Ο Κύπριος σκηνογράφος, εικαστικός και πολιτιστικός παράγοντας πιστεύει ότι η διαίσθηση είναι καλύτερος σύμβουλος από την ψυχρή λογική.
Ως αναγνώριση μιας πορείας που διαμόρφωσε καθοριστικά την αισθητική του κυπριακού θεάτρου, τιμάται φέτος με το Μεγάλο Βραβείο ΘΟΚ. Με συνολική θητεία 13 ετών στην καλλιτεχνική διεύθυνση του οργανισμού, καθόρισε μια εποχή εξωστρέφειας, νεωτερισμού και τόλμης. Ο Άντης Παρτζίλης ανατρέχει στις στιγμές- σταθμούς της πορείας του, επιμένει ότι η σκηνογραφία πρέπει να υποβάλει κι όχι να επιβάλει και μοιράζεται τη φιλοσοφία του για την τέχνη, την αλήθεια και την ανάγκη για δημιουργία που δεν γνωρίζει παύση.
» Σίγουρα κάθε αναγνώριση της προσφοράς σ’ έναν τομέα τόσο σημαντικό όπως το θέατρο δεν μπορεί παρά να δίνει ικανοποίηση. Από την άλλη, συνεπάγεται και μια υποχρέωση να συνεχίσεις με τρόπο που να δικαιώνει αυτούς που σε έκριναν άξιο για ένα τέτοιο βραβείο. Δεν κρύβω ότι με χαροποιεί, αλλά το πιο σημαντικό για κάθε καλλιτέχνη με πορεία δεκαετιών είναι η ίδια η πορεία, το ταξίδι. Κρατώντας απ’ αυτή τη διαδρομή τα θετικά και τα αρνητικά, προσπαθείς να δημιουργήσεις μέσα σου μια συνθήκη όπου ακόμη κι από τα αρνητικά να αντλείς κάτι που θα σε πάρει έστω κι ένα βήμα παρακάτω.
» Υπέρτατος σκοπός ενός καλλιτέχνη δεν είναι να τιμηθεί. Όλα έχουν να κάνουν με μια εσωτερική ανάγκη. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να περάσει μια μέρα χωρίς να δημιουργήσω κάτι. Ας είναι κι ένα σκίτσο, ένα ψάξιμο πάνω σε κάτι που με προβληματίζει, ένας πειραματισμός πάνω σε μια τεχνική. Αυτό συμβαίνει εδώ και πάνω από 60 χρόνια τώρα, από τα 15 μου που την είχα «πατήσει» με το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες. Ίσως ακόμη περισσότερα, αν υπολογίσω ότι από τον καιρό που καλά- καλά δεν είχα πάει δημοτικό κάναμε φιγούρες Καραγκιόζη με τον μεγαλύτερο αδερφό μου, στήναμε μπερντέ στο υπόγειο και κάναμε παραστάσεις για τα παιδιά της γειτονιάς. Εγώ ήμουν ο βοηθός του. Ουσιαστικά, δημιουργώ κάτι καθημερινά από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου. Το μυαλό δουλεύει διαρκώς. Περπατάς στον δρόμο, βλέπεις κάτι, αρπάζεις μια ιδέα την επεξεργάζεσαι κι έρχεται μια στιγμή που γίνεται πηγή έμπνευσης και λύση σε κάτι.
» Το κυριότερο που αποκομίζεις από μια δημιουργική πορεία είναι το αίσθημα ότι γίνεσαι πλουσιότερος σε εμπειρίες, σε εικόνες, σε θέματα που σχετίζονται με τη δουλειά σου. Κάθε τι που κάνεις είναι κι ένα σκαλί. Δεν μπορώ να πω ότι έχω αποκομίσει κάποιο συγκεκριμένο «μάθημα». Όλη η ζωή είναι ένα μάθημα, όλη η διαδικασία. Κάθε μέρα είναι ένα μάθημα. Υπάρχουν ένα εκατομμύριο μαθήματα και πράγματα που σε κάνουν να θέλεις να πας παρακάτω, να ψάξεις, να ψαχτείς, να ανακαλύψεις, να αυτοανακαλυφθείς.
» Κυνηγάς την εξέλιξη, να ανελίξεις τη δουλειά σου, να μπορέσεις να εκφραστείς ακόμα καλύτερα, να ολοκληρωθείς ως καλλιτέχνης. Αυτή η διαδρομή δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε φορά που πετυχαίνεις κάτι, νιώθεις για λίγο ένα κενό και διερωτάσαι πού μπορείς να το πάρεις, πώς μπορείς να εξελιχθείς ως εικαστικός, ως σκηνογράφος. Δεν έχω φτάσει ποτέ σε σημείο απόλυτης άρνησης. Απογοητεύσεις βεβαίως και βίωσα. Μπορεί κάτι που κάνεις να μη βγει, να μη λειτουργεί όπως υπολόγιζες. Μπορεί να υπάρχει μια παροδική απογοήτευση, αλλά είναι κι αυτή ένα μάθημα για το τι θα αποφύγεις την επόμενη φορά. Διαρκώς ερευνάς, κάνεις αυτοκριτική, αυτοαναιρείσαι, ακυρώνεις κάτι που στιγμιαία έκρινες ως καλό και μετά θέλεις να το δεις εντελώς ανάποδα. Αυτό δεν σταματά ποτέ. Ακόμα και την ώρα που πάω να κοιμηθώ βλέπω σκηνικά, κατασκευές, πίνακες, βλέπω πράγματα να υλοποιούνται. Δεν μετάνιωσα ποτέ που ασχολήθηκα με τις τέχνες και ειδικά με το θέατρο. Ήταν μια συνειδητή απόφαση να γίνω σκηνογράφος την οποία πήρα στα 15 μου. Το απολαμβάνω μέχρι σήμερα.
» Είχαμε την ευλογία ως μαθητές στο Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, να έχουμε πραγματικά εμπνευσμένους δασκάλους. Τον Παναγιώτη Σέργη, που κάθε χρόνο ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις με τους μαθητές. Τον Γιώργο Μπισκίνη, εξ Ελλάδος, γιο του σπουδαίου μνημειακού ζωγράφου Δημήτρη Μπισκίνη, που ήταν και σκηνογράφος. Το 1962, όταν ήμουν 15 ετών, θα ανέβαινε στο Αρχαίο Θέατρο Σαλαμίνας, για πρώτη φορά μετά μετά την αποκάλυψή του, ο Οιδίπους Τύραννος σε διδασκαλία Παναγιώτη Σέργη με συμμετοχή των Γυμνασίων Αμμοχώστου, σε σκηνικά Γιώργου Μπισκίνη, μουσική Γιάγκου Μιχαηλίδη, με πρωταγωνιστή τον τελειόφοιτο, τότε, Δημήτρη Ποταμίτη, μετέπειτα ιδρυτή του Θεάτρου Έρευνας. Εγώ βοηθούσα τον σκηνογράφο. Η διαδικασία με τις δοκιμές, τις κατασκευές, την παράσταση ως επιστέγασμα, το χειροκρότημα στο τέλος, άσκησε πάνω μου απίστευτη έλξη. Ο Μπισκίνης με προέτρεψε να γίνω σκηνογράφος. Δεν ήταν όμως η προτροπή του που με ώθησε, αλλά η όλη εμπειρία της συμμετοχής. Στα 17 μου, όταν ήμουν τελειόφοιτος, σκηνογράφησα τους «Νεκρικούς διάλογους» του Λουκιανού σε διδασκαλία Ζήνωνα Ζανέττου. Έπαιζαν ο μετέπειτα σκηνοθέτης Χρίστος Ζάνος και ο μετέπειτα ηθοποιός Πάνος Καλλής.

» Δεν μπορείς να απομονώσεις το διοικητικό από το καλλιτεχνικό κομμάτι όταν είσαι στον χώρο του θεάτρου. Το θέατρο είναι σαν εργοστάσιο όπου λειτουργούν ταυτόχρονα πολλά γρανάζια και μηχανισμοί αλληλένδετοι και αλληλοεξαρτόμενοι. Το διοικητικό κομμάτι δεν απέχει από την καλλιτεχνική πρακτική. Κι ας μην ήμουν εγώ ο σκηνογράφος, ας μην είχα άμεση συμμετοχή σε μια παραγωγή, όταν ήμουν διευθυντής στον ΘΟΚ ένιωθα ως μέρος της προσωπικής μου δημιουργικής διαδικασίας το να λειτουργώ υποστηρικτικά στην προσπάθεια ν’ ανέβει μια παράσταση.
» 13 χρόνια στη διεύθυνση του ΘΟΚ είναι μεγάλο διάστημα. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα, το 1989, προσπάθησα να κάνω πράγματα. Πρώτη μου έγνοια ήταν να βγάλω τον οργανισμό από την εσωστρέφεια που τον διακατείχε, να τον απεγκλωβίσω από το μοτίβο Κύπρος- Επίδαυρος. Προσπάθησα να δημιουργήσω σχέσεις με άλλες χώρες, όπως η Γερμανία. Προέκυψαν ευεργετικές συμφωνίες με οργανισμούς στο Καϊζερσλάουτερν, το Κάσελ, το Γκέρλιτς. Με το Εθνικό Θέατρο κάναμε το 1989 την πρώτη συμφωνία αναταλλαγής παραστάσεων. Πριν καν γίνω διευθυντής, είχα εισηγηθεί τη δημιουργία του Θεατρικού Μουσείου Κύπρου και μόλις ανέλαβα επέμεινα και λήφθηκε η αρχική απόφαση για να γίνει στη Λευκωσία. Κάμποσα χρόνια αργότερα, προχώρησε τελικά σε σύμπραξη με τον Δήμο Λεμεσού.
» Από τον πρώτο καιρό επιδίωξα να συμβάλω στη θεσμοποίηση δράσεων σε σχέση με το σχολικό και το ερασιτεχνικό θέατρο. Σημαντική θεωρώ την εικαστική αναβάθμιση των δράσεων του ΘΟΚ σε ό,τι αφορά αφίσες, προγράμματα, σκηνογραφικές προτάσεις. Με δική μου πρωτοβουλία ενταχθήκαμε στη Σύνοδο των Θεάτρων της Ευρώπης (ETC). Η εξωστρέφεια ήταν βασική επιδίωξη και τελικά καταφέραμε να πάμε μέχρι την Κίνα, ή τη Δανία, ενώ τολμήσαμε να πάμε στη Μόσχα με Πούσκιν εισπράττοντας καλές κριτικές. Όλα αυτά βοήθησαν ν’ αποκτήσει ο ΘΟΚ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και στις δικές του παραγωγές. Η συμμετοχή στην Quadriennale Πράγας επίσης δρομολογήθηκε εκείνη την πρώτη περίοδο. Το 1991 πρωτοπήγαμε ως τα «φτωχαδάκια» της Ευρώπης. Σιγά- σιγά η συμμετοχή μας έγινε όλο και πιο δυναμική, το 2003 ο νεότατος τότε Χάρης Καυκαρίδης πήρε διάκριση. Και φτάσαμε να πάρουμε το μεγάλο βραβείο με τη Μελίτα Κούτα. Το σημαντικότερο είναι ότι καταγράφεται στην ιστορία της παγκόσμιας σκηνογραφίας η παραγωγή και η εξέλιξη της σκηνογραφικής μας κοινότητας, που έχει ανθίσει, μεγαλώνει, εξελίσσεται. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις νέα παιδιά που πραγματικά έχουν κάτι να πούν.
» Η δημιουργία των ιδιόκτητων εργαστηρίων του ΘΟΚ ήταν από τα πρώτα πράγματα που προωθήσαμε. Μέχρι τότε, ο οργανισμός λειτουργούσε εργαστηριακά από αποθήκη σε αποθήκη, με πρωτόγονο τρόπο. Πήραμε τον χώρο, κάναμε τα σχέδια, φτιάξαμε τα εργαστήρια, το βεστιάριο και μια αίθουσα δοκιμών. Όταν τελείωσε η πρώτη μου θητεία ο Χρίστος Σιοπαχάς ίδρυσε εκεί τη Νέα Σκηνή και πολύ καλά έκανε. Στη δεύτερη θητεία μου, προώθησα το 2001 την ιδέα της Πειραματικής Σκηνής. Την «κλαίμε» σήμερα, γιατί ήταν σ’ έναν υπέροχο χώρο που λειτουργούσε γόνιμα και είδαμε εκεί μερικές πολύ πρωτοποριακές προτάσεις. Μπορώ επίσης ν’ αναφέρω την περιοδεύουσα σκηνή Καραγκιόζη με ένα βάν και δύο ηθοποιούς που πήγαιναν σε σχολεία. Είναι επίσης η θέσπιση των Βραβείων του ΘΟΚ, που σήμερα πήραν άλλη μορφή, ή οι εκδόσεις με έργα Κυπρίων συγγραφέων, που πλέον σταμάτησαν.
» Η σκηνογραφία δεν είναι απλά ένα περιβάλλον, είναι μέσο να ερμηνεύσεις εικαστικά το έργο. Υπάρχει η εντύπωση ότι ο ρόλος της είναι διακοσμητικός, ότι περιορίζεται να δημιουργεί τον διάκοσμο μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται μια παράσταση. Είναι ένας οργανικός, αναπόσπαστος παράγοντας που συμβάλλει στην ερμηνεία του έργου. Δεν γίνεται να είναι ξεκάρφωτη και εντελώς εκτός του κλίματος που ορίζει ο σκηνοθέτης. Όταν συμβαίνει αυτό, η συνεργασία είναι ατυχής. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε η χαρά της δημιουργίας, ούτε το δέσιμο με τον σκηνοθέτη και τους άλλους συντελεστές.
» Αναφέρω συχνά ως παράδειγμα τις Φοίνισσες που κάναμε με τον αείμνηστο Νίκο Χαραλάμπους. Ο Νίκος μου είχε πει ότι θεωρεί καθοριστικό στοιχείο τον χρόνο. Το να τοποθετήσω, όμως, ένα ρολόι που μετρά τον χρόνο ήταν κάτι που με περιόριζε, με γείωνε. Το κυριολεκτικό δεν λέει τίποτα. Πέρασε από το μυαλό μου το Αστρονομικό Ρολόι της Πράγας (Ορλόι). Ήταν το σημείο εκκίνησης στα πρώτα σκίτσα που ύστερα εξελίχθηκε σ’ ένα αποσυναρμολογημένο σύμπαν και σε μια τεράστια σφαίρα, μέσα στην οποία περιστρέφονται μικρότερες που μετράνε το χρόνο. Νιώθω περήφανος για εκείνη τη δουλειά, που η διαδικτυακή έκδοση του Guardian περιέλαβε στις κορυφαίες του κόσμου της περιόδου 1990-2005. Δυστυχώς, η μεγάλη σφαίρα κατέληξε στα παλιοσίδερα. Όπως και πολλά άλλα αντικείμενα που δημιούργησα. Κατάφερα να σώσω κάποια με δικές μου δαπάνες, όπως τον Δούρειο Ίππο από την παράσταση «Μυρμιδόνες, Νηρηίδες, Φρύγες» που κοσμεί πλέον το Θεατρικό Μουσείο στη Λεμεσό.

» Ο ΘΟΚ έγραψε ιστορία στην Επίδαυρο κι όχι με μία ή δύο παραγωγές. Δεν τα έκανε πάντα όλα τέλεια, αλλά αυτό ισχύει για όλους. Από ένα σημείο και μετά ξεκίνησε μία πολεμική από κάποιους που διεκδικούσαν χώρο για τους ίδιους, για να μην έχει δικαίωμα να είναι κάθε χρόνο εκεί. Διερωτώμαι, όμως, γιατί να χρειάζεται ο ΘΟΚ δεκανίκια με συμπαραγωγές όπου έχει ελάχιστη καλλιτεχνική συμβολή μόνο και μόνο για να πάει στην Επίδαυρο. Ας νοικιάσει το Ηρώδειο, το Θέατρο Βράχων, ή του Λυκαβηττού κι ας παίξει εκεί. Να δουν την ποιότητα και την απήχηση της δουλειάς του και μετά να έρθουν να ζητήσουν την επιστροφή στην Επίδαυρο. Κάπως έτσι άλλωστε ξεκίνησε και τότε με τις Ικέτιδες. Και γιατί όλη η ενέργεια για διεθνή παρουσία να εξαντλείται στην Επίδαυρο; Υπάρχει η Γαλλία, η Γερμανία, η υπόλοιπη Ελλάδα, φεστιβάλ και φεστιβάλ με κύρος. Για το αρχαίο δράμα είναι οι Συρακούσες, είναι η Μέριδα κ.ά.
» Δεν πιστεύω ότι πήγαινε κάτι λάθος με το Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια. Η κατάργησή του ήταν μια πολιτική απόφαση που ωραιοποιήθηκε από τον τότε Υφυπουργό Πολιτισμού με πρόσχημα τη μετεξέλιξή του σε χορηγικό σχέδιο. Όμως, αυτό δεν αποτελεί κρατικό φεστιβάλ με όραμα και στόχους. Γίνονται απλώς αιτήσεις, ορισμένοι παίρνουν κάποια ποσά και κάνουν φεστιβάλ. Το χορηγικό σχέδιο είναι καλή ιδέα και σίγουρα χρειαζόταν. Αλλά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό σε σχέση με τον θεσμό του κρατικού φεστιβάλ. Τα Κύπρια έπρεπε να μετεξελιχθούν σε φορέα με δική του δομή και στρατηγική. Αυτή τη στιγμή άφησαν ένα τεράστιο κενό στην έλευση διεθνών παραγωγών. Ας μην ξεχνάμε ότι με χαμηλό σχετικά μπάτζετ κατάφεραν να φέρουν στην Κύπρο παραστάσεις του Καστελούτσι, του Πίτερ Μπρουκ, της Μάρθα Γκράχαμ, την Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ κ.π.ά. Κενό δημιουργήθηκε και σε σχέση με τις κυπριακές παραγωγές. Λαμβάνοντας υπόψη τα ζητήματα που προέκυψαν από τη διαχείριση του Σχεδίου Θυμέλη, που ελπίζω να λυθούν σύντομα, έχει διαμορφωθεί ένα τοπίο που δεν ευνοεί την κυπριακή παραγωγή και έκφραση. Επιμένω, λοιπόν, ότι η κατάργηση του κρατικού φεστιβάλ ήταν λανθασμένη απόφαση κι αυτό δεν έχει να κάνει με μένα που θα αποχωρούσα ούτως ή άλλως. Με εξέπληξε το ότι δεν υπήρξε καμία σχεδόν αντίδραση από την καλλιτεχνική κοινότητα.
» Είμαι πάντα της άποψης ότι η σκηνογραφία πρέπει να υποβάλει κι όχι να επιβάλει. Να υπαινίσσεται και να μην περιγράφει. «Υποβάλλω» σημαίνει αφήνω χώρο στη φαντασία του θεατή. Από τον καιρό που ήμουν φοιτητής είχα μια ροπή στον μινιμαλισμό, αφαιρούσα πράγματα που δεν θεωρούσα αναγκαία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν λόγο ύπαρξης και τα ρεαλιστικά σκηνικά. Έχω κάνει σκηνικά που ήταν άκρως περιγραφικά, κόντρα στο διαχρονικό μου στιλ, απλά και μόνο γιατί το απαιτούσε το έργο. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η πρόσφατη δουλειά με το «Εκ κοιλίας Μητρός Μου». Όλα αποδόθηκαν στη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια. Ωστόσο, έδωσα μια γκρίζα απόχρωση. Ελάχιστα αντικείμενα ξέφευγαν χρωματικά από το γκρι της αποσύνθεσης. Δηλαδή, ήταν πάλι μια μινιμαλιστική προσέγγιση, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά το χρωματικό κομμάτι.
» Η σκηνογραφία συνάδει με την τεχνολογία από αρχαιοτάτων χρόνων. Να μιλήσουμε για τον περίακτο; Για το εκκύκλημα; Για τον από μηχανής θεό; Τη μετακίνηση σκηνικών με αντίβαρα; Κάποια στιγμή ήρθε και η εποχή του Βάγκνερ που οι όπερές του απαιτούσαν ειδικούς μηχανισμούς, αναβατόρια κ.λπ. Προκύπτουν διαρκώς καινούργιοι τρόποι να εξυπηρετήσεις τις ανάγκες μιας παραγωγής. Η σκηνική τεχνολογία εξελίσσεται παράλληλα με τη σκηνογραφία μέχρι που μπήκαμε στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, του ολογράμματος, των εφέ, των τρισδιάστατων απεικονίσεων και ό,τι άλλο μέλλει να ενταχθεί στον όρο. Βεβαίως όλα έχουν να κάνουν και με τη δυνατότητα να τα χρηματοδοτήσεις. Μια παράσταση του «Phantom of the Opera» στο Broadway μπορεί να έχει σκηνικό με προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Χωρίς αυτά τα χρήματα, ο σκηνογράφος καλείται να σκαρφιστεί τρόπους να λειτουργήσουν τα πράγματα.
» Αν μιλάμε για προβολές στο θέατρο, οι πρώτοι που τις ανήγαγαν σε επιστήμη ήταν η Τσέχοι με την Laterna Magika, στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Επιστράτευσαν κάτι τεράστιες μηχανές προβολής για επί σκηνής διάδραση με τους ηθοποιούς, αφήνοντας το κοινό με το στόμα ανοιχτό. Πάντως, η τεχνολογία είναι μέσο, δεν είναι λύση. Οφείλεις να είσαι ενημερωμένος. Θα έλεγα ότι είναι εκεί για να ξέρεις ότι υπάρχει ώστε να μπορείς όσο το δυνατόν να την αποφύγεις. Το ζητούμενο στο θέατρο δεν είναι ο στιγμιαίος θαυμασμός. Η σκηνογραφία δεν είναι μέσο εντυπωσιασμού.

» Δεν είναι εντελώς ξεχωριστές μεταξύ τους η ζωγραφική και η σκηνογραφική μου δουλειά. Πολλές φορές ανακαλύπτω στοιχεία από έναν πίνακα, ή ένα σχέδιο να εμφανίζονται με διαφορετικό τρόπο στη σκηνογραφία. Ή, αντίστροφα, στοιχεία που ήταν σχεδιασμένα για σκηνικό να εμφανίζονται σ’ έναν πίνακα. Όλα είναι αλληλένδετα. Έχει να κάνει με την εικαστική έκφραση. Η εναλλαγή όγκων, τόνων, επιφανειών, όλα αυτά έχουν ένα ρυθμό, μια μουσικότητα, ένα μοτίβο.
» Με συμπληρώνει η ζωγραφική. Είναι γεγονός ότι η σχέση μου με το θέατρο έχει αραιώσει από πλευράς συχνότητας. Ως καλλιτέχνης νιώθω τεράστια ανάγκη να εκφραστώ. Έτσι, άρχισα να δουλεύω ξανά με ένταση. Τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 ασχολήθηκα πολύ με την ακουαρέλα. Η μελανογραφία είναι κι αυτή μια μορφή ακουαρέλας. Είναι ρευστό υλικό, υδατοδιαλυτό. Ό,τι γράφει δεν σβήνει. Πρέπει να είσαι γρήγορος, να ξέρεις τι θέλεις, πώς να οδηγήσεις το υλικό και να μη σε οδηγεί εκείνο. Το μελάνι ήταν διαρκώς στα χέρια μου. Όταν σχεδίαζα κοστούμια ή σκηνικά ήμουν μ’ ένα πενάκι στο χέρι και είχα πάντα ένα μπουκαλάκι μελάνι πάνω στο γραφείο. Είπα να δοκιμάσω κι έπαθα… αυτό που είχα πάθει στα 15 μου με τη σκηνογραφία. Ανακάλυψα ότι μέσα στην αντίθεση μαύρου- άσπρου υπάρχει περισσότερο χρώμα απ’ ότι στην υπόλοιπη γκάμα χρωμάτων. Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι σε θέση να συνεχίσω να δημιουργώ. Δεν είναι στόχος να κάνω εκθέσεις. Απλώς, κάποια στιγμή, ολοκληρώνεται ένας όγκος δουλειάς και θέλεις να τη μοιραστείς με τον κόσμο.
» Δεν πρέπει να μας απασχολεί η υστεροφημία. Ενέχει παγίδα αυτό το σκεπτικό. Αν νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις κάτι για να σε θυμούνται και να σε επαινούν, σημαίνει ότι δεν θα κάνεις εκείνο που εσύ θέλεις, αλλά εκείνο που θέλει ο κόσμος ή ο συρμός της εποχής. Το α και το ω στην τέχνη είναι να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Ναι, είναι χαρά και ικανοποίηση να αναγνωρίζεται η δουλειά σου. Αλλά δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, γιατί σημαίνει ότι αναγκάζεσαι να δημιουργείς με γνώμονα το πώς σε κρίνουν. Βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου.
» Γενικά ως άνθρωπος λειτουργώ πολύ με τη διαίσθηση. Όταν νιώσω ότι κάτι έχει προοπτικές, θα κάνω ό,τι είναι δυνατό για να υλοποιηθεί. Έτσι λειτουργούσα και ως διευθυντής του ΘΟΚ. Μερικά πράγματα, μόλις νιώσεις ότι έχουν δυναμική πρέπει να τα αρπάζεις και να προχωράς. Η διαίσθηση πολλές φορές είναι πιο λογική από τη λογική. Η ψυχρή λογική από μόνη της δεν είναι πάντα καλός συμβουλός, ειδικά στον χώρο των τεχνών.
- INFO: Η τελετή απονομής των Βραβείων Θεάτρου ΘΟΚ θα γίνει την Πέμπτη 27 Μαρτίου (Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου) στις 8μ.μ. στην Κεντρική Σκηνή «Εύης Γαβριηλίδης», στην παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η έκθεσή του με μελανογραφίες υπό τον τίτλο «Lunar Fragments» παρουσιάζεται στην γκαλερί Έλεμεντς στη Λάρνακα μέχρι τις 28 Μαρτίου
Ελεύθερα, 23.3.2025