Η ηθοποιός Χρύσα Παπά εξηγεί πώς είναι παίζεις θέατρο έχοντας έναν κόμπο στον λαιμό.
Επιστρέφει στην Κύπρο, έναν τόπο που γνωρίζει καλά, για να αφηγηθεί μια ιστορία που ταξιδεύει μακριά στον χρόνο και τον χώρο. Στην παράσταση «Σέρρα– Η ψυχή του Πόντου», που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, η Χρύσα Παπά αναλαμβάνει έναν απαιτητικό ρόλο– ή μάλλον δώδεκα. Μόνη στη σκηνή, γίνεται σώμα και φωνή μιας ολόκληρης εποχής, δίνοντας μορφή σε πρόσωπα που κουβαλούν τον πόνο, την εξορία, την ελπίδα. Από την Τραπεζούντα στις στέπες του Καζακστάν, η ιστορία της οικογένειας Φιλονίδη δεν ανήκει μόνο στον Πόντο, αλλά σε όλους όσοι έχουν δει την Ιστορία να τους ξεριζώνει. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για τις προκλήσεις του ρόλου, τη σύνδεσή της με την ποντιακή της καταγωγή και τη συγκίνηση που βιώνει μέσα και έξω από τη σκηνή.
–Πώς μπορεί ένα τόσο πολυσύνθετο και πυκνό ιστορικό μυθιστόρημα να συμπυκνωθεί μέσα σε μια μονολογική παράσταση; Έχει σημασία ότι την απόλυτη επιμέλεια της διασκευής υπογράφει ο ίδιος ο Γιάννης Καλπούζος. Άρα έχει και πλήρη εικόνα ώστε να κρατήσει όλες τις βασικές πληροφορίες και την αίσθηση του μυθιστορήματος, κατά τη θεατρική αφήγηση. Στα 2,5 χρόνια που παίζω αυτό το έργο αρκετός κόσμος έρχεται με την απορία πώς μπορεί να γίνει μονόλογος κι όλοι φεύγουν με μια αίσθηση λες και μόλις διάβασαν το βιβλίο. Είναι πράγματι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, με πολλά στοιχεία και καταιγιστικά ιστορικά γεγονότα, ωστόσο είναι τέτοια η μαεστρία του συγγραφέα που βρίσκει τον τρόπο να αποδώσει μια ολοκληρωμένη ιστορία.
–Τι θα έλεγες σε κάποιον ο οποίος γνωρίζει το βιβλίο για να έρθει να δει και την παράσταση; Ότι ο ίδιος ο Καλπούζος έχει δει την παράσταση τουλάχιστον δέκα φορές και θα την ξαναδεί ακόμη περισσότερες. Και δεν υπάρχει κάποιος που να ξέρει το έργο καλύτερο απ’ αυτόν. Και κάθε φορά είναι συγκλονισμένος. Υπάρχουν θεατές που έχουν δει την παράσταση δύο και τρεις και περισσότερες φορές.
–Πώς η Λεμονιά από δευτερεύων χαρακτήρας στο βιβλίο, γίνεται πρωταγωνίστρια; Παρουσιάζεται στη σκηνή για να αφηγηθεί την ιστορία του πατέρα της, μια διαδρομή που ξεκινά το 1915 και τελειώνει το 1962. Μέσα σε 90’ υποδύομαι 12 διαφορετικούς ρόλους, οι οποίοι εμφανίζονται και επανεμφανίζονται, βλέπουμε την πορεία της ζωής του καθενός. Είναι αλλαγές υποκριτικές, με βάση τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σωτήρη Χατζάκη. Εγώ περνώ από την αφήγηση στο ρόλο. Όταν αφηγούμαι, γίνομαι ένα με το κοινό. Μιλάω μαζί τους, τούς κοιτάζω στα μάτια, απευθύνομαι σε έναν προς ένα. Είναι ένα ταξίδι που κάνουμε κάθε φορά μαζί. Τους παίρνω και φεύγουμε. Είναι πολύ έντονες οι εικόνες και τα συναισθήματα.

–Ακούγεται αρκούντως απαιτητικό. Πώς προετοιμάζεσαι ψυχικά και σωματικά; Ούτε στον εαυτό μου δεν ξέρω πώς να το περιγράψω με λόγια. Εδώ και κοντά τρία χρόνια, δεν σταματάω ποτέ να δουλεύω γι’ αυτή την παράσταση. Και σωματικά και φωνητικά. Πηγαίνω στον χώρο 3-4 ώρες προηγουμένως για ν’ αρχίσω την προετοιμασία και να συγκεντρωθώ μέσα σε ησυχία. Έχω μελετήσει πολύ, αλλά η μελέτη ούτως ή άλλως δεν τελειώνει ποτέ, σε όλα τα επίπεδα: ιστορικά και ψυχικά. Ναι, είναι δύσκολο, αλλά αγαπώ τόσο πολύ αυτή τη δουλειά και την ιστορία που αφηγούμαι. που μού δίνει τεράστια έμπνευση και δύναμη. Θεωρώ ότι στην πορεία γίνεται όλο και καλύτερη, γιατί δεν εφησυχάζω και θέλω να τη φροντίζω συνέχεια, να την εξελίσσω. Όσο περνά ο καιρός, μεστώνει μέσα μου.
–Οι ποντιακές σου καταβολές από την πλευρά του πατέρα σου σ’ έκανε να δώσεις ιδιαίτερο βάρος σ’ αυτή τη δουλειά; Σχεδόν με βεβαιότητα θα απαντήσω «ναι». Πάντα συνδέομαι με τις δουλειές που κάνω και νομίζω ότι θα συνδεόμουν ακόμη κι αν ήταν μια ανάλογη ιστορία λ.χ. από την Κρήτη. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι έχω μεγαλώσει με τον ήχο της ποντιακής λύρας. Τα παιδικά ακούσματα κάπως καταγράφονται μέσα μας. Από πολύ πριν ασχοληθώ με το έργο αυτό, υπήρχε μια έντονη δόνηση στην ψυχή, την καρδιά, τα ζωτικά μου όργανα, κάθε φορά που άκουγα λύρα. Πλέον, ακόμη περισσότερο. Και, βέβαια, οι προπαππούδες μου είναι από τις περιπτώσεις ανθρώπων που επιβίωσαν σε αντίθεσή με άλλους που χάθηκαν στα βουνά, τις εξορίες, τα τάγματα εργασίας. Το σίγουρο είναι ότι κουβαλώ στο DNA μου βιώματα από την καταγωγή μου.
–Πώς θα συνδεθεί με την παράσταση ένας θεατής που δεν έχει ποντιακή καταγωγή; Έχοντας γυρίσει όλη την Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη, είναι ξεκάθαρο για μένα ότι η παράσταση δεν αφορά μόνο τους Πόντιους. Το συγκλονιστικό είναι ότι αφορά κάθε άνθρωπο απ’ όπου κι αν κατάγεται, ανεξάρτητα αν έχει ή όχι προσφυγικό υπόβαθρο. Είναι μια συναρπαστική ιστορία που εκτυλίσσεται σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και παρακολουθούμε πώς οι ζωές των ηρώων επηρεάζονται από τα γεγονότα της εποχής: τις σφαγές, τους εκτοπισμούς και τις κακουχίες των Αρμενίων και των Ποντίων, αργότερα τα δεινά που έζησαν στη Σοβιετική Ένωση. Βλέπουμε πώς οι άνθρωποι ζουν, επιβιώνουν, αγαπιούνται, χάνονται, ξαναβρίσκονται, ποιον ρόλο παίζει ο έρωτας και η αγάπη στις επιλογές τους.

–Με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι αγγίζει το κυπριακό κοινό; Βρίσκω σπουδαίο που μπορούμε να πούμε αυτή την ιστορία και σ’ έναν λαό όπως οι Κύπριοι, όχι μόνο επειδή τους αγαπώ ιδιαιτέρως κι έχω ζήσει και εργαστεί στην Κύπρο, αλλά κι επειδή είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Άλλωστε, έχουν βιώσει σχετικά πρόσφατα ανάλογα τραυματικά γεγονότα. Θέλω όμως να πω ότι στα χρόνια που παίζω αυτόν τον ρόλο έχουν γίνει δύο μεγάλοι πόλεμοι. Αυτό δεν σταματά ποτέ, εναύσματα για σύνδεση πάντα θα υπάρχουν. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Διερωτώμαι κι εγώ: πότε θα μάθουμε για να ζούμε ανθρώπινα και ειρηνικά μεταξύ μας, με την ειρήνη μέσα κι έξω μας; Γι’ αυτό και μέσα από αυτή την παράσταση εμείς γιορτάζουμε το μεγαλείο της ζωής, της ειρήνης και της συγχώρεσης.
-Αν έπρεπε να περιγράψεις με τρεις λέξεις τον χορό Σέρρα, ποιες θα ήταν αυτές; Οι πρώτες λέξεις που μου έρχονται είναι «δύναμη», «ζωή» και «αγωνιστικότητα».
–Έχεις ενσωματώσει κάποια στοιχεία του χορού μέσα στη σωματική ερμηνεία; Αυτό μπορεί να συμβαίνει. Πάντως, υπάρχει μια στιγμή μέσα στην παράσταση που συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό, μια θεατρική σύμβαση που έχει σχέση με τον χορό. Όμως, δεν θέλω καθόλου να το προδώσω αυτό.
–Τι σχόλια λαμβάνεις από θεατές με ποντιακή καταγωγή; Συνάντησες απογόνους Ποντίων που μοιράστηκαν δικές τους ιστορίες; Ναι, γίνεται συχνά αυτό. Πολλές φορές ο κόσμος δεν περιμένει να με συναντήσει μετά, γιατί νομίζει ότι θα είμαι ρετάλι. Αλλά εγώ μετά την παράσταση έχω πάντα τρομερή υπερένταση. Είναι κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που περιμένουν να μου μιλήσουν, κάποιοι για τους παππούδες ή τους προπαππούδες τους των οποίων τις ιστορίες τους κουβαλούν. Είναι συγκλονιστικό, γιατί διακρίνω στα μάτια και τα λόγια τους τη συγκίνηση. Μπορεί να μην είναι ακριβώς βιωμένες μνήμες, αλλά κληρονομημένες μνήμες, διηγήσεις. Ή ακόμη μπορεί να έρθουν να μου μιλήσουν άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με τον Πόντο κι απλώς τους έχει συνεπάρει η αφήγηση.
–Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που μπορούμε να αναφέρουμε; Θυμάμαι την περίπτωση μιας γυναίκας στη Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκει σ’ αυτούς που ήρθαν αργότερα από τη Ρωσία, όπου είχαν εκτοπιστεί δεκαετίες νωρίτερα οι πρόγονοί της. Ήταν γύρω στα 70-75 και η κόρη της γύρω στα 50. Μού χάρισαν μόνο μια βελόνα πλεξίματος και μου είπαν –το λέω και ανατριχιάζω- ότι «αυτό μάς έσωσε», εννοώντας ότι είχαν τουλάχιστον να ντυθούν. Μου είπαν την ιστορία τους μόνο όταν ηρέμησαν από τα αναφιλητά. Ένιωθες ότι έτρεμαν τα κόκκαλά τους. Το μόνο που μπορούσα να κάνω μέχρι να ηρεμήσουν ήταν να τις αγκαλιάσω. Κι εκείνες μού φιλούσαν τα χέρια και μου έλεγαν «ευχαριστώ που είπες την ιστορία μας».

–Σε ποιο σημείο της παράστασης νιώθεις τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση; Είναι πολλές αυτές οι στιγμές. Υπάρχει μια σκηνή που από τότε που ξεκίνησε η παράσταση νιώθω να μου έρχεται ένας κόμπος στον λαιμό. Είναι κάπου στα μισά του έργου που η Λεμονιά συναντιέται με τον πατέρα της μετά από 19 χρόνια, λόγω εκτοπίσεων, εξοριών ή λόγω εγωισμών και επιλογών που κάνουμε κάποιες φορές στη ζωή μας οι άνθρωποι. Είναι μια στιγμή που προσπαθώ να αντιμετωπίσω αυτόν τον κόμπο και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Στην πρόβα, εκεί που ψάχνεις να βρεις το υλικό, αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο. Κάνουμε μια μεγάλη βουτιά για να δούμε μέχρι πού φτάνουμε. Η διαφορά στην παράσταση βέβαια είναι ότι οφείλω να βρω τον τρόπο να κρατήσω αυτό το συναίσθημα και ταυτόχρονα να μπορεί να βγει η φωνή μου.
–Ποια στοιχεία του ποντιακού πολιτισμού θεωρείς ότι αξίζουν μεγαλύτερης αναγνώρισης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Όλα. Δεν το λέω επειδή είμαι Πόντια. Αγαπώ πολύ την παράδοση. Θεωρώ ότι την έχουμε ανάγκη. Ένα πολύτιμο στοιχείο τού ποντιακού πολιτισμού είναι η διάλεκτος που έχει πολλά κοινά και με την κυπριακή. Είναι δύο όμορφες διάλεκτοι που βρίσκονται πιο κοντά στα αρχαία ελληνικά. Είναι σημαντικό να τις κρατήσουμε γιατί είναι πλούτος και γιατί η γλώσσα αναπτύσσει τον εγκέφαλο. Υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούν να σώσουν την ποντιακή διάλεκτο. Ένας φίλος Πόντιος τραγουδιστής συνηθίζει να λέει ότι κάποια στιγμή θα χαθεί, αλλά τουλάχιστον αυτό ας μη γίνει αμαχητί. Πέρα από τη γλώσσα, είναι τα έθιμα, οι μουσικές, η κουζίνα. Το πιο σημαντικό είναι η λαϊκή παράδοση στο σύνολό της, ανεξάρτητα από το αν αφορά τον Πόντο ή την Ήπειρο.
- INFO: «Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου», 26/3 Λευκωσία, Σατιρικό Θέατρο, 27/3 Λεμεσός, Δημοτικό Θέατρο Ύψωνα, 8.30μ.μ. Soldout Tickets/ καταστήματα Stephanis
Ελεύθερα, 23.3.2025