Στο φωτογραφικό / ποιητικό λεύκωμα με τίτλο «1/1000» η συγγραφέας Νάγια Ρούσου αντλεί ερεθίσματα από τις φωτογραφίες του γιου της Γιάννη και γράφει στίχους που συνοδεύουν την κάθε φωτογραφία. Οι δυο τους μιλούν γι’ αυτό τον πρωτότυπο διάλογο ανάμεσα στην εικόνα και τις λέξεις.

Γιατί δώσατε στο βιβλίο τον τίτλο «1/1000»;

Γιάννης Ρούσος: Ο τίτλος βγήκε από την έκφραση «μία εικόνα χίλιες λέξεις» η οποία χαρακτηρίζει το όλο έργο – ποίηση (λέξεις) οι οποίες ερμηνεύουν μια φωτογραφία (εικόνα). Επιπλέον, το 1/1000 είναι ρύθμιση ταχύτητας στις φωτογραφικές μηχανές. Ως εκ τούτου, με τον τίτλο αυτό δώσαμε διπλή ερμηνεία η οποία περιγράφει πλήρως το βιβλίο: Ποίηση γραμμένη για συγκεκριμένες φωτογραφίες.

Ποιο ήταν το έναυσμα γι’ αυτή τη σειρά φωτογραφιών;

Γ.Ρ.: Η φωτογραφία αποτελεί το χόμπι μου εδώ και αρκετά χρόνια, στα οποία έχω ασχοληθεί με ένα ευρύ φάσμα θεματολογίας: Φύση, μακροφωτογραφία, πορτρέτα, φωτογραφία δρόμου κ.ά. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή, η μητέρα μου μού παρουσίασε ποιήματα τα οποία έγραψε εμπνευσμένη από σκόρπιες φωτογραφίες μου (τότε βγάζαμε με φιλμ και τις τυπώναμε). Με την πάροδο του χρόνου της έδειχνα φωτογραφίες που είχα βγάλει, και έγραφε ποιήματα γι’ αυτές που την εμπνέαν. Ως εκ τούτου, αποφασίσαμε να εκδώσουμε ένα φωτογραφικό / ποιητικό λεύκωμα.

Κάθε φωτογραφία συνοδεύεται από τους στίχους της μητέρας σου; Τι σημαίνει για σένα αυτή η σύζευξη εικόνας και λογοτεχνίας;

Γ.Ρ.: Μια φωτογραφία δεν είναι απλώς μια εικόνα τη οποία βλέπουμε, αλλά τα αισθήματα που προκαλούνται και δημιουργούνται βλέποντας ή καλύτερα «διαβάζοντας» την εικόνα, έστω και υποσυνείδητα. Η μητέρα μου το ερμήνευσε λυρικά με τον δικό της τρόπο, και ως εκ τούτου δημιουργήθηκε μια συνέργεια η οποία δεν έχει αρχικό δημιουργό αλλά ένα διάλογο μεταξύ εικόνας και λέξεων. Γι’ αυτό στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου υπήρχε και παράλληλη έκθεση φωτογραφίας. Η επιτυχία της στη Λευκωσία μας ώθησε, μετά και από πρόσκληση, να την παρουσιάσουμε και στη Λάρνακα.

Τι είναι αυτό που σας άγγιξε στις φωτογραφίες του γιου σας Γιάννη Ρούσου;

Νάγια Ρούσου: Στην οπτική απεικόνιση – «φωτογράφιση» οι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα είναι διάφοροι – το φως, το χρώμα, η γωνία λήψεως, η κατάσταση και το μέγεθος του αντικειμένου, η σχέση του περιεχομένου της φωτογραφίας με την εικόνα του περιβάλλοντος, η προοπτική, η απόσταση λήψεως, η φόρτιση (ιστορική, παραδοσιακή, χρονολογική, χρωματική, λεκτική)  που καταθέτουν έμψυχα και άψυχα μπροστά στον φακό, και συνακόλουθα πια, ως σύλληψη,  μπροστά στον ερμηνευτή (ερμηνεύτρια) του φωτογραφούμενου περιεχομένου. Ο Γιάννης, ως καταρτισμένος φωτογράφος και ευαίσθητος δέκτης και αναλυτής των πιο πάνω, αποτύπωνε ενσυνείδητα κάποιες ιστορίες πίσω από μια εικόνα. Αυτή την εικόνα είδα, ως τηλεσκηνοθέτης και συνακολούθως ως ενεργή ποιήτρια στον κυπριακό χώρο.

Μια από τις τέσσερις ενότητες της έκδοσης, η «Καταγγελία», είναι αφιερωμένη στην περίκλειστη Αμμόχωστο. Προσπαθήσατε μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες να μιλήσετε για το «ασίγαστο τραύμα»;

Ν.Ρ.: Δεν προσπάθησα, μίλησα όπως μπορούσα για το «ασίγαστο τραύμα». Γι’ αυτό μιλά σπαρακτικά, επίμονα κι επίπονα η επαπειληθείσα, εγκαταληφθείσα και άλλοτε ευημερούσα ωραία Αμμόχωστος, χωρίς να την ακούει καμιά διεθνής δύναμη, γνώμη, οργανισμός, κράτος εδώ και μισό αιώνα.

Η διεργασία της ποιητικής γραφής είναι για σας μια πορεία αυτογνωσίας;

Ν.Ρ.: Θα ήταν παράξενο και περίεργο αν δεν ήταν. Δεν θα ’ταν αληθινή. Για να γράψω πρέπει να νιώσω. Στο προκείμενο έργο, καταθέτω όση αγάπη, πίκρα, οδύνη και οργή νιώθω, έχοντας ζήσει μια ζωή με τη φύση, με τους ανθρώπους, με την κληρονομιά και με το επονείδιστο τραύμα της τουρκικής εισβολής που το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει και δεν τιμωρεί, γιατί είναι ο τόπος μικρός, ωραίος, αδύναμος.

Yπάρχει ανταπόκριση από το κοινό για το έργο των ποιητών;

Ν.Ρ.: Υπάρχει περιορισμένη ανταπόκριση από τους φίλους και τους γνωστούς οι οποίοι μπορεί να σε διαβάσουν.  Κατά τα άλλα, εφόσον κωφεύουν τα επίσημα όργανα του κράτους – Υπουργείο Παιδείας και Υφυπουργείο Πολιτισμού σε θέματα λογοτεχνικών (ποιητικών) εκδόσεων, ανταποκρινόμενοι με κάποιες σκόρπιες ενέργειες όπως είναι βασικά τα Λογοτεχνικά Βραβεία και πολλοί ποιητές εκδίδουν το έργο τους με προσωπικά έξοδα, χωρίς να έχουν τον χρόνο και τα μέσα να κυκλοφορήσουν τη δουλειά τους, η αγάπη και η διάδοση της Λογοτεχνίας βασίζεται πάνω στους ιδιωτικούς πολιτιστικούς ομίλους, στους οποίους προσωπικά εντάσσομαι και προσφέρω  εδώ και εξήντα περίπου χρόνια, προσφέροντας όπως μπορώ.

Ποιοι ποιητές υπήρξαν σημείο αναφοράς για σας;

Ν.Ρ.: Διαβάζω Λογοτεχνία από τα μαθητικά μου χρόνια.  Όντας μαθήτρια σε Αμερικανικό σχολείο, διάβαζα με πολλή αγάπη τα βιβλία της αδελφής μου που φοιτούσε σε Λύκειο. Επίσης διάβαζα με πολλή αγάπη το Τετράδιο της, στο οποίο αντίγραφε ποιήματα γνωστών Ελλήνων λογοτεχνών.  Μυρτώτισσα, Βάρναλης, Παλαμάς, Σικελιανός, …. Όταν πια άρχισα να δανείζομαι βιβλία από τη Βιβλιοθήκη του σχολείου και μετακόλουθα να εργάζομαι και ν’ αγοράζω, συνάντησα φυσικά τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη.  Τους δε Άγγλους ποιητές – Σιέκσπηρ, Τσιώσερ, Μίλτων, Έλιοτ, Γουέρτσσγουερθ….τους γνώρισα προετοιμαζόμενη για τις προχωρημένες εξετάσεις της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο επίπεδο του G.C.E.  Ίσως εδώ πρέπει να προσθέσω την διαχρονική αγάπη μου για το βιβλίο, έχοντας – με τον αείμνηστο σύζυγο μου – δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη με 3 χιλιάδες περίπου  βιβλία λογοτεχνικά, μουσικής και ΜΜΕ – δωρίζοντας δε από τα τελευταία, κάπου 250 στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Λευκωσίας στο οποίο δίδαξα 17 χρόνια.

Για 12 χρόνια  – 1964-1977 –  διατηρούσα προσωπική στήλη στην εφημερίδα «Κύπρος», παρουσιάζοντας  Κυπριακές λογοτεχνικές εκδόσεις μεταξύ άλλων πολλών θεμάτων.  Όλα αυτά τα άρθρα δε – κάπου 500 συνολικά  – έχουν ψηφιοποιηθεί από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και βρίσκονται σε  ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου.

Πάντοτε βέβαια διαβάζω τη σύγχρονη ποίηση, όπως μπορώ, Κυπριακή και ξένη. Η ποίηση δεν είναι τροφή για το συναίσθημα.  Είναι μοχλός κινητήριος για τη φωτεινή ψυχική λειτουργία του ανθρώπου.  Αποτελεί μια άυλη ευλογία  με διαφορετικούς τρόπους και μέτρα και για τους δημιουργούς και για τους δέκτες. 

Η ζωή χωρίς την Ποίηση και την Τέχνη γενικώτερα μπορεί και να μας στερεί την εσώτερη αυτογνωσία και την λειτουργία της λεπτοφυέστερης ψυχικής μας υπόστασης.

Ελεύθερα 16.3.2025