Ο ιδρυτής του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου επισημαίνει ότι η τέχνη δεν υπάρχει στο κενό, αλλά εξελίσσεται με το χρόνο και το συγκείμενο.

Προσγειώθηκε, σχεδόν ουρανοκατέβατος, στην κυπριακή πολιτιστική πραγματικότητα και μέσα σε λίγους μήνες ίδρυσε, το 2024, το Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου (CITF). Ήδη από την πρώτη χρονιά τάραξε τα νερά και προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις, σε σχέση τόσο με την έλευση διάσημων καλλιτεχνών όσο για τις προθέσεις του ή την τιμολογιακή του πολιτική. Το σίγουρο είναι ότι αποκάλυψε, αν μη τι άλλο, το πρόσωπο ενός ανθρώπου με όραμα και αποφασιστικότητα για να βάλει την υπογραφή του στην εγχώρια πολιτιστική σκηνή. Ο Αλεξάντερ Βάινσταϊν συστήνεται στο κυπριακό κοινό, φανερώνει τη φιλοσοφία του και την επίδραση που φιλοδοξεί να έχει, όπως και τις αντιφάσεις που προκύπτουν στο διάβα του. Δεν αποφεύγει επίσης να αναφερθεί στο φλέγον ζήτημα της συμμετοχής του Γιαν Φαμπρ στη φετινή 2η διοργάνωση, που τις τελευταίες μέρες έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις και συζητήσεις.

Με λένε Αλεξάντερ, έχω ελληνικό όνομα και έκανα τεστ DNA που έδειξε ότι είμαι κατά 1,8% Έλληνας (γέλια). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαστε όλοι μια μίξη και βρίσκω παράλογο στις μέρες μας να δίνουμε τόσο βάρος στην εθνικότητα και σε ζητήματα που δεν έχουν μεγάλη σημασία. Αυτό που μετρά είναι τι κάνει κάποιος στη ζωή του κι όχι από πού κρατά η σκούφια του. Αν και δευτερεύον, η δική μου κρατά από την Αγία Πετρούπολη. Είναι μια ξεχωριστή πόλη, με πανέμορφο ιστορικό τοπίο, που προσφέρει στους ευαίσθητους ανθρώπους άφθονη έμπνευση για να δημιουργήσουν. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τα πράγματα για την οικογένειά μου ήταν διαφορετικά σε σχέση με άλλες οικογένειες στη Ρωσία που συρρικνώθηκαν και προέκυψαν πολλοί μοναχικοί άνθρωποι. Σ’ εμάς, οι συνάξεις θύμιζαν ελληνικές συνεστιάσεις σε μεσογειακή ατμόσφαιρα. Τα παιδικά μου χρόνια κύλησαν γεμάτα μαζώξεις με διάφορες αφορμές. Γύρω από το τραπέζι έβλεπες ένα μωσαϊκό ανθρώπων, που καθόρισε το ποιος είμαι.

Όταν είσαι παιδί, όλος ο κόσμος σου είναι ό,τι υπάρχει γύρω σου. Οι γονείς, τα αδέρφια- αν έχεις· εγώ έχω έναν αδελφό. Και η ευρύτερη οικογένεια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν καλλιεργημένοι, πολλοί διέπρεψαν στον τομέα τους. Ο παππούς μου ήταν γνωστός μαέστρος στη Σοβιετική Ένωση. Στην οικογένεια έχουμε επίσης έναν διακεκριμένο γιατρό, έναν διάσημο ποδοσφαιρικό σχολιαστή, έναν πρύτανη σε μεγάλο πανεπιστήμιο. Με ό,τι κι αν καταπιάνονταν, κατάφερναν να διακριθούν, είτε ήταν μια επιχείρηση είτε ένα αξίωμα. Το κλίμα αυτό δεν μου άφησε πολλά περιθώρια. Έπρεπε κι εγώ να καταπιαστώ με κάτι όπου έπρεπε να διακριθώ.

Ταυτόχρονα, ήμουν ποιητικός ως χαρακτήρας. Ένιωθα έντονα τη σύνδεση με την πιο ευαίσθητη πλευρά της ζωής. Ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι θετικές επιστήμες. Διάβαζα πολύ λογοτεχνία, «απορροφούσα» την ποίηση και απομνημόνευα ολόκληρα ποιήματα. Κάπως έτσι, στην ηλικία των 23 ετών, συνειδητοποίησα ότι το θέατρο είναι το πεδίο που ενώνει όλες τις τέχνες. Αν επισκεφτείς το Ερμιτάζ με τους υπέροχους πίνακες, δεν υπάρχει αλληλεπίδραση. Είναι μια μονοδιάστατη εμπειρία. Το ίδιο ισχύει και με τη λογοτεχνία: διαβάζεις, συζητάς, αλλά κάτι λείπει. Όταν ανακάλυψα το θέατρο, ένιωσα ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Ήξερα ότι ποτέ δεν θα βαριόμουν. 

Ολοκλήρωσα το πτυχίο μου στα οικονομικά στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας περάσει και δύο εξάμηνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήμουν επηρεασμένος από το διεθνές κλίμα στην αυγή της νέας χιλιετίας. Υπήρχε μια αίσθηση ελευθερίας, αλληλεπίδρασης. Πολλοί άνθρωποι ταξίδευαν, εξερευνούσαν τον κόσμο. Κάποια στιγμή, προσγειώθηκα στην πραγματικότητα και συνειδητοποίησα ότι αγαπώ τη λογοτεχνία, τις τέχνες και γνωρίζω οικονομικά. Τότε εμπνεύστηκα από μια ομάδα νεαρών αποφοίτων της Ακαδημίας Θεατρικών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, το πώς περνούσαν τον χρόνο τους, την προετοιμασία των παραστάσεων, τον τρόπο που λειτουργούσε εκείνος ο μικρόκοσμος. Εκείνο το «χάος» με παρότρυνε να καταλήξω ότι θέλω να δώσω δομή σ’ αυτόν τον χώρο. Αυτό με οδήγησε να κάνω μεταπτυχιακό στις θεατρικές σπουδές στο Κέντρο Μέγερχολντ. Δεν θα μπορούσα να είμαι ηθοποιός, ούτε ονειρεύτηκα να γίνω καλλιτέχνης. Για μένα, τέχνη είναι η δημιουργία ενός πρότζεκτ. Μ’ αρέσει να χτίζω το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι καλλιτέχνες μπορούν να δημιουργούν. Είναι κι αυτό, με κάποιον τρόπο, μια μορφή τέχνης.

Το 2018 πήρα υποτροφία Fulbright, που μ’ έφερε ξανά για έναν χρόνο στις ΗΠΑ, ουσιαστικά για να διδάξω καλλιτεχνική διαχείριση. Άλλαξα αρκετά πανεπιστήμια: από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, το Μπέρκλεϊ, το Πανεπιστήμιο της Χαβάης στη Μανόα, μέχρι το Ορλάντο. Στις ΗΠΑ συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι κάπου στο ενδιάμεσο. Εκεί είδα ότι αντιμετωπίζουν ως μορφή τέχνης και την επιχειρηματικότητα, δηλαδή κάτι όπου πρέπει συνεχώς να επινοείς για να κάνεις τα πράγματα να λειτουργούν.

© Γιώργος Σαββινίδης

Στην πραγματικότητα, ήδη από το 2014 είχαμε αρχίσει να κοιτάμε αλλού. Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, μετακομίσαμε από το 2014 έως το 2017 στη Φινλανδία. Προσπάθησα να χτίσω εκεί τη ζωή μου. Κάναμε πρεμιέρες στο Svenska Teatern, το μεγαλύτερο θέατρο στο Ελσίνκι, όπου έτρεξα το πολιτιστικό κέντρο Korjaamo. Όμως, η Φινλανδία είναι ένα ιδιαίτερο μέρος. Κάποιοι βρίσκουν εκεί την ευτυχία, κάποιοι όχι. Κι αν είναι «όχι», δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Άτομα του προσωπικού μου περιβάλλοντος δεν ήταν κι αυτός ήταν ο λόγος που μας οδήγησε το 2018 στην Αμερική. Έπειτα, αποφασίσαμε να μην επιστρέψουμε στη Φινλανδία. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι τελικά δεν έχει να κάνει με τον τόπο, αλλά με το τι κάνεις για να είσαι χαρούμενος. Να βρεις τη στιγμή στη ζωή σου όπου μπορείς να κάνεις αυτό που αγαπάς και να έχει κάποιο νόημα. 

Η εισβολή στην Ουκρανία το 2022 ήταν πολύ δυσάρεστη για την οικογένειά μου. Αποφασίσαμε όλοι μαζί- ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδερφός μου με την οικογένειά του- να φύγουμε για το Ισραήλ. Είμαστε κατά το ήμισυ Εβραίοι, αλλά δεν είχαμε ζήσει ποτέ εκεί ούτε γνωρίζαμε πολλά. Βρήκαμε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι εκτιμούν και απολαμβάνουν κάθε μέρα της ζωής τους, σαν να είναι η τελευταία. Φυτεύουν δέντρα, χορεύουν στους δρόμους, εκφράζονται ελεύθερα. Είναι ενδιαφέροντες μέσα στην πολυπλοκότητά τους. Όμως, τον Οκτώβριο του 2023, ξέσπασε άλλος ένας πόλεμος και η επιστροφή στη Ρωσία δεν αποτελούσε επιλογή. Κάπως έτσι ήρθαμε προσωρινά στην Κύπρο, που επίσης δεν είχα ξαναβρεθεί. Είναι πολύ κοντά στο Ισραήλ και θεωρούσαμε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα και θα επιστρέφαμε. Όμως, πέρασε μία εβδομάδα, δεύτερη, τρίτη και δεν τελείωνε. Πάνω στον μήνα, άρχισα να νιώθω ότι πλέον δεν υπήρχε λόγος να επιστρέψω. Έχοντας φύγει μακριά από δύο πολέμους, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να ξέρω τι θα συμβεί αύριο, οπότε πρέπει να κάνω κάτι που περνά από το δικό μου χέρι. Δεν είμαι πολεμιστής. Το μόνο που ξέρω να κάνω είναι να δημιουργώ. Έτσι αποφάσισα να φτιάξω ένα φεστιβάλ- μια ειρηνική διοργάνωση που θα συγκεντρώνει καλλιτέχνες με διαφορετικά υπόβαθρα.

Η γεφύρωση του κοινωνικο-πολιτιστικού χάσματος μεταξύ της ελληνόφωνης και της ρωσόφωνης κοινότητας είναι ένας από τους στόχους μας. Νομίζω ότι η Κύπρος ευνοεί τη συνύπαρξη, αλλά όχι την ένωση. Επιτρέπει σε ανθρώπους από διαφορετικές κοινότητες να συμβιώνουν και να συνυπάρχουν, χωρίς να τους ενώνει. Στην πραγματικότητα, δεν αλληλεπιδρούν. Εκτός αν είναι ζευγάρια, ή αν υπάρχει κάποια επιχειρηματική σχέση. Tο μόνο μέρος όπου όλοι συναντιούνται είναι τα εμπορικά κέντρα. Η ιδέα του φεστιβάλ είναι βασικά να φέρει κοντά τις κοινότητες, ώστε να απολαύσουν μαζί τον πολιτισμό.

Την πρώτη μας χρονιά διοργανώσαμε εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να προσελκύσουν τους πάντες, Κύπριους, Ρώσους, Βρετανούς, όπως αυτή με τον Μάλκοβιτς. Μέσω της συνεργασίας με τον Κύπριο δημιουργό Πάρι Ερωτοκρίτου, τουλάχιστον πετύχαμε τον στόχο να φέρουμε τη ρωσική κοινότητα σε μια κυπριακή παραγωγή. Περιλαμβάνουμε και φέτος παραστάσεις από ντόπιους σκηνοθέτες. Θα ήθελα να κάναμε περισσότερα, αλλά αισθάνομαι ότι ακόμα δεν έχουμε διατυπώσει αρκετά καθαρά στην τοπική καλλιτεχνική κοινότητα το όραμά μας. Επιδιώκουμε να έχουμε παραστάσεις με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια. Φαίνεται ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των μη ελληνόφωνων είναι ότι δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα. Προσπαθούμε να ευνοήσουμε συνεργασίες με ντόπιους καλλιτέχνες και νομίζω πως- όχι φέτος, αλλά από του χρόνου- θα καταφέρουμε να παρουσιάσουμε περισσότερες προτάσεις ευνόητες σε όλους.

Ο Αλεξάντερ Βάινσταϊν με τον Τζον Μάλκοβιτς στην ανοιχτή συζήτηση που πραγματοποιήθηκε πέρσι στο πλαίσιο του CITF.

Δεν μ’ αρέσει που οι άνθρωποι αναφέρονται στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» λες και είναι αδύναμο σημείο. Εγώ τη θεωρώ δύναμη. Οι καλές πρωτοβουλίες γεννιούνται από τα άτομα. Κι αν ένα κράτος είναι έξυπνο, τις αναγνωρίζει και τις στηρίζει ώστε ν’ αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν. Είναι νωρίς για να διεκδικήσουμε οποιασδήποτε μορφής κρατική επιχορήγηση. Τυπικά, δεν έχουμε αποδείξει ακόμη ότι εφαρμόζουμε ένα αξιόπιστο επιχειρηματικό μοντέλο. Το πρώτο φεστιβάλ είχε ικανοποιητική προσέλευση, πουλήσαμε 5,5 χιλιάδες εισιτήρια και θεωρώ ότι παρουσιάσαμε αξιόλογες παραστάσεις. Όμως, έτσι κι αλλιώς οι κατευθυντήριες γραμμές του χορηγικού προγράμματος υποστηρίζουν μόνο διοργανώσεις που λειτουργούν πάνω από δύο χρόνια. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα ενώσουμε δυνάμεις κι αυτό είναι κάτι που πραγματικά επιθυμώ. Δεν θέλω να κάνω ένα φεστιβάλ μόνος μου, αλλά να το φέρω κοντά την κοινότητα. Θα ήθελα, λ.χ. το ΔΣ του CITF κάποια στιγμή να στελεχωθεί με σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο του πολιτισμού. Η Κύπρος είναι αρκετά μικρή. Και πιστεύω ότι πολλά πράγματα που μοιάζουν με ανυπέρβλητα εμπόδια τελικά λύνονται. Δεν έχουμε ακόμη καθιερωθεί. Προς το παρόν, προσπαθούμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη και να εξοικειώσουμε το κοινό μ’ αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε.

Καταλαβαίνω τι μπορεί να μην άρεσε στους Κύπριους πέρυσι και φέτος προσπαθούμε να το αλλάξουμε. Κάποιοι είδαν «ρωσικές» τιμές στα εισιτήρια παραστάσεων όπως αυτή του Μάλκοβιτς και θεώρησαν ότι το φεστιβάλ είναι απρόσιτο και απευθύνεται στην «ελίτ». Αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν κάναμε σωστά επικοινωνιακά, αλλά δεν μπορείς να τα κάνεις όλα σωστά με την πρώτη. Πάντως, το πολυσυζητημένο «Festival Ticket» σκοπεύω να το κρατήσω. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν πραγματικά να πληρώσουν χρήματα για να έχουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες. Από την άλλη, θα έχουμε ένα είδος φθηνότερου γενικού εισιτηρίου. Ναι, το «Festival Ticket» δεν είναι για όλους. Όπως υπάρχουν αυτοκίνητα, καταστήματα, εστιατόρια, θέσεις στο αεροπλάνο που δεν είναι για όλους, έτσι υπάρχουν και θεατρικά εισιτήρια. Προσπαθούμε να εξυπηρετήσουμε όλες τις ανάγκες και όλες τις κοινότητες. Αν έρθεις με τα παιδιά σου, έχεις έκπτωση. Αν είσαι μέρος της καλλιτεχνικής κοινότητας, επίσης. Αν είσαι πολύ πλούσιος και επιθυμείς ειδική φροντίδα, υπάρχει τιμή και γι’ αυτό. Είναι παραγωγές ακριβές, με ειδικές απαιτήσεις και προδιαγραφές κι εμείς δεν λαμβάνουμε επιχορήγηση. Πρέπει να καλύψουμε όλα τα έξοδα με τα έσοδά μας και να είμαστε έξυπνοι στη διαχείριση του προϋπολογισμού, διότι αν δεν πουλήσουμε εισιτήρια, δεν θα μπορέσουμε να πληρώσουμε. Και μετά τετέλεσται… 

Εκτιμώ ότι η θεατρική σκηνή της Κύπρου είναι πολύ καλή. Ως επαγγελματίας του θεάτρου παρακολουθώ παραστάσεις, ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Έχω δει πολλές καλές παραγωγές με τη σκέψη, συν τοις άλλοις, να προσκαλέσω κάποιον δημιουργό να συνεργαστούμε. Φέτος, λ.χ. συνεργαζόμαστε με τη λαμπρή σκηνοθέτρια Μαρία Κυριάκου. Πέρα από τη βασική στρατηγική μας, που είναι να συμπεριλάβουμε την Κύπρο στο διεθνές δίκτυο καλλιτεχνών υψηλού επιπέδου, ένας από τους στόχους μας είναι να δώσουμε διεθνή ορατότητα στους Κύπριους σκηνοθέτες.

Η φετινή μας θεματική είναι «Fragments of who we are» (Θραύσματα του ποιοι είμαστε). Συχνά έχουμε μια αντίληψη για τον εαυτό μας, αλλά οι περιστάσεις αλλάζουν και χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούμε. Αν ήμουν θεατής και έβλεπα όλες τις παραγωγές με τη σειρά, σίγουρα θα ανασυγκροτούσα την αντίληψη για την ίδια μου την ταυτότητα. Αυτό είναι που θέλουμε να πετύχουμε. Θα περιγράψω το φετινό αφήγημα. Ξεκινάμε με τον Γιαν Φαμπρ, έναν σημαντικό σκηνοθέτη και εικαστικό καλλιτέχνη, γύρω από το όνομα του οποίου ξέσπασε πρόσφατα ένα μεγάλο σκάνδαλο. Επιστρέφει μ’ ένα κείμενο που έγραψε το 1988 κι έχει τίτλο «Είμαι ένα λάθος». Παρουσιάζουμε τη διεθνή της πρεμιέρα στο φεστιβάλ μας. Μέχρι στιγμής έχει παρουσιαστεί μόνο στο Βέλγιο. Το σκεπτικό είναι ότι για να εξερευνήσουμε ποιοι είμαστε πρώτο βήμα είναι παραδεχτούμε πως, βασικά, είμαστε ένα λάθος, μια σύμπτωση. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουμε.

Μετά έχουμε ένα έργο με τίτλο «Θεία Κωμωδία» από τους No Gravity, ένα ιταλικό σχήμα που συνδυάζει θέατρο και τσίρκο. Αφού δέχεσαι ότι είσαι ένα λάθος, πρέπει μετά με κάποιο τρόπο να ανασυνθέσεις τον εαυτό σου. Έτσι ξεκινά ένα ταξίδι από την κόλαση στον παράδεισο για να αποδείξεις πως έχεις το δικαίωμα να υπάρχεις. Και αφού «γεννηθείς» πρέπει να γνωρίζεις τι είδους κόσμος σε περιβάλλει. Ακολουθεί η μόνη ρωσόφωνη παραγωγή «The Healing», από το θέατρο Vaba Lava της Εσθονίας, με δύο σπουδαίες Ρωσίδες ηθοποιούς και αντιφρονούσες, την Τσουλπάν Χαμάτοβα και την Γιούλια Άουγκ.

© Γιώργος Σαββινίδης

Η τέχνη δεν είναι επιχείρηση. Πολλοί δεν την αντιλαμβάνονται ως κάτι ενδιαφέρον, επειδή δεν είναι προσοδοφόρα. Στο δικό μου μυαλό είναι ένα είδος σύνθεσης. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις ένα φεστιβάλ χωρίς κοινό. Χρειάζεται χρόνος για να συγκεντρώσεις μια κοινότητα γύρω σου. Δεν επιτεύχθηκε αυτό με 3000 ακόλουθους στο Instagram ή όσους αγόρασαν εισιτήρια πέρσι. Δεν αισθάνομαι τον παλμό μιας κοινότητας. Και την ξέρω καλά αυτή την αίσθηση. Χρειάζεται χρόνος για να χτιστεί και όχι μόνο εντός της ρωσικής ή της κυπριακής κοινότητας, αλλά μιας ενιαίας. Θέλουμε να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά. Διαφορετικά, το φεστιβάλ δεν έχει λόγο να συνεχιστεί. Ένας ακόμη στόχος είναι η δημιουργία «σχολής θεατών». Όχι για να διδάσκει στο κοινό πώς να παρακολουθεί, αλλά να πηγαίνει στο θέατρο και να συζητά. Το μεγάλο στοίχημα είναι να κάνουμε τον κόσμο να έρχεται στο θέατρο νωρίτερα και να φεύγει αργότερα. Να είναι ένα πεδίο συναναστροφής.

Η πραγματική φιλοδοξία είναι να κάνουμε την Κύπρο θεατρικό προορισμό. Να έρχονται από το εξωτερικό για να βλέπουν εδώ παραστάσεις. Να μπορούμε να απολαύσουμε σε πέντε χρόνια την πρεμιέρα μιας παραγωγής της Μαρίας Κυριακού με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς. Να έρχονται για τον σκοπό αυτό πολιτιστικοί τουρίστες εκτός θερινής σεζόν και να βλέπουμε σκηνοθέτες και ηθοποιούς από την Κύπρο να συνεργάζονται με διεθνή ονόματα σε εγχώριες παραγωγές. Θα ήθελα να μεταβούμε στο στάδιο όπου αντί να φιλοξενούμε περιοδεύουσες παραγωγές να κάνουμε δικές μας. Να παρουσιάζουμε ένα πρόγραμμα γεμάτο με παγκόσμιες πρεμιέρες.

Αυτό που είπα πέρσι, «να κάνουμε την Κύπρο Αβινιόν» ακούστηκε υπερφίαλο. Ωραία, ας ξεχάσουμε το Φεστιβάλ της Αβινιόν που έχει πάνω από 75 χρόνια ιστορίας- παρόλο που κανείς δεν φανταζόταν το 1947 ότι μια μέρα θα γινόταν η κορυφαία θεατρική διοργάνωση στον κόσμο. Ας δούμε το Φεστιβάλ του Σιμπίου, που είναι μόλις 30 ετών και σήμερα είναι κορυφαίο γεγονός στη διεθνή ατζέντα. Ο κόσμος εισρέει για να δει πρεμιέρες και να διαπιστώσει τα νέα ρεύματα. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για υπερβάλλουσα αισιοδοξία. Πού υστερεί η Κύπρος, δηλαδή; Πραγματικά πιστεύω ότι μπορούμε να πετύχουμε κάτι ανάλογο. Σ’ έναν ασταθή κόσμο και μια ακόμη πιο ασταθή περιοχή, είναι πυλώνας σταθερότητας με πολλά γεωγραφικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα. Υπάρχει μεγάλη δυναμική και αναξιοποίητη ισχύς.

Είμαστε κάθετα αντίθετοι και καταδικάζουμε την παρενόχληση, την κακοποίηση και οποιαδήποτε μορφή βίας. Ταυτόχρονα, όμως απορρίπτουμε την ιδέα ότι η ακύρωση καλλιτεχνών ως αντίδραση στις αμφισβητήσεις είναι η μόνη λύση. Το φεστιβάλ δεν προσκαλεί καλλιτέχνες για να τους υποστηρίξει προσωπικά, αλλά για να εμπλακεί κριτικά με το έργο τους. Οι έντονες αντιδράσεις που αντιμετωπίσαμε- συμπεριλαμβανομένων ακυρώσεων και απόσυρσης χώρων- αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Θα πρέπει να εξαλείψουμε εντελώς τους καλλιτέχνες ή να δημιουργήσουμε χώρο για κριτική εμπλοκή; Πιστεύουμε ότι αυτές οι δύσκολες συζητήσεις πρέπει να συμβαδίζουν ανοιχτά και να μην καταπνίγονται.

Η κουλτούρα της ακύρωσης μπορεί να αποτελεί τόσο μορφή ανάληψης ευθύνης όσο και μορφή λογοκρισίας. Ενώ έχει ενισχύσει περιθωριοποιημένες φωνές, δύναται επίσης να αποτρέψει την ουσιαστική συζήτηση, με την αναγωγή πολύπλοκων ζητημάτων σε απόλυτες κρίσεις. Πιστεύουμε στην υπευθυνότητα, αλλά πιστεύουμε επίσης ότι η τέχνη δεν πρέπει να διαγράφεται εξαιτίας των προσωπικών αστοχιών του καλλιτέχνη. Η ιστορία δείχνει ότι δύσκολα ή ακόμα και αμφιλεγόμενα έργα έχουν συνεισφέρει στην πολιτιστική πρόοδο.

Δεν το λέω αυτό μόνο ως αφηρημένη πεποίθηση, αλλά από προσωπική εμπειρία. Μεγάλωσα σε μια χώρα όπου η κουλτούρα ακύρωσης αποτελούσε κρατική πολιτική για πάνω από 70 χρόνια. Καλλιτέχνες, ποιητές, μουσικοί και συγγραφείς εξαφανίστηκαν από τη δημόσια ζωή επειδή θεωρούνταν πολιτικά ή ηθικά επικίνδυνοι. Η κοινωνία πίστευε ότι είχαν διαπράξει αδικαιολόγητες πράξεις. Τα βιβλία τους αποσύρθηκαν από τα ράφια, τα ονόματά τους διαγράφηκαν από την ιστορία και η τέχνη τους απαγορεύτηκε. Μόνο μετά την Περεστρόικα ανακαλύψαμε ξανά προσωπικότητες όπως ο Ροστρόποβιτς, η Βισνιέφσκαγια, ο Μπαρίσνικοφ, ο Μπρόντσκι, ο Κοντράσιν και τόσοι άλλοι της νέας γενιάς όπως ο Σερεμπρένικοφ, ο Μπουτούσοφ, ο Βιριπάγιεφ. Έχω δει από πρώτο χέρι πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η πολιτιστική διαγραφή. Δεν αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά αφαιρεί φωνές και αφήνει απλά ένα κενό εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει ο διάλογος. Γι’ αυτό προσωπικά δυσπιστώ βαθιά με την ακυρωτική κουλτούρα. Το φεστιβάλ μας δεσμεύεται στον ανοιχτό διάλογο- χωρίς να δικαιολογεί τη βλάβη, αλλά και χωρίς να καταπνίγει τη συζήτηση. Έχοντας βιώσει την πολιτιστική εξάλειψη και στο πετσί μου- όπου απλά η κατοχή ρωσικού διαβατηρίου περιορίζει βασικές ελευθερίες- αντιτίθεμαι σφόδρα στην κουλτούρα ακύρωσης.

Αναγνωρίζω ότι για ορισμένους είναι αδύνατη η διάκριση ανάμεσα στην τέχνη και τον καλλιτέχνη και σεβόμαστε αυτήν την άποψη. Το «Io sono un errore» γράφτηκε το 1988, πολύ πριν τις αμφισβητήσεις γύρω από τον Φάμπρ. Ενώ το έργο αποκτά νέα νοήματα σήμερα, πιστεύουμε ότι το κοινό θα πρέπει να έχει την ελευθερία να το προσεγγίσει κριτικά. Κάποιοι μπορεί να το δουν ως αυτοκριτική, άλλοι ως αποφυγή- ισχύουν και τα δύο. Η τέχνη δεν υπάρχει στο κενό- εξελίσσεται με το χρόνο και το συγκείμενο. Δεν περιμένουμε από το κοινό να αποδεχτεί ή να απορρίψει στα τυφλά, αλλά να εμπλακεί με τους δικούς του όρους. Ο ρόλος μας δεν είναι να επιβάλουμε μια απάντηση, αλλά να προσφέρουμε έναν χώρο όπου το κοινό μπορεί να αναστοχαστεί, να αμφισβητήσει και να διαμορφώσει τα δικά του συμπεράσματα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΑΡΘΡΟ ΓΝΩΜΗΣ: Μια άκυρη συζήτηση

* Η συνέντευξη ετοιμάστηκε πριν την ανακοίνωση αποχώρησης της κυπριακής ομάδας A Vendre από το φεστιβάλ.

Ελεύθερα, 9.3.2025