Η σκηνοθέτρια Σοφία Εξάρχου τραβά την κουρτίνα για να μάς δείξει τι κρύβεται πίσω από τη «βιομηχανία των διακοπών».
Με το «Animal» υπέγραψε αναμφίβολα την ταινία της χρονιάς στην Ελλάδα, γεγονός που δεν αποτυπώθηκε μόνο στα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας, αλλά και στη διεθνή της πορεία. Αποκορύφωμα –μέχρι τώρα- ήταν η περίληψή της στην πεντάδα των φιναλίστ για το Βραβείο LUX του Ευρωκοινοβουλίου, όπου τον ερχόμενο Απρίλιο θα έχει την ευκαιρία να ανακηρυχτεί η πρώτη ελληνική ταινία που κατακτά τη συγκεκριμένη διάκριση. Σηματοδοτεί επίσης -εν μέρει- και την πρώτη κυπριακή συμμετοχή στους φιναλίστ του LUX, μιας και η Κύπρος συνέδραμε την Ελλάδα στην παραγωγή μαζί με την Αυστρία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Αυτό πάντως που ενδιαφέρει περισσότερο τη Σοφία Εξάρχου είναι το γεγονός ότι η υποψηφιότητα και μόνο δίνει την ευκαιρία για μια ευρύτερη προώθηση της ταινίας, έχοντας υποτιτλιστεί σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, για να μεταδώσει επίκαιρα ερωτήματα σε σχέση με τις εργασιακές πραγματικότητες στην Ευρώπη του σήμερα. Με αφορμή τις δωρεάν προβολές σε Λευκωσία και Λάρνακα μιλησαμε με τη δημιουργό.
–Θα σημαίνει κάτι για σας αν κατακτήσετε το Βραβείο LUX, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα αυτό δεν το έχει πετύχει καμία ελληνική ταινία; Είναι υποθετική η ερώτηση. Δεν θα πω όχι, φυσικά, αν έρθει αυτή η τιμή. Το σίγουρο είναι ότι στη φετινή πεντάδα υπάρχουν πολύ καλές ταινίες. Ωστόσο, όπως λειτουργεί ο συγκεκριμένος θεσμός, απολαμβάνουν τα οφέλη όλες οι υποψήφιες ταινίες. Υποτιτλίζονται σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ και προβάλλονται παντού, προωθούνται, φτάνουν στο ευρύ κοινό της Ευρώπης κι αυτό είναι πιο σημαντικό από κάθε βραβείο.
–Πώς μια ταινία με ελληνική θεματολογία βρίσκεται στη συγκεκριμένη λίστα και πώς αφορά το ευρύ ευρωπαϊκό κοινό; Η ταινία μιλά με αρκετά σκληρό τρόπο για τη σωματική και ψυχική εξάντληση του εργαζόμενου στις σύγχρονες κοινωνίες. Το γεγονός ότι διαδραματίζεται σε all inclusive ξενοδοχείο δεν καθιστά τη θεματική της απαραίτητα μόνο ελληνική. Ιταλοί, Ισπανοί, ακόμη και Τούρκοι θεατές ταυτίστηκαν γρήγορα, κατάλαβαν από τα πρώτα λεπτά περί τίνος πρόκειται, γιατί το ζουν στο πετσί τους. Το ίδιο υποθέτω ότι ισχύει και για την Κύπρο. Έτσι κι αλλιώς, είναι μια αλληγορία για τα σύγχρονα εργασιακά συστήματα και μιλά επίσης για τη θέση της γυναίκας μέσα σ’ αυτά. Εκατομμύρια υπάλληλοι καθημερινά βάζουν ένα κοστουμάκι και πάνε στη δουλειά, δουλεύουν για ώρες και πρέπει να χαμογελάνε στον διευθυντή, στον μάνατζερ, στον πελάτη. Στην ταινία αυτό συμβαίνει απολύτως κυριολεκτικά, καθώς οι ανιματέρ όντως φορούν φανταχτερά κοστούμια και χαμογελάνε σαν κλόουν στους πελάτες.
–Ποια είναι η προσωπική σας θέαση ως προς το πού οδηγούνται σήμερα τα εργασιακά συστήματα, σε σχέση με την εργασιακή εξουθένωση, την εντατικοποίηση, την ανασφάλεια; Έχω άποψη γενικά, αλλά και για την τουριστική βιομηχανία συγκεκριμένα. Σχεδόν κάθε οικογένεια στην Ελλάδα έχει κάποιον που δουλεύει στον τουρισμό και η πιεστική συνθήκη μόλις τελευταία έχει αρχίσει να συζητιέται. Όταν έκανα την έρευνα για το σενάριο, εντυπωσιάστηκα. Οι συνθήκες είναι ακόμη πιο σκληρές απ’ ό,τι φανταζόμουν. Είδα πώς ζουν, πού τους βάζουν να κοιμούνται, πώς εργάζονται εντατικά και χωρίς ρεπό. Μάλιστα, όταν το έγραφα, γύρω στο 2017-18, το ζήτημα δεν υπήρχε καν στο προσκήνιο όπως σήμερα.
–Δεν εμφανίζονται καθόλου στην ταινία εργοδότες, προϊστάμενοι, διευθυντές κ.λπ. Γιατί; Όντως. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι είναι πιο «βολικό» σεναριακά να έχεις κάποιον «κακό», κάποιον «ανταγωνιστή» με πρόσωπο και ονοματεπώνυμο, γιατί έτσι προκύπτουν πιο ευανάγνωστα οι συγκρούσεις. Η απόφαση ήταν συνειδητή, επειδή ήθελα ο «ανταγωνιστής» να είναι το ίδιο το σύστημα. Πολλές φορές αμφισβήτησα το πώς θα διαχειριστώ σωστά αυτή την ιδέα και επιλογή. Την κράτησα μέχρι τέλους, κυρίως γιατί δεν ήθελα ο θεατής να θεωρεί ότι η ηρωίδα ήταν απλά άτυχη, επειδή βρέθηκε σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο όπου ο μάνατζερ έλαχε να είναι στραβόξυλο και ο εργοδότης αδίστακτος. Το κακό δεν προσωποποιημένο, αφορά την ίδια την κατάσταση. Ο αντίπαλος είναι γιγάντιος και ανίκητος. Δεν υπάρχει καν διαπραγμάτευση για το αν μπορούν οι ήρωες να τον κερδίσουν. Διαπραγματευόμαστε μόνο τις αντοχές των ηρώων, το χρονικό όριο που θα λυγίσουν.

–Δεν είναι πεσιμιστικό όπως το θέτετε; Η ταινία αφήνει ένα περιθώριο ελπίδας σε σχέση με μία ηρωίδα. Δεν ξέρω αν είναι πεσιμιστική, θεωρώ ότι είναι ρεαλιστική. Το σύστημα στο οποίο ζούμε έχει πολύ στιβαρές δομές και η αντίδρασή μας απέναντι σε αυτό και την ανατροπή του μοιάζει αδύνατη και μάταιη. Αυτό που φιλοδοξεί να προσφέρει μια τέτοια ταινία είναι ένας προβληματισμός πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα με προοπτική να γίνουν κάποιες αλλαγές, όσο κι αν δεν φαίνεται αυτό εφικτό.
–Το ελληνικό καλοκαίρι είναι κομμάτι της ταυτότητας της χώρας και των κατοίκων. Η ταινία, ωστόσο, εστιάζει σε μια διαφορετική σκοπιά, λιγότερο ορατή, κρυπτή υπό τον ήλιο. Αυτήν την εικόνα έχετε εσείς; Είχα την εικόνα από προηγούμενες ταινίες μου, όπως το «Park», που είχε σκηνές σε ξενοδοχεία. Έτυχε να επισκεφθώ κάποια και να δω από κοντά τη δομή του all inclusive, τα μεγέθη των εγκαταστάσεων. Έμπαινα από την παραλία, γιατί είναι δύσκολο να πάρεις και άδεια, είδα πώς δουλεύουν οι ανιματέρ, έψαξα και στο youtube και είδα και σε άλλες χώρες, σε ξενοδοχεία και κρουαζιερόπλοια. Πέρα από την έρευνα, θεωρώ καθοριστικό ότι για εμάς τους Έλληνες ο τουρισμός έχει γίνει κομμάτι της ταυτότητας και του DNA μας. Έτσι, μ’ ενδιέφερε να αναδείξω το πώς «πλασάρουμε» τον εαυτό μας, πώς «πουλάμε» την αρχαία ιστορία μας και πώς αυτό έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Μια συνήθης ερώτηση κυρίως των βορειοευρωπαίων θεατών που περίμεναν να δουν ένα «καρτ ποστάλ» της Ελλάδας ήταν «πού είναι ο ελληνικός ήλιος;» Η ταινία ακολουθεί περισσότερο την ψυχολογία των ηρώων παρά τον καλοκαιρινό ήλιο και το φως.
–Αυτό γίνεται αυτόματα ή συνειδητά; Ήταν μια συνειδητή απόφαση. Βάλαμε τον θεατή να παρακολουθήσει μία ιστορία μέσα σε ξενοδοχείο, με κέντρο της αφήγησης τις διακοπές, δηλαδή μια συνθήκη που για τους πλείστους φέρνει στον νου ωραίες αναμνήσεις: χαλάρωση, θάλασσα, ξεκούραση, κοκτέιλ, χορό, φλερτ κ.ο.κ. Εμείς τραβάμε την κουρτίνα για να δείξουμε αυτό που κρύβεται από πίσω, πώς στήνεται όλη αυτή η μηχανή. Αυτοί που κάνουν διακοπές δεν βλέπουν τους ανιματέρ ως ανθρώπους, αλλά σαν κούκλες που τους διασκεδάζουν, χωρίς όνομα και πρόσωπο. Είναι εκεί για να τους βάζουν δραστηριότητες, να τραγουδούν καραόκε, να χορεύουν ζούμπα, να κάνουν γυμναστική στην πισίνα κ.λπ. Με το να τους θέτουμε στο κέντρο της αφήγησης είναι σαν γροθιά στο θεατή στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Αποκαλύπτεις το κόστος του να πρέπει να χαμογελάς συνεχώς, να χορεύεις κάθε βράδυ, να σε αγγίζουν και να σε χαϊδεύουν στο πλαίσιο της δουλειάς σου.
–Ο μονολεκτικός τίτλος πού προσβλέπει; Το προτιμώ γιατί δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τον τίτλο, όπως συμβαίνει συχνά με μη αγγλόφωνες ταινίες. Καταρχάς, σιγουρεύουμε τον διεθνή τίτλο. Κατά δεύτερον, η ιδέα ξεκίνησε από τη λατινική λέξη «anima» που σημαίνει ψυχή, από την οποία προέρχεται η λέξη «ανιματέρ» που στην πράξη σημαίνει «εμψυχωτής». Με ένα «L» στο τέλος, η «ψυχή» γίνεται «ζώο» κι αυτό περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες και την όλη κατάσταση που επικρατεί στην τουριστική σεζόν. Είναι μια πάλη των ηρώων ανάμεσα στην ψυχή και στο ζώο μέσα τους.
–Έγινε μεγάλος ντόρος ως προς την εκπροσώπηση της Ελλάδας στα φετινά βραβεία Όσκαρ, όπου το «Animal» θεωρείτο φαβορί, αλλά η επιτροπή επιλογής ξαφνικά άλλαξε. Ποιο σχόλιο θα κάνατε σήμερα επ’ αυτού; Το δικό μου σχόλιο είναι ότι οι διαδικασίες δεν τηρήθηκαν σωστά. Ήταν ωραίο που ο κινηματογραφικός χώρος, σχεδόν εξ ολοκλήρου, αντέδρασε αμέσως, απορρίπτοντας τη διαδικασία και αποσύροντας τις ταινίες. Το άγριο και στενάχωρο ήταν ότι ενώ ένας ολόκληρος εργασιακός τομέας αντέδρασε αμέσως και σύσσωμα, το Υπουργείο δεν έδωσε καμία σημασία και συνέχισε τη διαδικασία όπως ήθελε, χωρίς σοβαρές εξηγήσεις. Αυτή η συσπείρωση ήταν το θετικό της υπόθεσης, άλλωστε είμαστε άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί σε ταινίες πολλά χρόνια κι έχουμε γρήγορα αντανακλαστικά.
–Η επιτυχία του «Animal» δεν εγγυάται μια ώθηση για τα επόμενά σας σχέδια; Υπό μια έννοια, ναι, αλλά θέλω να κρατάω μικρό καλάθι. Και το «Park» είχε πάει καλά και πίστεψα ότι η ζωή μου θα γινόταν πιο εύκολη στην επόμενη ταινία, αλλά τελικά αν το «Park» χρειάστηκε 3,5 χρόνια, το «Animal» χρειάστηκε 6,5. Έπαιξε ρόλο ότι ήταν πιο ακριβή και απαιτητική ταινία κι ότι συνέπεσε με μια δύσκολη περίοδο για τον κινηματογράφο, τότε με τον Covid. Τα βρήκα σκούρα, γι’ αυτό προσπαθώ να είμαι ψύχραιμη. Το βασικό στοιχείο που πρέπει να έχουμε οι σκηνοθέτες είναι η υπομονή. Σίγουρα η αναγνωρισιμότητα βοηθάει, αλλά το ευρωπαϊκό σύστημα με τις αιτήσεις, τις συγχρηματοδοτήσεις και τις συμπαραγωγές είναι πάντα χρονοβόρο και περίπλοκο.

–Η Κύπρος είναι ανάμεσα στις πέντε χώρες που συμμετέχουν στη συμπαραγωγή. Πώς αποτιμάτε την κυπριακή συνεισφορά; Είμαστε πολύ φίλοι με τον Κύπριο σκηνοθέτη και παραγωγό Στέλιο Καμμίτση. Όταν δόθηκε η δυνατότητα να αιτηθούμε για μειοψηφική συμπαραγωγή στη ΣΕΚΙΝ, είπαμε ότι θέλουμε να συνεργαστούμε. Κατατέθηκε η αίτηση, η Κύπρος μπήκε, μάς βοήθησε κι έτσι βρίσκεται στην πεντάδα για το LUX. Ήταν μια ωραία συνεργασία και θα ήταν καλό αυτό το πρόγραμμα να διατηρηθεί, γιατί είναι σημαντικό για τις ελληνικές ταινίες να έχουν υποστήριξη από την Κύπρο, όπως για τις κυπριακές από την Ελλάδα.
–Το σινεμά είναι δύσκολο σπορ. Κοστίζει και είναι χρονοβόρο. Πρέπει κανείς να έχει κάποιο «σαράκι» μέσα του για να το κυνηγά; Είναι τρέλα, ούτε καν σαράκι. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Αν κάτσω να σκεφτώ πόσα χρόνια θα περάσουν να γράψω το επόμενο σενάριο, να ψάξω χρηματοδότηση, τις απορρίψεις που θα έχω, τις αναποδιές, τους συμβιβασμούς στα γυρίσματα, δεν ξυπνήσω την επόμενη μέρα με την όρεξη να δουλέψω. Είναι μαραθώνιος, δεν είναι σπριντ. Ειδικά με το «Animal», φοβήθηκα κάποια στιγμή ότι θα ναυαγήσει. Αυτό που με κράτησε ήταν ότι προσπαθούσα σε όλα τα στάδια να βάζω και κάτι καινούριο. Το εμπλούτιζα συνέχεια, αναζητούσα το δημιουργικό στοιχείο. Ουσιαστικά, ήταν τεχνάσματα για να διατηρήσω το ενδιαφέρον μου και ν’ αντέξω. Πέρασαν από την Ελλάδα όλες οι κυβερνήσεις κι εγώ ακόμη πάλευα με το «Animal». Βλέπεις τη ζωή να περνά δίπλα σου κι εσύ συνεχίζεις σ’ έναν στόχο που είναι μακροχρόνιος και απαιτητικός. Είναι εξουθενωτικό.
–Υπάρχει χώρος για το δημιουργικό κομμάτι; Ποτέ δεν μπορείς να είσαι δημιουργικός στον βαθμό που θες. Πάντα πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς για να γυριστεί μια ταινία και τα λεφτά ποτέ δεν είναι επαρκούν. Το στοίχημα είναι να μην εξαντληθείς ψυχολογικά, ώστε να φτάσεις στο γύρισμα με κουράγιο. Παίρνω ενέργεια από τους ηθοποιούς. Λατρεύω τη διαδικασία με τις πρόβες, τις χορογραφίες, το στήσιμο κι όλα αυτά. Εν τέλει, αυτό μού δίνει το μεγάλο «boost» για να πάω στο γύρισμα.
–Ποιο κομμάτι απολαμβάνετε περισσότερο; Αυτούς τους μήνες πριν από το γύρισμα. Όταν πια ξέρω ότι η ταινία θα γίνει. Tα προηγούμενα χρόνια αυτό δεν είναι δεδομένο κι εκτός από την αναμονή έχεις και την αγωνία, αν θα ολοκληρωθεί. Είναι τρομακτικό μετά από μερικές απορρίψεις ή αναποδιές να βλέπεις να μη «ρολάρει» το project. Τότε αρχίζει η αμφισβήτηση κι αυτό είναι ψυχοφθόρο. Παλεύεις να μη χάσεις το κουράγιο σου. Όταν όμως μπει το νερό στο αυλάκι, εκεί στην τελική ευθεία παίρνεις τα πάνω σου. Το ίδιο το γύρισμα το απολαμβάνω λιγότερο, γιατί ο χρόνος είναι πιεσμένος κι εγώ είμαι συνέχεια στην πρίζα, σε βαθμό που δεν βλέπω τι συμβαίνει στον υπόλοιπο πλανήτη.
- INFO Το «Animal» προβάλλεται στις 19/2 στη Λευκωσία (Πάνθεον) και στις 10/3 στη Λάρνακα (Δημοτικό Θέατρο Γ. Λυκούργος). 8.30μ.μ. Είσοδος δωρεάν, θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Βαθμολογήστε τις υποψήφιες ταινίες στο luxaward-rating