Μέσα σε όλο αυτό τον γενικευμένο ζόφο επικίνδυνων χειρισμών ημίτρελων ηγετών και μιας φύσης που καραδοκεί έτοιμη να μας καταπιεί παίρνοντας το αίμα της πίσω από όσα δεινά της προξενήσαμε τον τελευταίο αιώνα ελέω χρημάτων και απληστίας, ο κορυφαίος κωμικός -που, σε λίγες μέρες, στις 26 Φεβρουαρίου, θα συμπληρωθούν πέντε χρόνια από το θάνατό του- έρχεται να μας βάλει για λίγο ξανά στον αναπνευστήρα των οξυγόνων του δίνοντάς μας, με το γέλιο, την μεγάλη του αλήθεια και την τόση γενναιοδωρία του, το απαραίτητο φιλί της ζωής σε κάθε νέο προβληματισμό μας.

«Από 17 χρόνων είμαι ηθοποιός. Το 1948 βγήκα για πρώτη φορά στο σανίδι. Κατά λάθος ακολούθησα αυτή τη δουλειά: Αντικατέστησα ένα παιδί σε μία κατασκήνωση, ο δάσκαλος επέμενε, κι έτσι ακολούθησα αυτό το επάγγελμα. Τώρα, όμως, καταλαβαίνω ότι τίποτα δεν έγινε τυχαία. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής και κυνηγημένος -εξού και πάντοτε ψηφίζω ΚΚΕ, τίποτε άλλο-, εγώ πούλαγα σε κασελάκι τσιγάρα στα 12 μου, κι έτσι μπήκα και στα μπουλούκια των ηθοποιών. Μετά δεν μου έδιναν άδεια να παίξω στο θέατρο, γιατί με θεωρούσαν ανίκανο να κάνω αυτό το επάγγελμα. Με κόπο, υπομονή, πείσμα και επιμονή τα κατάφερα. Δεν μου χαρίστηκε ούτε μία στιγμή. Τίποτα! Το σινάφι με ανακάλυψε, το κοινό με αποκάλυψε και η διάρκεια επιβεβαιώνει την αξία, όχι μόνο τη δική μου, όλων των ηθοποιών που έμειναν και δημιουργούν. Εγώ είμαι σίφουνας, καταιγίδα, θέλω να βγαίνω στη σκηνή και να τα σαρώνω όλα. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, δεν έχω νιώσει ποτέ να με αμφισβητούν – αισθάνομαι δικαιωμένος».

Φεβρουάριος 2020: Με τον μικρό Φοίβο, ένα περίπου μήνα πριν ο Κώστας Βουτσάς φύγει από τη ζωή. © Ιωάννα Τζετζούμη.

«Στις δουλειές μου ήθελα να είμαι πάντα ο προστάτης των ηθοποιών μου. Είμαι 40 χρόνια επιχειρηματίας, έκανα τα λάθη μου αλλά, θέλω να πιστεύω, όχι εις βάρος των συναδέλφων μου. Δεν ήμουνα ποτέ ανταγωνιστικός, δεν ήμουνα ποτέ “καριερίστας”. Τις καριέρες εγώ τις είχα χεσμένες! Γι’ αυτό και μου ήρθαν τόσο εύκολα».

«Έχω βγάλει πάρα πολλά λεφτά από αυτή τη δουλειά! Πολλά! Όσα δεν μπορείς να φανταστείς! Να σκεφτείς ότι, εξ αιτίας της Αλίκης, τότε που ο βασικός μισθός ήταν 1400 δραχμές, εγώ έπαιρνα μεροκάματο 6000. Έβγαζα 350 χιλιάδες για την κάθε ταινία την εποχή που, με 350 χιλιάδες, αγόραζες τότε ένα τεσσάρι στην Πατησίων, κοντά στην Αγίου Μελετίου. Τι γινόταν, όμως; Κάθε φορά που χώριζα, άφηνα την περιουσία στη γυναίκα μου! Κι έτσι δεν μού ‘μεινε τίποτα».

«Ποτέ μου δεν θυμάμαι να έχω καβαλήσει το καλάμι. Ούτε στα πρώτα μου χρόνια, τότε που γινόταν χαμός στους δρόμους με τις ταινίες. Τι καλάμια και αηδίες; Θα μπορούσα να ήμουν υδραυλικός, γεωπόνος ή χημικός – που πήγα ούτως ή άλλως να σπουδάσω. Σιγά τα λάχανα! Το μόνο που σε καθιερώνει είναι η σκηνή, τίποτε άλλο. Ούτε πήρα ποτέ μου δημοσιογράφο για να του πω “είμαι εκεί, έλα” – εκείνοι με έπαιρναν. Το θεωρούσα υποτιμητικό».

«Εγώ είμαι ερωτευμένος με τον έρωτα. Πάντα είχα μία γυναίκα δίπλα μου -και δυο και τρεις και τέσσερις, όπως τύχαινε- δεν ήμουνα ποτέ μόνος. Άντε να ‘μουνα μόνος για λίγες μέρες, στο μεταβατικό στάδιο από τον ένα έρωτα στον άλλον. Υπήρξε και περίοδος που ήμουνα μονογαμικός – αλλά όχι για πολύ. Ήμουνα επιρρεπής στο δέλεαρ. Μερικές φορές είναι και τέτοια η φύση της δουλειάς μας, που πάντα έχεις προσφορές. Ποτέ όμως -και στο υπογράφω αυτό- δεν πίεσα γυναίκα να ‘ρθει μαζί μου για να την πάρω στο θίασο, δεν έκανα ποτέ ανήθικες προτάσεις και να εκμεταλλευτώ την ανάγκη μίας κοπέλας για δουλειά – το θεωρώ άνανδρο, πρόστυχο, ποταπό. Εγώ θέλω να τη φλερτάρω τη γυναίκα, να με απορρίψει, να την κυνηγήσω, να με ξανααπορρίψει, να την ξανακυνηγήσω, να της κάνω ωραία κομπλιμέντα, να της φερθώ αντρίκεια. Έτσι λειτουργώ. Στις σχέσεις μου με τη γυναίκα ήμουνα και εραστής και πατέρας και γιος και μωρό και αδελφός. Όλα. Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, ήμουνα σαν μωρό παιδί. Όπως όλοι οι άντρες».

«Κάποτε ήμουνα ζευγάρι με την Έλενα Ναθαναήλ, ήμασταν σε μία καμπάνα και με είχε πάρει ο Αντρέας Κουβελογιάννης που είχε την εφημερίδα “Αθηναϊκές Νύχτες” για να το επιβεβαιώσει και να έρθει να μας φωτογραφήσει. Μας πήρε με φωτογραφίες από μακριά, με αυτούς τους μεγάλους τηλεφακούς, τότε που πηγαίναμε για κολύμπι και η Έλενα φόραγε σουτιέν. Τέτοια γίνονταν και τότε που ήμουνα με τη Στέλλα Στρατηγού, αλλά και πριν, όταν τη χώρισα για τη Σπεράντζα Βρανά. Όταν άφησα τη Στέλλα την παρηγορούσε ο φίλος μου ο Βοσκόπουλος -ο Τολάκος μου, ο γλυκός μου- ο οποίος και την παντρεύτηκε. Το ίδιο είχε συμβεί και με τη Σπεράντζα: Μόλις χωρίσαμε έκανε σχέση με τον Παύλο, η οποία κράτησε μέχρι τέλους. Πάντα μου το έλεγαν αυτό οι δεσμοί μου: Προκαλούσα γάμους!».

«Με τις γυναίκες που παντρεύτηκα ήμουνα κάκιστος, αλλά – θέλω να πιστεύω- άριστος πατέρας. Τις ταλαιπώρησα πολύ τις γυναίκες μου. Τα παιδιά μου, όμως, τα πρόσεξα πάρα πολύ, τα σπούδασα – χαλάλι τους».

«Το μυστικό που είμαι τόσο χαρούμενος και θετικός άνθρωπος, όπως μου λένε όλοι, είναι ότι είμαι διαθέσιμος απέναντι στη ζωή. Βγαίνει από μέσα μου, δεν μένω στα άσχημα γεγονότα, τα ξεπερνάω, λέω “εντάξει, και τι έγινε;”. Θα στενοχωρηθώ για μια στιγμή, όχι για παραπάνω».

«Γύρω μου θέλω να έχω νέους ανθρώπους, αυτοί με ανανεώνουν, αλλάζω κύτταρο. Δεν μπορώ να είμαι με συνομήλικούς μου. Τι θα λέμε; Θα τους ρωτάω “τι κάνει ο Γιάννης;”, “ο Γιάννης πέθανε!”, “ο Θόδωρος;”, “αυτός κάνει αιμοκάθαρση, κυκλοφορεί με Π”. Δεν τα μπορώ αυτά! Εξού και δεν παρίσταμαι ποτέ σε κηδείες – μόνο σε μία θα πάω, στη δική μου, όταν και όποτε, μια και καλή!».

«Ο κόσμος δεν με κουράζει, με αναζωογονεί – είναι ένεση ζωής για μένα να με σταματάνε, να μου μιλάνε. Και δεν μπορώ να καταλάβω αυτούς τους καινούργιους που λένε “θέλω να πάω κάπου που να μην με ξέρει κανείς”. Τότε τι διάλεξες να γίνεις καλλιτέχνης; Η δουλειά η δική μου είναι να συναλλάσσομαι με τον κόσμο – γι’ αυτόν τον κόσμο δουλεύω, γι’ αυτόν υπάρχω. Όλα τα άλλα είναι άρες μάρες κουκουνάρες».

«Είμαι 85 ετών (σ.σ. το 2016) και δουλεύω καθημερινά. Τι να κάνω μεσ’ στο σπίτι; Αν μείνω σπίτι θα μιλάω καθημερινά με την αφραγκία, την πίεση, την χοληστερίνη, το ζάχαρο. Θα με νικήσει ο χρόνος. Σήμερα όμως, δουλεύοντας πολύ, παίρνω ζωή από τον αγώνα! Η δουλειά με κάνει νέο. Απίστευτο, ε; Κι όμως, ισχύει. Γιατί να γεράσω από τώρα; Έχω κάνει συμφωνία με τον χάρο να με πάρει σε πάρα πολλά χρόνια από τώρα {…} Η χαρά κι η αγάπη, επίσης με ανανεώνουν. Όταν έχω ανθρώπους δίπλα μου που με αγαπούν και τους αγαπώ. Και η Αλίκη μου! Η Αλίκη με έκανε, από 85 ετών, να νιώθω 40άρης. Δεν φαντάζεσαι τι τονωτικό είναι ο έρωτας!».

«Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Τι είναι ο θάνατος, αγόρι μου; Είναι απών για μένα. Μπορείς να τον αποφύγεις; Δεν μπορείς. Φτάνει να φύγω ακαριαία, να μην ταλαιπωρηθώ. Ακόμη κι εκεί όμως, εγώ ευτυχισμένος θα ‘μαι…».

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 16.2.2025