Στα 35 χρόνια επιτυχημένης θητείας ως επικεφαλής των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του δήμου Λεμεσού, η Νάτια Αναξαγόρου ολοκληρώνει στο τέλος του νέου χρόνου ένα κύκλο με πλούσιο έργο. Την ακολουθούμε στους σταθμούς αυτής της ξεχωριστής εξελικτικής πορείας και συζητούμε μαζί της για την πολιτιστική αλλά και οικοδομική ανάπτυξη της πόλης. Η ίδια σχολιάζει ότι «μέρος της οικοδομικής υπερπαραγωγής θα έπρεπε να διοχετεύεται υπό μορφή γενναιόδωρων χορηγιών προς τον εκσυγχρονισμό πολιτιστικών υποδομών και προγραμμάτων».
-Πώς ήταν τα πράγματα στον χώρο του πολιτισμού όταν αναλάβατε ως διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του δήμου Λεμεσού πριν από 35 χρόνια; Τότε, η τοπική αυτοδιοίκηση και η Μορφωτική Υπηρεσία, μετέπειτα Πολιτιστικές Υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, είχαν την αποκλειστική ευθύνη για τον πολιτισμό. Ο δήμος Λεμεσού, εκτός των θεσμικών λαϊκών εκδηλώσεων του Καρναβαλιού και της Γιορτής του Κρασιού, διοργάνωνε το Διεθνές Φεστιβάλ (μετεξέλιξη του Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών) με συμμετοχές από Κύπρο, Ελλάδα, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και όχι μόνο. Ακόμη, είχε ήδη ιδρύσει τον μεγαλύτερο αριθμό πολιτιστικών στεγών, συγκριτικά με άλλους δήμους.
-Ποιες ήταν οι προκλήσεις που είχατε μπροστά σας; Δεδομένης της κατάρρευσης του πρώην ανατολικού μπλοκ, άρχισε να φθίνει η δυνατότητα δωρεάν αποστολής συγκροτημάτων από χώρες που συμμετείχαν στο Διεθνές Φεστιβάλ. Διαφαινόταν έντονη η πρόκληση για μεταστροφή προς καινούργιες αναζητήσεις, έτσι τα πρώτα φεστιβάλ που διοργανώσαμε κινήθηκαν γύρω από θεματικές ενότητες, όπως «Βυζαντινή Τέχνη και Πολιτισμός», «Μεσαιωνική Κύπρος», «Αδελφές Ελληνικές Πόλεις», με τις διδυμοποιημένες πόλεις να αποστέλλουν όχι μόνο καλλιτεχνικό δυναμικό αλλά και συλλογές από πινακοθήκες και μουσεία τους. Στη συνέχεια, για δυο δεκαετίες, οι Καλοκαιρινές Εκδηλώσεις στην αυλή του Κάστρου έδωσαν την πρωτοκαθεδρία στην πρωτότυπη κυπριακή δημιουργία, σε σύμπραξη με Ελλαδίτες και ξένους καλλιτέχνες. Ο κινηματογράφος τελούσε υπό παρακμή και για την αναβίωσή του πραγματοποιήσαμε αφιερώματα, όπως π.χ. στις ταινίες του Μιχάλη Κακογιάννη, τις οποίες προλόγιζε ο ίδιος, στο κάποτε εγκαταλελειμμένο αλλά πλέον κατάμεστο θερινό σινεμά όπου προβάλλονταν. Επιχειρήθηκε επίσης η αναδιαμόρφωση του Καρναβαλιού με υπαίθριους χορούς και βραδιές κανταδόρων σε πλατείες, μεταφορά της Παιδικής Παρέλασης από το Τσίρειο Στάδιο στο κέντρο της πόλης, ωθώντας έτσι τον κόσμο να ξεχυθεί στους δρόμους με πρωτοφανή ενθουσιασμό που θύμιζε παλαιότερες εποχές.

-Ένα από τα σημαντικά έργα στην πόλη της Λεμεσού είναι το Πάρκο Γλυπτικής στην επίχωση που φέρει τη δική σας σφραγίδα. Πώς προέκυψε αυτό; Το Πάρκο Γλυπτικής προέκυψε μέσα από τρία διαδοχικά Συμπόσια Γλυπτικής που πραγματοποιήθηκαν τα καλοκαίρια του 1999, 2000 και 2001, με τη συμμετοχή επίλεκτων καλλιτεχνών από την Κύπρο, από αδελφοποιημένες με τη Λεμεσό πόλεις της Ελλάδας, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, όπως η Αλεξάνδρεια, η Χάιφα και το Niederkassel της Γερμανίας. Από τη γερμανική αυτή αδελφή πόλη προσκαλέσαμε ένα διεθνούς εμβέλειας γλύπτη, τον Victor Bonato, ο οποίος τοποθέτησε κυριολεκτικά πάνω στο κύμα μια σφαίρα από ανοξείδωτο χάλυβα, περιβεβλημένη από μεταλλικό ημικύκλιο και σπειροειδή περιέλιξη. Είναι ένα εμβληματικό γλυπτό, σήμα κατατεθέν της Λεμεσού, αφού εκεί επιλέγουν ντόπιοι και ξένοι να φωτογραφίζονται με φόντο τη θάλασσα ή όψεις της πόλης στο βάθος. Τα δεκαεπτά γλυπτά κατά μήκος της προκυμαίας προσδίδουν μια ξεχωριστή αισθητική υπόσταση στο πιο πολυσύχναστο και νευραλγικό σημείο της πόλης.
-Σας ενδιαφέρει πολύ η σύνδεση της σύγχρονης τέχνης με την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη βυζαντινή ιστορία του τόπου μας, καθώς και τη λογοτεχνία του. Πώς αναδείξατε τους συσχετισμούς αυτούς; Διερευνώντας τις μεσαιωνικές παραλληλίες στη σύγχρονη κυπριακή τέχνη, μέσα από έκθεση εντός του Κάστρου της Λεμεσού το 2010, και αποτυπώνοντας τις αρχαίες και βυζαντινές επιδράσεις στη σημερινή δημιουργία στην έκθεση «Maniera Cypria», στο Κέντρο Ευαγόρα Λανίτη το 2012, σε μια αντιπαραβολή αρχαίων ανασκαφικών ευρημάτων και μεσαιωνικών αγιογραφιών από την επαρχία Λεμεσού πλάι σε σύγχρονα έργα. Μια τρίτη έκθεση το 2015 υπό τον τίτλο «Recto/Verso» επικεντρώθηκε στις αμφίπλευρα ζωγραφισμένες βυζαντινές εικόνες, την αφαίρεση που εμπεριέχουν και τον απόηχό τους στον κυπριακό μοντερνισμό. Την ίδια χρονιά, στο Κάστρο του Κολοσσίου, πραγματευτήκαμε μέσα από την τωρινή εικαστική έκφραση την ιστορία του μνημείου, τη Φραγκοκρατία και τους Ιωαννίτες Ιππότες, την Ενετοκρατία και την Αικατερίνη Κορνάρο, μέχρι την Αγγλοκρατία και τη μετατροπή του φρουρίου σε ιδιωτική κατοικία. Η διαλεκτική ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη και οι προεκτάσεις της στην κυπριακή χαρακτική, γλυπτική, ζωγραφική υπήρξε το αντικείμενο έκθεσης στη Δημοτική Πινακοθήκη το 2017. Εννοείται ότι μια αδιάλειπτη εκδοτική ροή τεκμηρίωσε όλες αυτές τις εκθέσεις.
-Θυμάμαι μια μοναδική έκθεση που οργανώσατε στη μεσαιωνική εκκλησία του Πελενδρίου με έργα σύγχρονων καλλιτεχνών. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε έκθεση σε εκκλησία στην Κύπρο. Πώς τα καταφέρατε; Η έκθεση έγινε κατορθωτή, το 2014, χάρη στην ευρύτητα σκέψης του Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου. Στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς και στην παραπλήσια εκκλησία της Παναγίας Καθολικής, στο Πελένδρι, τοποθετήθηκαν κάτω από θαυμαστές μεσαιωνικές τοιχογραφίες και πλάι σε μοναδικές εικόνες, από τον 12ο ως τον 17ο αιώνα, έργα σύγχρονων Κυπρίων εικαστικών που αντλούν από την αγιογραφική-εκκλησιαστική κληρονομιά του τόπου, όπως οι Άγγελος Μακρίδης, Γλαύκος Κουμίδης, Λευτέρης Ολύμπιος, Χριστόδουλος Παναγιώτου, Αντώνης Νεοφύτου, Θεόδουλος Γρηγορίου, Νίκος Χαραλαμπίδης, Τατιάνα Φεραχιάν, Ανδρέας Χρυσοχός, Λευτέρης Τάπας, Φάνος Κυριάκου, Μαριάννα Κωνσταντή, Παναγιώτης Βίττης, Στας Παράσκος, Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, Ανδρέας Σαββίδης, Στέλιος Βότσης. Το αποτέλεσμα, που προκάλεσε δέος και κατάνυξη τόσο σε προσκυνητές, πιστούς όσο και σε φιλότεχνους επισκέπτες, καταγράφεται σε συνοδευτική έκδοση.
-Πώς επηρέασαν οι σπουδές σας τη μετέπειτα διαδρομή σας; Πιστεύω πως τη χάραξαν. Εντρύφησα στις ανθρωπιστικές σπουδές, τη θεωρία της λογοτεχνίας και της τέχνης, τη γλωσσολογία, τη βυζαντινή γραμματεία και τα χρονικά που γράφτηκαν στη μεσαιωνική κυπριακή διάλεκτο, σπουδάζοντας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές (Master of Philosophy) στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και συνεχίζοντας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου εκπόνησα τη διδακτορική μου διατριβή (Doctor of Philosophy) στην «Εξήγησι της Γλυκείας Χώρας Κύπρου» του Λεοντίου Μαχαιρά. Τόσο οι δημοσιεύσεις όσο και το εκδοτικό μου έργο, αλλά και η πολιτιστική μου πορεία στον Δήμο Λεμεσού, φέρουν το στίγμα των πανεπιστημιακών μου σπουδών.
-Πιστεύετε ότι οι δήμοι θα πρέπει να αφιερώσουν μεγαλύτερα κονδύλια για τον πολιτισμό; Σαφώς, αν και ο δήμος Λεμεσού ήδη συνεισφέρει ένα τεράστιο κονδύλι στον πολιτισμό δεδομένου ότι, εκτός των εκδηλώσεων, διατηρεί έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό πολιτιστικών στεγών, καθώς λέχθηκε προηγουμένως, όπως Πινακοθήκη, Βιβλιοθήκη, Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, Ωδείο για διδασκαλία των εγχόρδων και του πιάνου, Κέντρο Τεχνών (Αποθήκες Παπαδάκη), Κέντρο Χορού, Εργαστήρι Τέχνης, Μουσείο Θεάτρου (με τον ΘΟΚ), Καρναβαλικό Μουσείο, Μουσικολογικό Αρχείο-Μουσείο Σόλωνα Μιχαηλίδη, Ιστορικό Αρχείο κ.ά. Αντίστοιχες στέγες πολιτισμού που βρίσκονται στην πρωτεύουσα, όπως η Πινακοθήκη, η Κυπριακή Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, τελούν υπό κρατική μέριμνα και χρηματοδότηση. Ο δήμος Λεμεσού θα πρέπει στο εξής να επενδύσει πρωταρχικά στην επέκταση και τον εξωραϊσμό της βαρυσήμαντης πολιτιστικής του υποδομής.

-Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε που αναλάβατε ως σήμερα, όχι μόνο στη Λεμεσό αλλά και παγκύπρια; Έχουν αλλάξει αισθητά τα πράγματα αφού τώρα πια, εκτός από την τοπική αυτοδιοίκηση και τον αρμόδιο κρατικό μηχανισμό, έχουν διεισδύσει στη σφαίρα του πολιτισμού εταιρείες παραγωγής εκδηλώσεων, πολιτιστικά ιδρύματα τραπεζών και οργανισμοί, κερδοσκοπικοί ή μη. Η Λεμεσός έχει αποκτήσει πολλούς καινούργιους πολιτιστικούς χώρους, δημοτικούς και άλλους, ενώ παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου δραστηριοποίηση από άτομα και οργανωμένους φορείς, η οποία στηρίζεται από τον δήμο. Σημειωτέον, ο ετήσιος αυτός θεσμός των πολιτιστικών χορηγιών πάει πίσω στις απαρχές της δεκαετίας του 1990.
-Τέλος του χρόνου ολοκληρώνετε τη θητεία σας ως διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του δήμου Λεμεσού. Τι κρατάτε ως πιο πολύτιμο από αυτή την πολύχρονη δράση και προσφορά στα πολιτιστικά της πόλης; Αισθάνομαι περήφανη, τυχερή κι ευλογημένη που ζυμώθηκα με τις εφευρετικές δονήσεις, τους κραδασμούς, τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τις διερευνητικές τάσεις και τις πειραματικές αναζητήσεις του κόσμου της Λεμεσού, και της Κύπρου εν γένει, που ασχολείται με τη μουσική, τον χορό, το θέατρο, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη λαϊκή παράδοση, τις εικαστικές και τις παραστατικές τέχνες.
-Τι κερδίσατε ως άνθρωπος; Έναν εσωτερικό, συναισθηματικό και πνευματικό πλούτο που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από καμιά θεωρητική-ερευνητική ή πανεπιστημιακή ενασχόληση. Αποτελεί θείο δώρο η εργασία σου να είναι άμεσα συσχετισμένη και να περιστρέφεται γύρω από τα ουσιαστικά σου ενδιαφέροντα. Η καθημερινότητά μου υπό την έννοια αυτή υπήρξε μια ακατάπαυστη διαδικασία επιμόρφωσης και καλλιέργειας, προσφέροντάς μου τη δυνατότητα εισαγωγής πρωτότυπου εννοιολογικού-ιδεολογικού σκεπτικού σε εκδηλώσεις και εκθέσεις, και κατά συνέπεια της παραγωγής και κατάθεσης πολλών συγγραφικών, εκδοτικών εντρυφήσεων για τον δήμο Λεμεσού.
-Πώς σχεδιάζετε τη νέα πορεία σας; Έχετε πλάνα για την επόμενη μέρα; Έχω ανοικτά αρκετά ερευνητικά πεδία, καθώς και εικαστικά εγχειρήματα, και ευελπιστώ πως θα καταφέρω να ολοκληρώσω και να εκδώσω κάποια απ’ αυτά, όπως επίσης να μεταφράσω στην ελληνική το βιβλίο μου «Narrative and Stylistic Structures in the Chronicle of Leontios Machairas» που έγραψα στην αγγλική γλώσσα, στην οποία και εκδόθηκε από το Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, το 1998.
-Μεγαλώσατε στην καρδιά της Λεμεσού, στην Αγία Ζώνη. Ποιες ήταν οι πρώτες επιρροές και ερεθίσματα που αφορούσαν τις τέχνες; Μεγάλωσα στο κέντρο της πόλης, στην Αγία Ζώνη, κοντά σ’ όλα τα δημοτικά και δημόσια κτήρια, τότε. Μπορούσα να πάω με τα πόδια στα θέατρα και τα σινεμά, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, στο Δημοτικό Μέγαρο όπου διοργανώνονταν και οι πρώτες εκθέσεις τέχνης, πριν την ύπαρξη οποιασδήποτε γκαλερί στην πόλη. Εκεί, στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημαρχείου, στη διάρκεια μουσικών/χορωδιακών εκδηλώσεων όπου συμμετείχα ως μαθήτρια, είδα και τις πρώτες εκθέσεις τέχνης. Η πρώτη επαγγελματική σχολή μπαλέτου της Λεμεσού, όπου φοίτησα για έξι χρόνια, βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου, ενώ μια κοντινή διαδρομή ήταν και το Κηποθέατρο, όπου τα καλοκαίρια δίναμε τις χορευτικές μας παραστάσεις και παρακολουθούσαμε τις εκδηλώσεις του Διεθνούς Φεστιβάλ Λεμεσού.
-Απ’ ό,τι γνωρίζω ταξιδεύετε πολύ. Πόσο επέδρασαν στη σκέψη σας τα ταξίδια; Τα ταξίδια είναι η υψηλότερη μορφή ενδοσκόπησης. Ανακαλύπτεις τον εαυτό σου μόνο σε συσχέτιση με άλλους κόσμους. Υπάρχει χαώδης διαφορά ανάμεσα στο να διαβάζεις για ανθρώπους και τόπους και στο να τους βιώνεις, εισπνέοντας κι απορροφώντας την ίδια την αύρα τους. Ταξίδεψα απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη και επανειλημμένα στη Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία και βεβαίως Βρετανία. Επίσης στη Σκανδιναβία, Ασία, Λατινική Αμερική, Αφρική. Με σημάδεψε κυριολεκτικά η Ινδία, όπου στα νεανικά μου χρόνια, αυτοσχεδιάζοντας την πορεία μας, διακινηθήκαμε με παρέα, εξερευνώντας για έναν ολόκληρο μήνα την τεράστια χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι υπερβατικοί κυμβαλισμοί στους ναούς του Βαρανάσι, πλάι στον Γάγγη, επανέρχονται συχνά ως ανεξίτηλες ηχητικές μνήμες μιας υπερκόσμιας αίσθησης των πραγμάτων.
–Η τέχνη για σας είναι τρόπος ζωής; Θα έλεγα πως είναι, αφού ένα καθοριστικό μέρος της ζωής μου διοχετεύεται στη θέαση, διοργάνωση και επιμέλεια εκθέσεων καθώς και στη συγγραφή σχετικών κειμένων, ενώ επίσης ένα ουσιαστικό μέρος των ταξιδιών μου αφιερώνεται σε επισκέψεις μουσείων αλλά και μόνιμων ή περιοδικών εκθέσεων. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής μου ζωής είχα ήδη επισκεφτεί αρκετά από τα σημαντικότερα μουσεία και πινακοθήκες ανά τον κόσμο. Παρακολουθώ τακτικά την Μπιενάλε Τέχνης στη Βενετία και άλλες διεθνείς εικαστικές διοργανώσεις, όπως τη Documenta στο Kassel της Γερμανίας. Επισκέφτηκα πολλά μουσεία στις ΗΠΑ εκ των ένδον, καθοδηγούμενη σε αθέατα για το κοινό τμήματά τους και σε εργασίες πίσω από το προσκήνιο, από διευθυντές συλλογών και επιμελητές, π.χ. του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης, του Smithsonian American Art Museum στη Washington DC κ.ά., μέσω ειδικών προγραμμάτων και υποτροφιών του Αμερικανικού Κέντρου στη Λευκωσία.
-Έχετε ζήσει από κοντά τη μετεξέλιξη της Λεμεσού ανά τις δεκαετίες. Πιστεύετε ότι πρέπει να σταματήσει η αλλοίωση του παραλιακού μετώπου της πόλης; Θα ήταν ευχής έργο να αποβεί πιο εγκρατής η ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου με τα υψιπετή κτήρια. Αντιθέτως, όμως, ο οικοδομικός παροξυσμός που άλλαξε παντελώς την όψη του ανατολικού της τμήματος εκτείνεται τώρα και προς δυσμάς με ταχείς ρυθμούς. Η Λεμεσός δεν θυμίζει πια την πόλη όπου εμείς οι μεγαλύτεροι ζήσαμε τα παιδικά, τα εφηβικά μας χρόνια και ένα σημαντικό μέρος της ζωής μας. Πολλοί ισχυρίζονται πως αυτή είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη αν δεν θέλουμε να δούμε, σε δυο δεκαετίες, όλη την ύπαιθρο της Λεμεσού, από τα βόρεια προάστια ως τα χωριά του Τροόδους και τις Πλάτρες, να αφανίζεται με την ανέγερση διώροφων κατοικιών, λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής συρροής.
-Θεωρείτε δυσανάλογη την οικονομική ανάπτυξη της Λεμεσού με την πολιτιστική ανάπτυξη; Θεωρώ ότι η πολιτιστική ανάπτυξη της Λεμεσού είναι κατακόρυφη, συμβαδίζοντας με την καθ’ ύψος κτηριακή της ανάπτυξη, αν αναλογιστούμε την αύξηση των πολιτιστικών της φορέων και δημιουργών, αλλά και των πολιτιστικών της ιδρυμάτων καθώς και την ποιότητα του έργου τους. Η φανταχτερή αυτή όψη, που παραπέμπει στην οικονομική ευμάρεια του νεοπλουτισμού και σε ελλιπές υπόβαθρο παράδοσης και παιδείας, δεν αντικατοπτρίζει την αληθινή ψυχοσύνθεση της πόλης και των γηγενών κατοίκων της. Μέρος αυτής της οικοδομικής υπερπαραγωγής θα έπρεπε να διοχετεύεται, υπό μορφή γενναιόδωρων χορηγιών, προς τον εκσυγχρονισμό υποδομών όπως η Δημοτική Πινακοθήκη, το Δημοτικό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, καθώς και προς την οικονομική ενίσχυση των προγραμμάτων στο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο, το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών-Αποθήκες Παπαδάκη, το Ριάλτο και τόσα άλλα.
-Αν είχατε την ευθύνη να ξεναγήσετε κάποιον ξένο στην πόλη, σε ποια αγαπημένα σας μέρη θα τον οδηγούσατε; Για ένα περίπατο στην προκυμαία, από την Ακτή Ολυμπίων στο Πάρκο Γλυπτικής και στο παλιό λιμάνι παραδίπλα. Θα τον οδηγούσα μετά απέναντι, σε μια περιδιάβαση στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στην εκκλησία της Αγίας Νάπας, στα στενά του Ζικ-Ζακ και της Γενεθλίου Μιτέλλα, στο Κάστρο, στην οδό Αγκύρας με τα καλλιτεχνικά εργαστήρια και τις γκαλερί στην πρώην τουρκοκυπριακή συνοικία, κι απ’ εκεί στην οδό Ειρήνης με τα παλιά αρχοντικά. Αναλόγως των ενδιαφερόντων του, θα τον ξεναγούσα ανατολικότερα επί της Αγίου Ανδρέου στο Δημοτικό Κέντρο Τεχνών-Αποθήκες Παπαδάκη, στο Δημοτικό Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Οδοιπορώντας ξανά πλάι στη θάλασσα και τον Δημόσιο Κήπο, θα καταλήγαμε στην παράκτια Δημοτική Πινακοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Τέλος, σε μια κοντινή διαδρομή με τ’ αυτοκίνητο θα επισκεπτόμασταν τα δύο παραπλήσια αρχαία βασίλεια της Αμαθούντας και του Κουρίου.