο αντίστασης; Ή μήπως έχει «λειανθεί» πολύ για να είναι πραγματικά επικίνδυνο; Το θέατρο, όπως κάθε μορφή έκφρασης και κοινωνικοπολιτικής τοποθέτησης, περνά από τα εκάστοτε, σύγχρονά του κόσκινα. Όσο υπάρχει λογοκρισία στο θέατρο, καμία παράσταση δεν μπορεί να είναι επικίνδυνη. Πολλές παραστάσεις έρχονται αντιμέτωπες με μια «λείανση» εκ των έσω. Υπάρχουν και πολλές ακόμα που με τον δικό τους τρόπο, έκδηλο ή μη, στέκονται απέναντι στις απαιτήσεις της εκάστοτε εποχής. Εν δυνάμει η κίνηση της κάθε παράστασης ενέχει μέσα της την πιθανότητα κινδύνου. Μετά είναι θέμα απόφασης. Ως μορφή έκφρασης και τέχνης, το θέατρο δεν θα έπρεπε να φοβάται.

Στην εποχή των άμεσων απαντήσεων, του αλγοριθμικού φιλτραρίσματος και της ακύρωσης, πιστεύεις ότι το κοινό αντέχει ακόμα την αμφισημία του θεάτρου; Είναι μια κοινή πραγματικότητα πως οι γρήγοροι και απρόβλεπτοι ρυθμοί του διαδικτύου έχουν αλλοιώσει τη μνήμη μας, τη συγκέντρωσή μας και τον στόχο μας. Παρόλα αυτά, για κάποιο λόγο το κοινό επανέρχεται στο θέατρο που δεν πληροί τις προδιαγραφές του instagram. Η τέχνη του θεάτρου έχει επιβιώσει τόσες ιλιγγιώδεις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και η αμφισημία του, κάποτε και η πολυσημία του, μοιάζει να ακουμπάει τους ανθρώπους ανά τις χιλιετίες και δεν έχει σκοπό να σταματήσει. Δρα πέρα από εμάς και μετά από εμάς.

Τι σου φαίνεται γνώριμο και τι ξένο στη θεατρική σκηνή της Κύπρου; Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω και δουλεύω στην Ελλάδα. Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στο να επιστρέφεις στον τόπο που μεγάλωσες και να ξανασυστήνεσαι με κάποιο τρόπο ως ενήλικη πλέον. Η θεατρική σκηνή της Κύπρου μού είναι κάπως άγνωστη ως προς τους ανθρώπους, τις δυναμικές και τον τρόπο που λειτουργεί. Δεν μπορώ να πω ότι ταυτίζομαι πλήρως με τη σκηνή εδώ, αλλά αυτό μ’ αρέσει: να παρατηρώ, να ανακαλύπτω και να προσπαθώ να βρω τον δικό μου τρόπο να ενταχθώ.

Με ποιον θεατρικό χαρακτήρα θα επέλεγες να συγκατοικήσεις για έναν μήνα και γιατί; Ξέρω ότι δεν είναι θεατρικός χαρακτήρας, αλλά το έργο έχει ανέβει σαν παράσταση, οπότε θα τολμήσω να επιλέξω την Ναστάζια Φιλίποβνα, από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας και διαβάζοντας το έργο, συνδέθηκα πολύ μαζί της. Είναι γεμάτη συναισθηματική ένταση και πολύ ευάλωτη, αλλά από την άλλη πολύ δυναμική και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κι αυτό είναι κάτι που θαυμάζω, μια γυναίκα που δεν φοβάται να διατηρήσει την ευαισθησία της, ισχυροποιώντας τη φωνή της. Χωρίς να επιτρέπει ανασφάλειες να την καθορίζουν. Και αν συγκατοικούσαμε για ένα μήνα θα ήθελα πολύ να συζητήσω μαζί της για το πως μια γυναίκα παραμένει δυνατή και αυθεντική, παρά τις πιέσεις της κοινωνίας να συμβιβαστεί ή να κρύψει τις αδυναμίες της για να επιβιώσει.

Ελεύθερα, 13.4.2025