Ποιητική θύμηση με αφορμή την έκδοση και παρουσίαση του βιβλίου του Χρύσανθου Χρυσάνθου «Μιχάλης Πασιαρδής – ο ποιητής των στοχασμών», που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 5/3 στις 19:00, στην Δημοσιογραφική Εστία. 

Καθόταν κάθε βράδυ στο τραπεζάκι με τις δύο καρέκλες μπροστά από την καντίνα του ΡΙΚ, με ατσαλάκωτο το πουκάμισό του, σιδερωμένο παντελόνι και γραβάτα, ξυρισμένος πάντα, παρακολουθώντας τις ειδήσεις της ΕΡΤ – επίσημη η ώρα των εννέα. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα που έχω στο μυαλό μου από εκείνον. Στο τραπέζι είχε πάντα κοντά του χαμηλό ποτήρι με ουίσκι -χωρίς πάγο- ή ζιβανία, ψιλοκομμένο αγγουράκι, κομματάκια από χαλλούμι και μερικές φέτες ψημένο ψωμί, ίσως και λίγο ρόστο – «θέλεις να σε κεράσω ένα ποτήρι να ζεσταθείς;». Κάπνιζε την πίπα του, την άναβε ξανά, φυσούσε τον καπνό, την άναβε πάλι, κοιτιόμασταν μα δεν μιλούσε, στο τέλος μία είδηση για το κυπριακό, κάποιες «συνομιλίες» και «αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα», άλλη μία ρουφηξιά στη σύνδεση με τον ανταποκριτή του κρατικού καναλιού της Ελλάδας – ήταν η στιγμή που δεν ήθελε πολλές κουβέντες για να ακούσει τι θα λεχθεί, μήπως και πιαστεί απ’ την ελπίδα που πότε πότε αχνοφαινόταν σε κάποια στροφή. «Θα γίνει τίποτε με το Κυπριακό, κύριε Πασιαρδή;». Άλλο ένα ποτήρι. 

«Υπεραγαπώ την Κύπρο! Και θεωρώ ότι είναι ήπειρος πολιτισμού. Διότι είναι αυτή που κανάλιασε με τον πλέον σοφό και υπομονετικό τρόπο όλες τις γεύσεις της Ανατολής – τις εκλογίκευσε και τις έστειλε έτοιμες προς τη Δύση. Η Ευρώπη έχει ιδιαίτερη ευθύνη προς την Κύπρο. Διότι είναι το μοναδικό μπαλκόνι της προς Ανατολάς. Κι έπρεπε να είναι υπερήφανη η Ευρώπη για την Κύπρο! Και να τη στηρίζει ολόθερμα και ολόψυχα {…} Μα, κοιτάξτε μόνο το γεωγραφικό της σχήμα… Δεν είναι σαν μουσικό όργανο; Της περνάς χορδές, κι αμέσως βγάζεις ήχο… Το πρωταρχικό μου είναι η αγάπη μου για τον τόπο μου! Στον οποίο άξιζε καλύτερη τύχη. Κρίμα γι’ αυτό που συνέβηκε και γι’ αυτό που συμβαίνει {…} Ο Κύπριος, ως άνθρωπος, είναι ένα στιβαρό πλάσμα που άντεξε αιώνες χωρίς ούτε να αλλοιωθεί ούτε να αλλοτριωθεί. Όμως οι νεότεροι καιροί τού έχουν προκαλέσει μία διασάλευση. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το φαινόμενο είναι παροδικό, υπόθεση κάποιων τωρινών χρόνων και σιγά σιγά θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας, θα επανακουμπήσουμε στην ιθαγένειά μας, την οποία έχουμε προσωρινά καταχωνιάσει. Νομίζω πως το χρήμα, η απληστία και μια τάση επίδειξης, έπαιξαν σημαντικά ρόλο κακού οδηγού σ’ αυτή την υπόθεση».

Όταν άκουγε κάτι για την Κύπρο, ο Μιχάλης Πασιαρδής πάντοτε βούρκωνε -δεν το ‘χα συναντήσει ποτέ αυτό, σε άνθρωπο κανέναν- κι αν ξεκινούσε να μιλά κιόλας για εκείνην άρχιζε να δακρύζει – «γιατί κλαίτε, κύριε Πασιαρδή;».

Ο ίδιος δεν το εξηγούσε ποτέ – δεν ήθελε ίσως, ως κάτι πιο βαθύ που δεν θα αποτύπωναν οι λέξεις αν και «μάστοράς» τους, κάτι εσωτερικό, κάτι που έφερε το νησί και που μόνο εκείνος το «έβλεπε», έτσι όπως τον είχα δει κι άλλες φορές βυθισμένο στις σκέψεις του με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα, στο «Αιγαίον», μαζί με τον Βάσο Φτωχόπουλο (εκεί όπου κάποτε είχε χορέψει μόνος ένα βαλς, όπως μου είχε αφηγηθεί ο συμπορευτής του στα χρόνια μιας άλλης παρέας, Σταύρος Χριστοδούλου), στην ταβέρνα του Κυριάκου, στην Παλλουριώτισσα -μόνος στο τραπέζι πάντα, αλλά όχι μονάχος του-, σε ένα μικρό καφενεδάκι κοντά στο σπίτι του και στο καθαριστήριο της Δασούπολης όπου πήγαινε τα ρούχα του, η Κύπρος ήταν πάντα το ανεπούλωτο τραύμα εντός του. 

«Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα σημαντικός. Απολύτως ποτέ. Αισθάνομαι μία πλήρη ισοτιμία με τους άλλους και θεωρώ τη γνώμη τους σεβαστή, όπως και η δική μου γνώμη θέλω να γίνεται σεβαστή. Ιδίως αν βγαίνει μέσα από βάσανο και, κυριότατα, αν βγαίνει μέσα από ανιδιοτέλεια. Διότι το πεδίο των ορθών συμπεριφορών ήταν και παραμένει πάντοτε η ανιδιοτέλεια. Την οποία θεωρώ μεγάλη αρετή {…} Σε πολλά πράγματα αισθάνομαι ότι ακόμα βρίσκομαι στην εφηβεία μου. Για παράδειγμα, εκπλήσσομαι ακόμη! Από ένα πουλί, από ένα λουλούδι, από μια πέτρα. Κι όταν ακόμη εκπλήσσεσαι, σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε μια αθώα έως και παρθενική κατάσταση. Τούτο το θεωρώ πολύ σημαντικό – είναι μία ευλογία! Εκεί είναι που στενάζεις: Όταν λες “δεν μπόρεσα να παραμείνω σε τέτοιες καταστάσεις αθωότητας και παραστατικότητας, μπροστά στα διάφορα της ζωής που προκύπτουν στο δρόμο”».

Κατά καιρούς, βάζω μπροστά μου τα «καλημέρα σας» που μου χάρισε -τα μικρά βιβλιαράκια με τα κειμενάκια του που άκουγα πάντοτε, μαθητής ακόμη, κάθε πρωί, στις έξι η ώρα που ξυπνούσα για να πάω στο σχολείο μου, από το Α’ Πρόγραμμα του ΡΙΚ με τη βραχνάδα της φωνής του στ’ ακουστικά μου. «Σας χρωστάω τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που άκουσα ποτέ! Ευτυχώς που ήταν δικά σας…», του έλεγα κι εκείνος κοιτούσε αμήχανα στα πλακάκια – αυτός, ο σπουδαίος και τόσο σεμνός στην πράξη και επί της ουσίας, όπως όλοι οι πραγματικά σημαντικοί. Κι έπειτα τράβαγε άλλη μία βαθιά ρουφηξιά από την πίπα του, μέσα στον καπνό χάνονταν τα βουρκωμένα του μάτια -που τόσα είδαν, μα κυρίως αισθάνθηκαν, εισχωρώντας σε όσα δεν αντίκριζαν οι κοινές ίριδες- κι έλεγε πάλι «κρίμα, κρίμα, κρίμα τούτος ο τόπος» – ήξερε, διαισθανόταν, διέβλεπε;

«Είμαι ένας άνθρωπος που εζούσα με ένα μισθό και τώρα με μία σύνταξη – ουδέποτε εκυνήγησα οτιδήποτε πέραν αυτών. Το “κυνήγι” μου είναι πάντοτε η αγάπη μου προς τον τόπο μου και προς την Ελλάδα, καθώς και προς το κοινό καλό. Ουδέποτε υπήρξα εγωκεντρικός. Ανήκω στη συλλογική πλευρά του εαυτού μου που σκέφτεται συνέχεια τον άλλον. Δεν περιαυτολογώ, εξομολογούμαι. Και η πορεία της ζωής μου νομίζω ότι το καταδείχνει {…} Ακόμη να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Προσπαθώ. Φαίνεται, όμως, ότι εδώ που έφτασα αποκλείεται να συναρμονεύσουμε προς το τέλος. Πιστεύω δε ότι η ωριμότητα του ανθρώπου αργεί πολύ να έρθει στον καθένα. Και είναι ανεξαρτήτως ευφυΐας αυτό. Κατά τη γνώμη μου, την προσωρινή, η ωρίμανση ξεκινά από τη στιγμή που αρχίζει μέσα μας η αυτομεμψία, το να μέμφεσαι δηλαδή τον εαυτό σου. Εκεί πια βρίσκεσαι σε μια κρούση με τον ίδιο σου τον εαυτό, η οποία σε οδηγεί στο να βγάζεις από μέσα σου την αληθινότητά σου».

Θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τον εαυτό σας έξω από τις λέξεις, κύριε Πασιαρδή; Όχι. Γιατί οι ίδιες οι λέξεις με πολιορκούν. Κι αυτή η πολιορκία δεν έχει ισχυρές εξόδους. Άρα παραμένω εντός των τειχών των λέξεων. 

-Αυτό δεν αποτελεί και εγκλωβισμό; Όχι. Είναι μία μορφή εσωτερικού διεξόδου. Σαν αυτό που λέει ο Μπέκετ: «Κι από μια λέξη ξαναρχίζει η ζωή μου!». Έτσι και με μένα: Από μια λέξη ξαναρχίζει η ζωή μου! Τι λυτρωτικότης!

  • Info: Στην παρουσίαση του βιβλίου για τον Μιχάλη Πασιαρδή, θα απευθύνει χαιρετισμό ο συλλέκτης και εκδότης, Νίκος Χρ. Παττίχης. Ομιλητής θα είναι ο συγγραφέας του βιβλίου, Χρύσανθος Χρυσάνθου. Περιστατικά με τον Μιχάλη Πασιαρδή, θα αφηγηθούν οι: Λ. Νικολακοπούλου, Ν. Τόκας, Μ. Ξενοφώντος, Κ. Χαραλαμπίδης, Ν. Νεοφύτου, Π. Χατζηχριστοδούλου. Στην παρουσίαση, η Λ. Μαυρίδου. Πληροφορίες: τηλ. 99686508.