Στην 4η συλλογή του διηγημάτων «Σχεδόν τα πάντα» και με φόντο τη γενέτειρά του Αχέλεια, ο γαστρεντερολόγος και βραβευμένος λογοτέχνης Ανδρέας Μαλόρης επιστρέφει στην προσφιλή του μικρή φόρμα. Περιλαμβάνει διηγήσεις και «λογοκλοπές» από καταχωρήσεις της μνήμης για ανθρώπους, ζώα, μηχανές και συσκευές, από το παρασκήνιο των γεγονότων της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Για τον ίδιο, το «σχεδόν» αποτελεί την υπαρξιακή μας μοίρα.

Θα προτιμούσες οι αναγνώστες να πιστέψουν ότι όλα στο βιβλίο είναι απολύτως αληθινά ή ότι όλα είναι εξ ολοκλήρου επινοημένα; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως μία τέχνη αποπλάνησης. Δεν είναι ούτε αληθινή, ούτε εντελώς φανταστική. Είναι ένας υβριδικός χώρος, ένα άλλο παράλληλο σύμπαν όπου ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να χαθεί μαζί του, να παραδοθεί, να αποπλανηθεί για να ζήσει μια μαγεία που η πεζή καθημερινότητα του την στερεί. Αν η λογοτεχνία και δη η πεζογραφία δεν εμπεριείχε αυτό το στοιχείο της επινόησης και της μαγικής αποπλάνησης, δε θα ήταν τέχνη του λόγου, αλλά δημοσιογραφία, ιστορική καταγραφή, κοινωνιολογική διατριβή ή ψυχολογική μελέτη.

-Από πού αφορμάται; Η λογοτεχνία, με τη δύναμη της φαντασίας, αφορμάται από βιώματα και αόρατες ρωγμές στη προσωπικότητα του συγγραφέα για να δημιουργήσει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Εκεί βρίσκεται και το υλικό της τελευταίας μου συλλογής διηγημάτων: Στο τραύμα, τη μνήμη, την επιθυμία και τη φαντασίωση. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει παρθενογένεση στη λογοτεχνία. Ακόμα και το πιο απίθανο, το πιο φανταστικό, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα που είχαν κάποτε καταχωρηθεί στο υποσυνείδητο του συγγραφέα με την μορφή αρχέγονων σουρεαλιστικών εικόνων.

Η Αχέλεια είναι για σένα τοπίο ή συμβολισμός; Η Αχέλεια είναι πάνω απ’ όλα μια υπαρκτή οντότητα. Ένα κατ’ ευφημισμόν χωριό στη κατωφέρεια του Μωρόκαμπου. Ενός γήλοφου με ακακίες στην Πάφο. Είναι αναπόδραστα όμως και η μητέρα- τροφός, η δική μου alma mater. Η κοιτίδα των πρώτων μου συναισθημάτων, των πρώτων φόβων και των πρώτων αμφιβολιών απέναντι στον κόσμο. Ο μετέπειτα συμβολισμός της, αν υπάρχει ένας τέτοιος, είναι σίγουρα διηθημένος και παραμορφωμένος μέσα στα παλίμψηστα στρώματα μνήμης που έχουν συσσωρευθεί στο πέρασμα του χρόνου. Στη λογοτεχνία είναι πολλά τα παραδείγματα τόπων και πόλεων που έχουν ταυτιστεί ή συνδεθεί με συγγραφείς, αλλά σε πιο βαθμό το γεωγραφικό στοιχείο επηρέασε το έργο τους είναι εν πολλοίς άγνωστο. Πώς επέδρασε για παράδειγμα η Αλεξάνδρεια στον Καβάφη; Η Χαλκίδα στον Σκαρίμπα, η Ζάκυνθος στον Σολωμό, το Δουβλίνο στον Τζόυς ή η Πρέβεζα στον Καρυωτάκη στην οποία μάλιστα δεν έζησε τα παιδικά του χρόνια, αλλά πέθανε; Στην περίπτωση της παρούσας  συλλογής η Αχέλεια ήταν ταυτόχρονα τοπίο και δίχτυ μέσα στο οποίο παγιδεύτηκαν τα διηγήματα. Έτσι το φαντάζομαι.

Και πώς χωράνε εκεί τα εξωγήινα σκάφη, τα σκάγια και τα πολεμικά αεροπλάνα; Τα πολεμικά αεροπλάνα ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Ήταν αυτά που μας έστελναν, ανάλογα με την διάθεση τους, στα οικογενειακής κατασκευής χαρακώματα, τα προχώματα. Τα δεύτερα, τα φανταστικά και εξωγήινα σκάφη, ήταν το αντίβαρο: κοιτάζοντας πίσω, αποστασιοποιημένος πια για τα καλά, λέω ότι εκείνα τα διαστημόπλοια ήταν οι απέλπιδες απόπειρες φυγής από κείνο το τσουνάμι των γεγονότων που πλησίαζε κάθε φορά όλο και πιο ορμητικό, μέχρι που τελικά κατέληξε στο τραγικό μοίρασμα του νησιού.

Μπορεί η λογοτεχνία να αποδυναμώσει τη βία ή απλώς καταγράφει τις πληγές; Θα απαντήσω όπως το είχε διατυπώσει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και με το οποίο συμφωνώ, στο ποίημα του «Επίλογος»: «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα. Έστω./ Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου./ Κρίνε για να κριθείς.» Έτσι ακριβώς. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο απέναντι στην ημιάγρια, συμπεριφορά που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, παρά την ιστορία των 10.000 χρόνων πολιτισμού. Επειδή τα πρωτόγονα ένστικτα, που κράτησαν ζωντανό και κυρίαρχο τον άνθρωπο στους προϊστορικούς χρόνους, κατοικοεδρεύουν ακόμα μέσα του. Τεχνολογικά μπορεί μεν να πετάμε σε άλλους πλανήτες, αλλά σε ανθρώπινο επίπεδο δεν μπορούμε ακόμα να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Κοίταξε μόνο τους πολέμους στη γειτονιά μας. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να αποδυναμώσει τη βία. Η απληστία, η ματαιοδοξία και εν τέλει η βλακεία είναι ακόμα πολύ βαθιά ριζωμένες στις υποχθόνιες ρίζες του Homo Sapiens. 

-Και ποιος είναι ο σκοπός της; Η λογοτεχνία δεν είχε ποτέ σκοπό να «σώσει τον κόσμο». Αν ήταν έτσι δε θα ανήκε στις τέχνες, αλλά στα μανιφέστα και τις στρατευμένες προκηρύξεις. Ο πραγματικός ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αποκαλύψει τις λοξές πλευρές της πραγματικότητας και να φωτίσει αν μπορεί τα ανομολόγητα. Και αν μπορεί να προσφέρει μια τέρψη ή μια απόδραση από τον ασφυκτικό κλοιό των αποξενωμένων κοινωνιών μας.

Τα άψυχα αντικείμενα αποκτούν φωνή στο έργο σου. Πόσο «άψυχα» είναι όταν κουβαλούν τις δικές τους αλήθειες; Ποιος μπορεί στ’ αλήθεια να ορίσει τι είναι ψυχή και τι όχι; Μπορεί να αποκαλούμε κάποια αντικείμενα «άψυχα», αλλά όταν μιλάμε για πράγματα που μας σημάδεψαν και σαν συγκύτια μάς συνόδεψαν στις διαδρομές μας, πού σταματάει το άψυχο και πότε αρχίζει το έμψυχο; Σε μένα τα αντικείμενα στάθηκαν πάντα πιστά. Ήταν αυτά που μοιράστηκαν μαζί μου τις σιωπές και τις επιθυμίες μου, τον φόβο και τη χαρά μου. Δεν θα αποδελτιωθούν ποτέ στα γραπτά μου σαν «άψυχα». Πολλώ δε μάλλον τα ζώα που συμπρωταγωνιστούν σε πολλά από τα διηγήματά μου. 

Ποια είναι η σχέση σου με τα αντικείμενα της συλλογής; Πόσο άψυχο μπορούσε να ήταν για παράδειγμα το Sanyo, το φορητό μου ραδιόφωνο; Πόσο άψυχο μπορούσε να ήταν εκείνο του κουτί, ο δάσκαλός στη μουσική και το θέατρο, η  φορητή μου εγκυκλοπαίδεια μου και η ενημέρωσή μου; Κάποια στιγμή διαλύθηκε και αναγκάστηκα να το δέσω με γάζες και σπάγκο. Υπάρχει ακόμα εκείνη η φωτογραφία της επώδυνης συναρμολόγησης. Το αναφέρω όχι από νοσταλγία, αλλά για να δείξω αυτή την ουσιαστική και βαθιά σχέση με τα «άψυχα». Ένα άλλο παράδειγμα είναι το κλεφτοφάναρο της Μπέρεκ. Χωρίς αυτό το «τριφύλλι» δεν θα υπήρχε. Ούτε και τα κουνέλια θα δραπέτευαν. Η συκαμιά, δεν ήταν μόνο ένα δέντρο που ζωντάνευε κατά το δοκούν. Ήταν καταφύγιο, αλλά και χρονικό όριο που σηματοδοτούσε το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής. Η αγωνία για τα σκουριασμένα καρφιά που ίσως μόλυναν τους χυμούς της δεν ήταν φανταστική. Η σχέση μου γενικά, με τα αντικείμενα της συλλογής, ήταν μια υβριδική κατάσταση ανάμεσα στο «έμψυχο» και το «άψυχο». Εκεί όπου ένα αντικείμενο παύει να είναι πράγμα και γίνεται φορέας αλήθειας.

-«Σχεδόν τα πάντα». Γιατί «σχεδόν»; Τι είναι αυτό που κρατάς απ’ έξω; Επειδή το «σχεδόν» είναι η υπαρξιακή μας μοίρα. Μας κατατρύχει ως δημιουργούς και ως ανθρώπους. Επειδή θα υπάρχει πάντα εκείνο το κάτι άλλο, εκείνο το κάτι παραπάνω που θα αγνοούμε. Το άγνωστο θα μας υπερβαίνει εσαεί. Είναι αναπόφευκτο. Η πραγματικότητα δεν προσφέρεται για πλήρη κατάκτηση ή καταγραφή. Η γνώσεις μας μαζί με τις εμπειρίες διαπλέκονται διαρκώς σε συσχετισμούς πολύπλοκους, θραυσματικούς και τις περισσότερες φορές ασύλληπτους. Αυτά που δεν ξέρω θα είναι πάντοτε περισσότερα από εκείνα που γνωρίζω, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μια περίοδο τόσο βαθιά και σημαίνουσα όσο εκείνη που αναδεικνύεται στα 23 διηγήματα της συλλογής. 

-Υπάρχει κάτι που φοβάσαι ή αποφεύγεις να καταγράψεις;Τα όρια του κόσμου μας, είχε πει ο Βιτγκενστάιν, είναι τα όρια της γλώσσας μας. Κι αν οι λέξεις είναι που καθορίζουν και ορίζουν τον κόσμο μας, σκέψου πόσο ισχύει αυτό στην αφήγηση, στην αναπαράσταση της μνήμης και στη λογοτεχνία. Υπάρχουν κι άλλα διηγήματα από εκείνη την περίοδο, αλλά δεν πέρασαν την κρησάρα της λογοτεχνίας. Ίσως κάποτε σε μια άλλη συλλογή ή ένα άλλο λογοτεχνικό είδος να βρουν τη θέση που τους ταιριάζει, αλλά ακόμη και τότε, δεν θα ειπωθούν όλα. Ποτέ δεν λέγονται όλα.

«Σχεδόν τα πάντα», Εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 144, Τιμή: €12.00

Ελεύθερα, 6.4.2025