Με αφορμή την συμμετοχή του στην πρώτη σε θεαματικότητα σειρά της ελληνικής και κυπριακής τηλεόρασης αυτή την περίοδο, «Άγιος Παΐσιος- Από τα Φάρασα στον Ουρανό», υποδυόμενος τον Παπα-Τύχων, τον Ρώσο ιερομόναχο, πνευματικό του Παϊσίου, ο κορυφαίος -και ακριβοθώρητος στα media- Κύπριος ηθοποιός, δίνει τα δικά του «μαθήματα ζωής», στα «Ελεύθερα».

Γιατί αποφασίσατε να υποδυθείτε τον συγκεκριμένο ιερέα, τον Παπα-Τύχων, τον πνευματικό του Αγίου Παϊσίου, αν και είστε εξαιρετικά επιλεκτικός πια στις τηλεοπτικές σας συνεργασίες; Με τον φίλο μου, Γιώργο Τσιάκκα, έχουμε δουλέψει αρκετές φορές μαζί και, ό,τι έχουμε κάνει μαζί, το χαιρόμουν ιδιαίτερα – γράφει πολύ ωραία, έχει έξυπνη πένα, είναι πολύ δημιουργικός και εξαίρετος συνεργάτης. Ειδικά τώρα, γι’ αυτή τη σειρά, που ήξερα ότι αφορά σε ένα πολύ σοβαρό θέμα και πως ο Γιώργος είναι άνθρωπος που θα κάνει σωστή δουλειά, ήταν αδύνατον να του αρνηθώ. Και, παρόλο που είχα πρόβες εκείνη την περίοδο στην Κύπρο, ζήτησα άδεια, να λείψω λίγες μέρες, για να μεταβώ στην Αθήνα και να κάνουμε τα γυρίσματα. Στη σειρά υποδύομαι τον Παπα-Τύχων, τον Ρώσο ιερομόναχο με παρουσία πέραν των 60 χρόνων στο Άγιον Όρος – μια αγιασμένη μορφή και ένα πραγματικό «στολίδι» του αγιορείτικου μοναχισμού. Είναι ο πνευματικός του Αγίου Παϊσίου, για τον οποίο τρέφει απέραντη πατρική αγάπη. Η απλότητα, η ταπείνωση και οι ασκητικοί του αγώνες υπήρξαν φωτεινό παράδειγμα για τον αγωνιζόμενο τότε, Πατέρα Παΐσιο.

Η δική σας σχέση με την πίστη ποια είναι; Το γεγονός ότι δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο, πως υπάρχει μια θεία δύναμη, ότι υπάρχουν άγιοι -πραγματικοί άγιοι και ειδικά αυτός ο Άγιος, ο Άγιος Παΐσιος- είναι νομίζω δεδομένο. Ειδικά ο Άγιος Παΐσιος είναι ένας από τους πιο αγαπητούς αγίους στον κόσμο σήμερα, ίσως λόγω και του γεγονότος πως είναι και σύγχρονος. Πέραν αυτού, έχω ακούσει πολλές περιπτώσεις για βοήθεια που έδωσε σε ασθενείς, για θεραπεία σε δύσκολες αρρώστιες, για λύση σε αντιξοότητες, για συμπαράσταση σε κόσμο που υπέφερε και Τον είχε ανάγκη.

Εσείς, όταν αντιμετωπίζετε μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή σας, τι κάνετε; Πως λειτουργείτε; Καμιά φορά, λέω στον άγγελό μου: «Άγγελέ μου, βοήθησέ με σ’ αυτό!». Σ’ αυτή την οντότητα, που πιστεύω πως ασχολείται μ’ εμένα. Εγώ, ξέρετε, μεγάλωσα στη Γιαλούσα, η εκκλησία ήταν δίπλα από το σπίτι μας και πηγαίναμε, από μικροί, να πιάσουμε π.χ. τα εξαπτέρυγα, τις Κυριακές ήμασταν πάντα στους ναούς μαζί με τους γονείς μας, σε όλες τις μεγάλες γιορτές φυσικά κ.λπ. Ωστόσο, μεγαλώνοντας διαπίστωσα πως, μέσα στην εκκλησία -με την ευρύτερη έννοια-, υπάρχουν και πράγματα που είναι εναντίον της θρησκείας – διάφορες συμπεριφορές, διάφορες ασχήμιες. Οπότε τα διαχωρίζω αυτά τα δύο– γι’ αυτό και αισθάνομαι πως μπορώ να παρακαλέσω, πως μπορώ να δοξάσω αυτή την ανώτερη δύναμη στην οποία πιστεύω, και από το σπίτι μου. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από εμάς, πως μόνο εμείς είμαστε σ’ αυτό τον κόσμο και τίποτ’ άλλο!

Ο Αντώνης Κατσαρής ως παπα-Τύχων στη σειρά.

Θα λέγατε πως η ζωή σάς έχει φερθεί καλά, ωραία, μέχρι σήμερα, κύριε Κατσαρή; Ναι! Πολύ! Και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές της ζωής μου, με οδηγούσε κάποιο χέρι να πάω -έστω κι αν προς στιγμή, μπορεί να μην μου άρεσε- σ’ ένα συγκεκριμένο δρόμο. Πήγαινα, λοιπόν. Αν και ίσως να μην ήθελα. Αλλά, αργότερα, έλεγα: «Δόξα τω Θεώ, ευτυχώς που πήγα εκεί!». Σκαλοπάτι σκαλοπάτι, οδηγήθηκα και στο να αποφασίσω να γίνω ηθοποιός και να βρεθώ στο καλύτερο θέατρο -τότε- της Ελλάδας, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Προηγουμένως, δεν είχα ιδέα από θέατρο– είχα παίξει σε δυο έργα, στη Γιαλούσα, από εκείνα που παρουσιάζονταν στα σχολεία, ενώ είχα παρακολουθήσει -λαθραία- και κάποιες παραστάσεις στην Αμμόχωστο. Κι όμως! Είδα μια παράσταση που με συγκίνησε και αποφάσισα να πάω στην Αθήνα για να σπουδάσω ηθοποιός. Κούτσα- κούτσα, από ‘δω, από ‘κει, κάπως τα κατάφερα.

Μετανιώσατε ποτέ γι’ αυτή την απόφασή σας, αυτό τον μισό και πλέον αιώνα που υπηρετείτε το θέατρο; Ποτέ! Είναι μεγάλη τύχη και μεγάλο δώρο αυτό που μου δόθηκε. Ξέρετε τι γίνεται; Το θέατρο σε βοηθά να κάνεις μια αυτογνωσία απ’ την ερμηνεία ενός χαρακτήρα. Κι εγώ είμαι από τους ηθοποιούς που θέλω να γίνομαι ο χαρακτήρας, όχι να παριστάνω τον χαρακτήρα– να νιώθω ότι είμαι ο ίδιος, να μπαίνω ολόκληρος στην ψυχολογία του. Άσε τη δόξα κι όλα τα υπόλοιπα– η αυτογνωσία είναι το μεγαλύτερο «δώρο» που σου δίνει το θέατρο!

Ούτε κυνηγήσατε ποτέ τη δόξα; Όχι. Μου αρέσει να κάνω τη δουλειά μου όσο πιο καλά μπορώ, να μπαίνω μέσα στους χαρακτήρες. Δόξα τω Θεώ, έχει αναγνωριστεί αρκετά η δουλειά μου -όχι μόνο από βραβεία που μου δόθηκαν- αλλά, κυρίως, από τον κόσμο, από ανθρώπους που σε βλέπουν στο δρόμο και σου λένε «είσαι καλός», που δεν σε γνωρίζουν προσωπικά αλλά σου μιλάνε σα να σε ξέρουν· αλλά δεν μπορεί να είναι αυτός ο στόχος. Το λέω καμιά φορά και σε παιδιά που προετοιμάζω για τις εξετάσεις τους στο θέατρο: «Παιδιά, αυτό να το κάνετε επειδή το αγαπάτε! Να μην το κάνετε για τη δόξα»– δεν γίνεσαι ηθοποιός για να σε χειροκροτεί ο κόσμος! Ο κόσμος σε χειροκροτεί επειδή είσαι ηθοποιός, αλλά εσύ να μην γίνεις ηθοποιός για να σε χειροκροτούν. Αν αυτός είναι ο στόχος σου, τότε θα κάνεις καραγκιοζιλίκια – θα γίνεις ένα «φτηνός» ηθοποιός που «πουλάει» δήθεν!

Έπειτα από μία τέτοια πορεία, τι είναι για εσάς σήμερα το θέατρο; Είναι σαν ένας δρόμος όπου, μέσα από ένα υπέροχο τοπίο, περπατάς, και συνεχίζεις να περπατάς, και κουράζεσαι, αλλά το χαίρεσαι που κουράζεσαι! Και βαδίζεις… Κάτι τέτοιο είναι για μένα το θέατρο: Είναι η πορεία της ζωής μου κι αυτό που μου έμελλε να ακολουθήσω. Είμαι τυχερός! Το θέατρο παραμένει δίπλα μου, με κρατάει και με οδηγεί – μέσα από έναν ωραίο δρόμο, με αυτό το υπέροχο τοπίο…

Ποιος είναι ο καλός ηθοποιός; Ο ηθοποιός που παίζει πιστεύοντας στον χαρακτήρα του. Δεν πρέπει να καθοδηγείς εσύ τον ρόλο – άσε τον να σε «ταξιδέψει» εκείνος, να σε πάει αυτός σ’ αυτό το υπέροχο και τόσο μαγικό «ταξίδι»…

-Εσείς, πότε είπατε: «Τελικά, μάλλον έχω ταλέντο!»; Δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω τη λέξη «ταλέντο» που μου λέτε… Ταλέντο, νομίζω, είναι να μπορείς να βρεις τον σωστό δρόμο. Για οποιαδήποτε δουλειά. Ακόμη και χτίστης να γίνεις, πρέπει να βρεις τον σωστό τρόπο να χτίζεις καλά τα σπίτια, να τα κάνεις ωραία…

Επειδή σπάνια σας βλέπουμε πια στο θέατρο, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο… Δεν είστε από τους ηθοποιούς εκείνους που λένε πως θέλουν να πεθάνουν στο σανίδι; Όχι, όχι, ποτέ δεν ήμουν απ’ αυτούς. Ούτε ποτέ είπα: «Το θέατρο είναι όλη μου η ζωή!». Γιατί χαιρόμουν τη ζωή και με άλλους τρόπους. Παρόλο που το θέατρο ήταν πάντα η μεγαλύτερή μου αγάπη!

Λέτε την ηλικία σας; Είμαι 81.

Τι αποτελεί ζωή για εσάς, σήμερα; Κινούμαι λίγο. Αραιά θα βγω, θα συναντηθώ με φίλους… Ζω μια απλή ζωή. Κι αυτό με ευχαριστεί! Μου αρκεί να έχω αγάπη γύρω μου, να έχω ανθρώπους που με αγαπούν και τους αγαπώ, να μπορώ να βοηθώ όσο μπορώ – είτε ζώα, είτε ανθρώπους. Μα, υπάρχει πιο ωραίο πράγμα; Να δεις κάποιον που έχει ανάγκη και να τον βοηθήσεις να ξεπεράσει το πρόβλημά του; Δεν θέλω πολλά πράγματα από τη ζωή. Τα απλά είναι τα πιο πολύτιμα. Δεν είναι, επίσης, «ευτυχία» αυτά που «γυαλίζουν» πολύ – αυτά είναι καραγκιοζιλίκια που σε πηγαίνουν στο λάθος δρόμο.

-Για να γυρίσουμε λίγο στα παλιά, οι γονείς σας είχαν σχέση με τα καλλιτεχνικά; Όχι. Ο πατέρας μου είχε μπακάλικο κι η μητέρα μου ήταν οικοκυρά– κι ήταν και κόρη ιερέα (χαμογελάει).

Πώς το εξέλαβαν όταν τους είπατε πως θα πάτε στην Αθήνα για να σπουδάσετε ηθοποιός; Όταν το πήρα απόφαση πια, πως έπρεπε να πάω στην Αθήνα, κι είπα στον πατέρα μου «παπά μου, να μου δώσεις λίγα λεφτά να πάω να βγάλω φωτογραφίες για το διαβατήριό μου», εκείνος με ρώτησε: «Πού θα πας;». «Στην Αθήνα», του απάντησα, «για να σπουδάσω, για να γίνω ηθοποιός». Χωρίς να μου πει τίποτα, χωρίς να μου αναφέρει το παραμικρό, πήρε το μικρό του τσαντάκι, το άνοιξε, και μου έδωσε χρήματα– ό,τι μπορούσε εκείνη την ώρα. Κι ήταν ένας άνθρωπος που με το ζόρι τα έφερνε βόλτα! Γύρισα, θυμάμαι, στην Κύπρο, για το Καλοκαίρι, έπειτα από ένα χρόνο σπουδών στην Αθήνα, και βρήκα τη μάνα μου να δουλεύει, να φτιάχνει κουτιά τσιγάρων, προκειμένου να βγάζουν κάποια χρήματα, ώστε να μπορούν να μου στέλνουν εμένα που σπούδαζα. Τότε έβαλα τα κλάματα… Όχι μόνο δεν μου είπαν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι «πού θα πας τώρα; Θα γίνεις θεατρίνος;», όπως συνέβαινε τότε με άλλους συναδέλφους μου -μην ξεχνάτε, άλλες οι εποχές τότε-, αλλά με στήριξαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Και το έκαναν με την καρδιά τους! Ήθελαν και το ‘καναν!

Στην ηλικία που βρίσκεστε σήμερα, έχετε γίνει πιο ευσυγκίνητος; Δεν έχει σημασία αν αφορά σε άνθρωπο, σε ζώο ή στη φύση, αλλά σε μερικά πράγματα -ίσως επειδή το φέρνει η στιγμή-, στη λύπη μου αλλά και στη χαρά μου, εύκολα δακρύζω. Μπορεί να δακρύσω π.χ., όπως συνέβη πρόσφατα, για ένα γατάκι που βρήκα στο δρόμο, που έσπασε το πόδι του κι έκλαιγε αβοήθητο. Για πολλά… 

-Έχετε γατιά στο σπίτι σας; Έχω, ναι. Τώρα είναι 16.

Πολλά! Ε, τι να κάνουμε; Δεν μπορείς να τα πετάξεις. Πλάσματα του Θεού είναι…

© Πηνελόπη Μασούρη

Δείχνετε πάντως, στη δημόσιά σας εικόνα, ένας άνθρωπος ήρεμος, πράος, χαμηλών τόνων. Αντιστοιχούν αυτά και στην καθημερινότητά σας; Δεν είμαι πάντως «ο σοβαρός τύπος» – θέλω να κάνω τους ανθρώπους να γελούν!

Μοναχικός είστε; Είμαι και μοναχικός. Αν και εδώ και τέσσερα χρόνια είμαι ζευγαρωμένος. Αλλά μ’ αρέσει και η ηρεμία της μοναξιάς– κι έζησα αρκετά χρόνια έτσι, μόνος μου.

Δεν σας έλειπε η συντροφικότητα; Όταν είσαι νέος δεν αντιμετωπίζεις τις σχέσεις ως «τον άνθρωπο που θα ‘ναι μαζί σου για πολλά χρόνια, ως τα γεράματα»· ήταν περαστικά πράγματα που κρατούσαν για ένα χρονικό διάστημα κι έφευγαν. Τώρα που ζω σε χωριό με τη σύντροφό μου και όχι στην πόλη, το χαίρομαι περισσότερο. Είχα ζήσει τη μεγάλη πόλη για πολλά χρόνια, τη χόρτασα κι ήθελα πια να φύγω. Το σπίτι μου τώρα έχει μια μεγάλη αυλή, ένα χωράφι ολόκληρο, έχω τα δέντρα μου, τα ζωντανά μου, φυτεύω τα λαχανικά μου κι εγώ, να ξέρετε, τα χαίρομαι πολύ όλα αυτά!

-Σε ποιο χωριό ζείτε; Στα Πέρα Ορεινής.

-Κατά κάποιο τρόπο, σα να επανέρχεστε στην Γιαλούσα… Ναι, έχετε δίκιο. Κι αν ήταν δυνατό, αυτό θα ήθελα να κάνω! Γιατί εκεί θα είχα τώρα μια ζωή υπέροχη… Είχαμε τα ποδήλατά μας και πηγαίναμε στη θάλασσα, ψαρεύαμε παρέα ή πηγαίναμε σε κάτι καταπράσινους χώρους και μέναμε εκεί όλο το βράδυ – ήταν μια ζωή ονειρεμένη.

Ο θάνατος σας φοβίζει, κύριε Κατσαρή; Μέχρι στιγμής, δεν τον φοβάμαι– αν πλησιάσει, δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω… Αν και δεν πιστεύω πως τελειώνουμε με αυτή τη ζωή– θεωρώ πως πάμε σε μια άλλη ζωή, χωρίς το «βάρος» αυτού του σώματος. Μέχρι να γίνουμε αυτό που πρέπει να γίνουμε. Έτσι το πιστεύω. Εμ, τι; Πεθαίνουμε και πάει, τελείωσε; Τότε προς τι; Το θέμα είναι κάτι να γεννάται από αυτή τη ζωή, και κάπου να φτάσουμε να ζήσουμε μια άλλη κατάσταση.

-Τίποτα δεν σας φοβίζει; Δεν ξέρω αν το φοβάμαι, αλλά δεν θα ‘θελα να ‘μαι ανήμπορος κάποια στιγμή, και να χρειάζομαι μεγάλη βοήθεια για να κινηθώ. Νεότερος, βέβαια, δεν φοβόμουν απολύτως τίποτα! Μην ξεχνάτε, ήμασταν πιτσιρίκια τότε, και μας έβαλαν και στην ΕΟΚΑ. «Ψηθήκαμε», αντρωθήκαμε μ’ αυτά. Μια φορά, θυμάμαι, με πυροβόλησαν κιόλας οι Εγγλέζοι -είχαμε πέσει σε μια περίπολό τους-, επειδή κουβαλούσαμε διάφορα χαρτιά που μας είχαν δώσει για να τα πάμε αλλού, άλλες φορές τους πετροβολούσαμε, μας κυνηγούσαν πάλι… Κι έτσι έμαθα, από νεαρός, να μην φοβάμαι στη ζωή!

Αν σας δινόταν τώρα μία ώρα για να κάνετε ό,τι θέλετε -χωρίς να σκέφτεστε πως είστε αυτός που είστε, χωρίς να σκέφτεστε την ηλικία σας, χωρίς να σκέφτεστε τις συνθήκες ζωής σας σήμερα και το θέατρο-, κάτι που να γεμίσει την καρδιά σας και να σας κάνει χαρούμενο, τι θα ήταν αυτό; Θα ήθελα να ζούσα για μια ώρα στη Γιαλούσα και να έκανα τη ζωή που είχαμε παλιά. Θα ήθελα να κολυμπούσα ξανά στη θάλασσα της Γιαλούσας, γι’ αυτή την μία ώρα, ελεύθερος…

Ελεύθερα, 30.3.2025