Ο πολυπράγμων σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος δεν πιστεύει ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βασανίζεται όταν δημιουργεί.

Συγκαταλέγεται στους σκηνοθέτες που έχουν σφραγίσει την πορεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Η πολυσχιδής διαδρομή του αντικατοπτρίζει έναν δημιουργό που συνδυάζει το παιγνιώδες με το στοχαστικό, την καλλιτεχνική αρτιότητα με την καταξίωση. Από το αξέχαστο Θέατρο Αμόρε έως το Θέατρο Πόρτα κι από την Επίδαυρο μέχρι τη διεθνή σκηνή, έχει υπογράψει σπουδαίες παραστάσεις, αναμετρούμενος αδιάκοπα με το κλασικό και το σύγχρονο, σ’ ένα εντυπωσιακό εύρος έργου, που περιλαμβάνει από όπερα και αρχαίο δράμα μέχρι θέατρο για παιδιά, όπου έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα, συχνά και ως συγγραφέας. Αξιομνημόνευτη είναι και η συνεισφορά του στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών του 2004. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος παρασύρει στο πολυδιάστατο σύμπαν του και το κυπριακό κοινό, καθώς συνεργάζεται σκηνοθετικά για πρώτη φορά με τον ΘΟΚ και αναμετριέται μ’ ένα έργο που πάντα ήθελε να ανεβάσει: τον αιχμηρό, ξεκαρδιστικό και πικρά διαχρονικό «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, που στα χέρια του προορίζεται να γίνει ένα παιχνίδι διαπεραστικής αλήθειας.

Πώς σας φάνηκε η εμπειρία να δουλεύετε στην Κύπρο και τον ΘΟΚ; Είναι ευτυχία να μπορείς να είσαι συγκεντρωμένος στη δουλειά σου. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από τους συνεργάτες. Το κλίμα είναι εξαιρετικό, είναι σοβαροί επαγγελματίες, δοσμένοι στη δουλειά τους και μ’ έναν ρομαντισμό που ομολογώ ότι στην Ελλάδα έχει αρχίσει να εκλείπει.

Αυτό μπορεί να αποτυπωθεί και καλλιτεχνικά; Αναπόφευκτα θα συμβεί αυτό. Η καλή διάθεση βγάζει τον καλύτερο εαυτό μας. Νιώθεις ότι οι άνθρωποι εδώ ακόμα πιστεύουν σε κάτι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους στην Αθήνα που δυστυχώς μέσα από την κρίση ή περισσότερο μέσα από τις κρίσεις αξιών, έχουν οδηγηθεί σ’ έναν κυνισμό που έρχεται σε σύγκρουση με τη φύση αυτού που κάνουμε. Στη χαοτική Αθήνα έχουμε και 1500 παραστάσεις τον χρόνο, αριθμός που σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες. Και 100 να είχαμε, θα ήταν μια χαρά.

Πού αποδίδετε αυτή την υπερπροσφορά; Έχει πολύ να κάνει με την άνθιση των ιδιωτικών καναλιών που έφεραν τρομερή αύξηση ιδιωτικών σχολών. Κάθε παιδί που μπορεί να πληρώσει μπορεί να ονειρεύεται ότι έχει μέλλον στον χώρο, με μέτρια αποτελέσματα συχνά. Υπάρχει διαρκής ζήτηση για νέα πρόσωπα σε σειρές και βλέπεις κάποιους να χρίζονται πρωταγωνιστές απλά επειδή έχουν ωραία φάτσα. Όσοι ξεμένουν, μπαίνουν ή φτιάχνουν ομάδες για να υπάρξουν στον χώρο, με την ελπίδα ότι κάποιος θα τους δει και θα τους βάλει σε επαγγελματικό πλαίσιο. Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι ότι  πρέπει κάποιος να είναι γνωστός από την τηλεόραση για να πας να τον δεις. Πηγαίνουν καλά οι παραστάσεις που έχουν τον «εποχιακό σταρ». Όλα γίνονται καταιγιστικά και διεκδικούν προσοχή με εντυπωσιασμό και διάσπαση. Όμως, το θέατρο απαιτεί συγκέντρωση, φυσική παρουσία, ανοιχτοσύνη. Είναι ένα από τα τελευταία πράγματα που κάνουν ακόμη οι άνθρωποι μαζί. Αν δεν μαζευτούμε σ’ έναν χώρο δεν μπορεί να γίνει παράσταση. Αυτό το «μαζί» είναι που κινδυνεύει. Το «μαζί» έχει γίνει μαζικό κι έχει χάσει τα χαρακτηριστικά της κοινότητας.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Ιστορικά, ο ΘΟΚ αναμετριέται για 3η φορά με τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Το ότι παραμένει επίκαιρος είναι κάτι που τονίζει την αξία του έργου ή αφορά τη στασιμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας; Ισχύει και η διαχρονικότητα του σαρκαστικού πεσιμισμού του Γκόγκολ και το κοινωνικο-πολιτικό-ψυχολογικό σύστημα που επαναλαμβάνεται τρομακτικά. Ωστόσο, αν δεν ήταν ένα εξαιρετικά δομημένο και καλογραμμένο έργο, αν ήταν απλά ένας φορέας ιδεών, δεν θα είχε καμία αξία. Είναι μια διασκεδαστικότατη φάρσα, γελάς με απλά συμβάντα όπως σε μια ελαφριά κωμωδία, αλλά ταυτόχρονα είναι άλλο τόσο επώδυνη. Δεν ξέρω πολλά έργα της εποχής του –ή και μεταγενέστερα- που να είναι αυτά τα στοιχεία τόσο καλά ισορροπημένα. Είναι μια περίπτωση έργου που ήθελα πολλά χρόνια να δουλέψω.

Το πλαίσιο της παράστασης δεν είναι διαφορετικό για την Κύπρο σε σχέση με την Ελλάδα; Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές σε κανένα κράτος. Φαντάζομαι το ίδιο θα έστεκε στη Βρετανία, τη Γερμανία κ.α. Εμάς στην Ανατολική και ΝΑ Ευρώπη μάς αγγίζει ακόμη περισσότερο γιατί είμαστε καταφερτζήδες. Βρίσκουμε πλάγιους και λοξούς τρόπους για να επιβιώσουμε. Αλλά, στον πυρήνα του το έργο μιλάει για τον τρόπο που η εξουσία αλλοιώνει και διαφθείρει τον άνθρωπο.

Ποια είναι η προσέγγιση που κρίνατε ότι ταιριάζει στη συγκεκριμένη συγκυρία; Δεν θέλω να στερήσω από τον δυνητικό θεατή την έκπληξη, εξηγώντας την προσέγγισή μου. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι κρατήσαμε κάποια στοιχεία άχρονα, με κάποια ασαφή απόσταση. Υπάρχουν βέβαια νύξεις στο σήμερα. Δίνουμε βάση σε μια αίσθηση ασφυξίας. Δεν υπάρχει άνεση χώρου στη σκηνή κι αυτό παραπέμπει στην κατάργηση του ζωτικού χώρου μεταξύ μας. Σήμερα είμαστε ο ένας πάνω στον άλλο- κι όχι γεωγραφικά. Στην ουσία δεν υπάρχει προσωπικός χώρος. Η κοινωνία μας είναι ασφυκτική και πιεστική. Επίσης, ο Γκόγκολ εντάσσει κάποια πρώιμα καφκικά, σουρεαλιστικά και γκόθικ στοιχεία κι εμείς κλείνουμε το μάτι φτιάχνοντας έναν χορό από ποντίκια που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα.

Μήπως ο μεγεθυντικός φακός του Γκόγκολ απέναντι στην εξουσία μοιάζει πλέον λίγο γκροτέσκος; Μήπως η πραγματικότητα έχει πλέον ξεπεράσει τη σάτιρα; Το γκροτέσκο όταν λειτουργεί υφολογικά, κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι. Μεγεθύνεις τα πράγματα ώστε να νιώσεις την ασφαλή απόσταση να τα σχολιάσεις. Η κωμωδία έχει τη δύναμη να ξαναγεννιέται. Είναι αγέραστη, σε αντίθεση με το δράμα που γερνάει εύκολα. Άνετα βλέπει κανείς σήμερα μια κωμωδία του βουβού κινηματογράφου με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Σε μια αντίστοιχη δραματική ταινία, θα γελάει. Η κωμωδία έχει αυτό το δαιμονικά ανανεωτικό στοιχείο, διατηρώντας παράλληλα τις δομές και τους κώδικές της. Από τον ελληνικό κινηματογράφο του ’60, μέχρι τον Τσάπλιν και την Κομέντια ντελ Άρτε, οι δομικές διαφορές είναι μικρές. Λένε ότι η κωμωδία είναι «τραγωδία συν τω χρόνω». Δηλαδή κάτι που σε πονάει τώρα το βλέπεις μετά από καιρό και γελάς. Αν κάτι λείπει από τα σύγχρονα κείμενα είναι ο υπαινιγμός, η λεπτότητα. Η κωμωδία έχει γίνει χοντροκομμένη, δεν είναι πνευματώδης πια.

Ποια είναι η δική σας συνεισφορά; Η πρόκληση πρακτικά είναι να εναρμονίσω αντιθετικά στοιχεία ούτως ώστε να αποτελέσουν ομοιογενές σύνολο. Να μη φαίνονται σαν σκόρπιες ιδέες. Το ερμηνευτικό κομμάτι έχει πολλή «λάντζα». Απαιτεί οργάνωση και επανασύνθεση. Φτιάχνεται ένας κόσμος, ο οποίος πρέπει να έχει αισθητική και συγκεκριμένη γλώσσα. Περίπου σαν διερμηνέας, βρίσκεις την κοινή γλώσσα που είναι κατανοητή ώστε να ενισχύσει τα νοήματα του έργου χωρίς να τα αλλοιώνει. Είναι κοπιώδες. Αλλά είναι και πολύ ευχάριστο όταν έχεις ωραίο έργο και ωραίους συνεργάτες. 

Έχετε συνταγή; Συνταγή δεν έχω. Έχω μια συγκεκριμένη τεχνική η οποία προσαρμόζεται σε κάθε συνθήκη. Στην ουσία, έχω κάποια εργαλεία. Όταν δουλεύω με σταθερούς συνεργάτες δεν χρειάζεται εξοικείωση. Σ’ αυτή την περίπτωση, που δεν γνώριζα το έμψυχο δυναμικό, κάναμε στην αρχή ένα εργαστήριο για να εξοικειωθούν με τον κώδικα πάνω στον οποίο δουλεύουμε. 

Όταν δεν γνωρίζετε τους συνεργάτες σας νιώθετε να περπατάτε στα τυφλά; Έχουμε μια διανομή που όταν τη βλέπω αναρωτιέμαι αν αυτή είναι ιδανική ή αν εγώ έχω φαντάζομαι πλέον τους ήρωες ακριβώς έτσι. Φάνηκε από την αρχή ότι έχουμε κοινή γλώσσα. Υπάρχει πηγαία ανταπόκριση. Είμαι τυχερός, γιατί έχω συνεργάτη σκηνοθέτη έναν μαθητή μου από το Τμήμα της Σκηνοθεσίας της Σχολής του Εθνικού, τον Μάριο Κακουλλή. Γνωριζόμαστε καλά, ξέρει πώς δουλεύω και διετέλεσε βοηθός μου στην Αθήνα. Μου χαρτογράφησε τα άγνωστα νερά, πρότεινε άτομα από το σύνολο με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές κι έπεσε μέσα 100%. Ουσιαστικά, έκανε αυτό που στο εξωτερικό κάνουν οι casting directors.

Τι σημαίνει όμως «συνεργάτης σκηνοθέτης»; Εγώ έπρεπε κάποιες φορές να λείπω για μεγάλο διάστημα μέσα στην εβδομάδα, δηλαδή 2-3 μέρες, λόγω διδακτικών υποχρεώσεων στο Αριστοτέλειο στη Θεσσαλονίκη. Από την αρχή καθορίσαμε ότι κάποιος θα είναι στο πόδι μου να κάνει μερικές πρόβες. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η δουλειά του, κάνει πολλά.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Τα αχαρτογράφητα νερά μπορούν να μετατραπούν σε πλεονέκτημα; Καμία φορά όταν δουλεύεις για καιρό μ’ έναν ηθοποιό σε πιάνει μια πυγμαλιωνική μανία να τον αλλάξεις, να κάνει πράγματα που δεν έκανε πριν. Αν μη τι άλλο, δεν μπαίνω στον πειρασμό να παριστάνω τον μέντορα. Η παρθενική συνάντηση, όπως και να το κάνουμε, έχει τα «συν» της. Δύσκολα να η σχέση γίνεται ρουτίνα. Υπάρχει ο ενθουσιασμός του καινούριου, σαν ένας νέος έρωτας. Όταν γίνει «γάμος», τότε αρχίζουν τα προβλήματα.

Ποιες ιδιαιτερότητες του κυπριακού δυναμικού σας έκαναν εντύπωση; Με εξέπληξε όταν άκουσα σε πόσες παραγωγές παίζουν κάθε χρόνο εδώ. Είναι ασύλληπτο. Είμαι ευτυχής που γνώρισα ανθρώπους λ.χ. σαν τον Νεοκλή (σ.σ. Νεοκλέους). Είναι λαμπρό παράδειγμα ανθρώπου ο οποίος είναι στρατιώτης και ταυτόχρονα ανοιχτός στον διάλογο- και με άποψη. Συχνά το πρόβλημα είναι ο έμπειρος. Όταν γίνει ξερόλας, είναι κλειστός και δυσκολεύεσαι να τον πείσεις. Αν είναι ανοιχτός, σαν τον Νεοκλή, γίνεται ο στυλοβάτης του έργου. 

Σας ενδιαφέρει να «βρείτε» τον σφυγμό ενός κοινού που δεν γνωρίζετε, όπως το κυπριακό; Σαφώς μ’ ενδιαφέρει. Έχω ασκηθεί για πολλά χρόνια στο παιδικό θέατρο. Τα παιδιά δεν έρχονται με προκατειλλημένη αντίληψη τι θα δουν. Ή επικοινωνούν ή δεν επικοινωνούν. Έχω εκπαιδευτεί σε μορφές σκηνικής επικοινωνίας πιο απλές στον πυρήνα τους, αλλά πιο σύνθετες και σχολιαστικές δευτερογενώς. Δεν θα δοκιμάσω να πειραματιστώ ακραία απέναντι σ’ ένα κοινό που δεν γνωρίζω. Ευτυχώς, το έργο έχει μια καλώς εννοούμενη λαϊκότητα. Δεν είναι καθόλου εγκεφαλικό, «διανοουμενίστικο». Είναι μια καθαρόαιμη φάρσα. Το κλειδί της κωμωδίας χρυσώνει πολλά χάπια. Μπορείς να κάνεις πράγματα που μοιάζουν τολμηρά, αλλά γίνονται υπό το διονυσιακό πρίσμα. Ο θεατής είναι προετοιμασμένος ότι κάποια πράγματα θα υπερβούν το μέτρο της ευπρέπειας. Αν ενοχληθεί, θα είναι για κάτι που καλώς θα ενοχληθεί.

Υπάρχει κάποιος απώτερος στόχος στο θέατρο; Αυτοί που θα ενοχληθούν ενδέχεται να αλλάξουν θεώρηση ή νοοτροπία; Δεν πιστεύω ότι η τέχνη μάς αλλάζει. Απλώς αντανακλά αλλαγές που προϋπάρχουν. Είναι ένα τεκμήριο της εξέλιξης των πραγμάτων.

Η καλλιτεχνική ιδιότητα; Είναι μεταμορφωτική; Ο θίασος είναι μια ομάδα ανθρώπων σε ζύμωση. Η εμπλοκή τους και η διάθεσή τους κάτι αντανακλά. Όμως, επιβεβαιώνεται και ενισχύεται απλώς μια διάθεση που υφίσταται ήδη. Εμείς βάζουμε απλώς ένα σποράκι. Δίνουμε μια μικρή ώθηση σε κάποιον που ήδη από μόνος του έχει κινητοποιηθεί. Είχα πει κάποτε στην ψυχοθεραπεύτριά μου ότι νιώθω πως κάνω μια δουλειά που δεν βοηθά αρκετά τον κόσμο. «Σου είπε ο κόσμος ότι θέλει βοήθεια και είπες όχι;» με ρώτησε. Είναι λίγο ναρκισσιστικό να το βλέπεις σαν αποστολή. Έχει νόημα, αλλά αν το διογκώνεις γίνεσαι θεατράνθρωπος: δηλαδή μισός θεάτρο, μισός άνθρωπος. Δεν είναι υγιές αυτό.

© Πάτροκλος Σκαφίδας

Αν δεν είναι αποστολή, τι επιζητείτε να πετύχετε μέσω αυτής της ενασχόλησης; Ίσως την ενδυνάμωση της κοινότητας; Μάλλον έναν χώρο όπου μπορεί κανείς να εκφράζεται, είτε ως συντελεστής είτε ως θεατής. Παράλληλα, διατηρείς αυτό το «μαζί» που είπαμε ήδη, τη συνάντηση. Έχει τις ρίζες του στα αίτια που οι άνθρωποι αρέσκονται πάντα να μοιράζονται ιστορίες. Είναι μια μορφή συλλογικής αφήγησης, η σημερινή εκδοχή της ανάγκης των ανθρώπων των σπηλαίων να μαζεύονται και να λένε ιστορίες για το μαμούθ που σκότωσαν. Αυτό που βλάπτει το θέατρο είναι ο εντυπωσιασμός, το εφέ. Κάτι τεχνολογικά άρτιο και θαυμαστό που σε κρατάει σε απόσταση. Ευνουχίζει τον θεατή και ακυρώνει τον ηθοποιό. Ενδιαφέρον θέατρο είναι εκείνο που ο άλλος νιώθει ότι θα μπορούσε να κάνει μια δρασκελιά και να βρεθεί στη σκηνή με τους υπόλοιπους, ότι συμμετέχει σ’ ένα παιχνίδι, σε μια διονυσιακή λειτουργία. 

Τι είναι η αμφιβολία για σας, κινητήριος δύναμη ή τροχοπέδη; Θα απαντήσω «κινητήριος δύναμη», αλλά εγκολπώνομαι ένα ιαπωνικό ζεν ρητό που λέει ότι το σημαντικό είναι η απόλυτη πίστη και η απόλυτη αμφιβολία, ταυτόχρονα. Όπως με τη διττή ερμηνεία του ευαγγελίου: «πίστευε και ΜΗ, ερεύνα». Δηλαδή αμφιβάλλω για τα πάντα και είμαι ανοιχτός για τα πάντα. Δεν έχω προκατασκευασμένη εικόνα. Ανοίγω διάλογο. Το δράμα είναι η τέχνη του διάλογου. 

-Πώς διατηρείτε την έμπνευσή σας; Πώς ανανεώνεστε καλλιτεχνικά; Σημείο εκκίνησης είναι η περιέργεια. Όταν γνωρίζω πώς θα γίνει κάτι, έχω ήδη βαρεθεί πριν ξεκινήσω. Έχει να κάνει πιο πολύ με το θυμικό παρά με τη λογική. Μ’ ελκύει η δυνατότητα να βρεθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου μπορώ να ζήσω πράγματα που η πραγματικότητα δεν μου χαρίζει πια. Το παιχνίδι, ας πούμε. Το στερούμε από τους εαυτούς μας, επειδή είμαστε ενήλικοι, αλλά είναι σημαντικό για κάθε ηλικία. Εγώ το ζω μέσα από τη διαδικασία να βάζω άλλους να παίζουν. Περνούν καλά για να περνάμε όλοι καλά.

Η αυθεντική τέχνη δεν πηγάζει καμία φορά από την ταλαιπωρία; Δεν είμαι της άποψης ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βασανίζεται ή να αυτομαστιγώνεται την ώρα που δημιουργεί. Ως άνθρωπος αναπόφευκτα έχει βασανιστεί ούτως ή άλλως. Οι εμπειρίες είναι υλικό δημιουργίας. Όχι όμως το ψυχόβγαλμα. Αυτοί που θεωρούν τον πόνο προϋπόθεση θεωρώ ότι λένε πρώτα ψέματα στον εαυτό τους. Αν έχουν θέματα, ας ζητήσουν βοήθεια. Αλλά δεν μπορείς να ταλαιπωρείς τους άλλους για να βρεις εσύ την προσωπική σου αλήθεια. Ο ηθοποιός είναι μια ευαίσθητη, εύθραυστη οντότητα. Και μόνο η έκθεση είναι κάτι ασύλληπτο. Αν με βάζατε να πω τα ίδια πράγματα που συζητάμε τώρα μπροστά σ’ ένα ακροατήριο 100 ανθρώπων, θα μπλόκαρα. Ο ηθοποιός είναι ταυτόχρονα όργανο και οργανοπαίκτης. Όταν δεν έχει αίσθηση της εικόνας του, αφήνεται σχεδόν εξαρτητικά στον σκηνοθέτη κι εκεί δημιουργείται μια σχέση προβληματική. Οι σκηνοθέτες πρέπει να περνούν κι οι ίδιοι από μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία πριν αγγίξουν τον ψυχισμό των άλλων. 

Η εμπειρία της συμμετοχής στην τελετή λήξης της Ολυμπιάδας του 2004 πώς νιώθετε σήμερα ότι διαμόρφωσε το καλλιτεχνικό σας στίγμα; Οι επιδιώξεις και οι στόχοι της Ολυμπιάδας ήταν κάτι πέρα από το προσωπικό και το καλλιτεχνικό. Ήταν ένα συλλογικό εγχείρημα μεγάλης κλίμακας, προεξάρχοντος του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που οι συμμετέχοντες δεν είχαν αίσθηση πού άρχιζε και πού τελείωνε κάτι. Αυτό που πρότεινε ο Δημήτρης όταν με κάλεσε δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έγινε στο τέλος. Έμοιαζε με θαύμα πώς κατάφερε στην έναρξη να κρατήσει κάποιο καλλιτεχνικό στίγμα. Στη λήξη, που έμεινε σε δεύτερο πλάνο, κάναμε ό,τι γινόταν. Το θέμα της ήταν ακριβώς το χάος της Ελλάδας. Υπήρξε στιγμή, λίγο πριν την τελετή, που συνειδητοποίησαμε ότι έλειπαν πάνω από 300 κοστούμια. Η τύχη τους αγνοείται μέχρι σήμερα. Ε, έπρεπε να ξαναραφτούν μέσα σε δύο ώρες.

Ήταν μια εμπειρία που σας βοήθησε να βρίσκετε λύσεις; Αν μου έλεγαν να το ξανακάνω, δεν θα δεχόμουν. Αλλά ήταν εκπαίδευση κομάντο. Πλέον δεν φοβάμαι τίποτα. Τώρα πια, σε όποια κατάσταση με πετάξεις, θα βρω τον τρόπο. Βγήκα από τον μικρόκοσμό μου, ανοίχτηκα σε κάτι τιτάνιο, ενδιαφέρον και ριψοκίνδυνο. Στην τελετή εκείνη νιώσαμε ότι βλέπαμε την κρίση να έρχεται. Βλέπαμε να ξοδεύονται χρήματα, να πληρώνονται κάποιοι που δεν έπρεπε, ενώ άλλοι σκοτώνονταν στη δουλειά για να σώσουν την κατάσταση. Η νότα αισιοδοξίας στην ατμόσφαιρα γρήγορα φούσκωσε κι έσπασε. Όλα μια ψευδαίσθηση. Και η τηλεοπτική κάλυψη ήταν άθλια. Οι υπεύθυνοι δεν ακολούθησαν καθόλου το λεπτομερές storyboard που τους δώσαμε και δεν ήρθαν ποτέ στην πρόβα. Έδειχναν στην τύχη. Συχνά έδειχναν την προετοιμασία για την επόμενη σκηνή, κάτι σαν backstage. Το έβλεπα στο μπουθ και τραβούσα τα μαλλιά μου. Τυχεροί μόνο όσοι ήταν στο στάδιο γιατί τουλάχιστον είδαν μια εκδοχή που είχαμε σχεδιάσει.

© Δημήτρης Λούτσιος

Ελεύθερα, 9.2.2025