Ο Γερμανός σκηνοθέτης, συνιδρυτής της ομάδας Rimini Protokoll, θεωρεί ότι το θέατρο γίνεται πιο ενδιαφέρον όσο αφήνει την παραδοξότητα ανοιχτή.
Στην Κύπρο είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε γεύση από το πρωτοποριακό σύμπαν των Rimini Protokoll το 2017 με τη διαδρομή- παράσταση «Remote Pafos» στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας κι έναν χρόνο αργότερα με το «Home Visit Europe» σε ιδιωτική οικεία κοντά στη Νεκρή Ζώνη της Λευκωσίας. Έξι χρόνια μετά, ο Ντάνιελ Βέτσελ, βασικό στέλεχος της πολυβραβευμένης γερμανικής καλλιτεχνικής τριάδας, περπάτησε ξανά στους δρόμους της πρωτεύουσας ως προσκεκλημένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου Κύπρου (CITF), προκειμένου να προετοιμάσει το έδαφος για τη φιλοξενία του πρότζεκτ «100% Λευκωσία», το οποίο από το 2008 έχει παρουσιαστεί σε σχεδόν 40 χώρες. Οι τρεις τους, με την Χέλγκαρντ Χάουγκ και τον Στέφαν Κέγκι, κάτοχοι και του περίβλεπτου Βραβείου «Νέες Θεατρικές Πραγματικότητες», εξερευνούν εδώ και 25 χρόνια εναλλακτικές μορφές επιτέλεσης και αφηγηματικών μέσων, με παιχνιδιάρικο και πειραματικό πνεύμα, αναδομώντας την ευφάνταστα την καθημερινότητα. Το φορμάτ «100% City» βασίζεται σε δείγματα του πληθυσμού μιας πόλης και στην περίπτωση της Λευκωσίας στόχος είναι να πραγματοποιηθεί λίγο πριν το Πάσχα του 2026, κατά την Κυπριακή Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Είναι σύνθετο και φιλόδοξο πρότζεκτ, ωστόσο ανεξαρτήτως έκβασης αδράξαμε την ευκαιρία για μια συζήτηση με έναν από τους πιο επιδραστικούς παραστατικούς δημιουργούς του 21ου αιώνα, που για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα.
–Πώς ήταν η εμπειρία της ζωής στην Αθήνα; Από το 2003 είμαι πολύ συνδεδεμένος με την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα και την αθηναϊκή καθημερινότητα. Έζησα και τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων, έμενα τότε στην Πλάκα. Άρχισα να μαθαίνω τη γλώσσα λόγω έρωτα και λόγω… γιαγιάδων που δεν μιλούσαν αγγλικά. Η Ελληνίδα σύζυγός μου εργαζόταν τότε στην Ολυμπιακή ως αεροσυνοδός κι όταν το 2009 έκλεισε μετακομίσαμε με την κόρη μας στο Βερολίνο. Δυστυχώς, κάποια στιγμή χωρίσαμε και δικαίως επιθυμούσε να επιστρέψει στην οικογένειά της. Αποφάσισα τότε να τις ακολουθήσω. Έμεινα στην Αθήνα ουσιαστικά μέχρι τον κορωνοϊό. Συν τοις άλλοις, η κόρη μου προτίμησε να πάει τελικά σε γερμανικό σχολείο στο Βερολίνο. Κοντεύει πλέον τα 19 κι έχει ξαδέρφια σε Ελλάδα, Γερμανία, Αγγλία. Ξεκίνησε να χαράσσει τον δικό της δρόμο και ανυπομονώ να δω πού θα τη βγάλει.
–Πώς θα περιέγραφες τον πυρήνα της φιλοσοφίας των Rimini Protocol; Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του θεάτρου είναι η συνεύρεση, η συλλογική εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι εσύ κι εγώ αν πάμε στο θέατρο θα συναντηθούμε. Εσύ μπορεί να είσαι στη σειρά 2 κι εγώ στη σειρά 8. Βρισκόμαστε απλώς στον ίδιο χώρο. Το ζητούμενο είναι μόνο ν’ ακούς μια ηθοποιό να υποδύεται τη Μήδεια ή να βρεις στα πάθη της Μήδειας -ελπίζω όχι κυριολεκτικά- σημείο επαφής με μια προσωπική εμπειρία; Χωρίς να εναντιωνόμαστε στο θέατρο που βασίζεται στην ερμηνεία ρόλων, δικό μας σημείο εκκίνησης είναι να μάθουμε εμείς από το κοινό. Κοινό χαρακτηριστικό στα εκάστοτε πρότζεκτ μας είναι ότι προσπαθούμε να «ξεκλειδώσουμε» τη «συνηθισμένη ζωή». Για μας το θέατρο είναι ένας τόπος όπου ερχόμαστε για ν’ ακούσουμε ο ένας τον άλλον. Αντί να υπάρχει ένας ηθοποιός που υποδύεται κι εμείς να αναλύουμε την ερμηνεία συναισθηματικά ή υπαρξιακά, προκαλούμε καταστάσεις που μοιάζουν με δράμα, αλλά είναι αληθινές. Πρόκειται για βιωματικές εμπειρίες όπου ο θεατής είναι ο «ειδικός» και συμμετέχει ενεργά.
–Τι προσφέρουν στα έργα σας οι «ειδικοί της καθημερινότητας» που δεν μπορούν να προσφέρουν οι επαγγελματίες ηθοποιοί; Δεν έχουμε δουλέψει ποτέ ούτε μ’ έναν ερασιτέχνη. Αλλά επίσης ελάχιστα έχουμε δουλέψει με ηθοποιούς. Στο θέατρο που κάνουμε οι ηθοποιοί είναι οι «ερασιτέχνες» και ο κόσμος που δεν έχει παίξει ποτέ στο θέατρο είναι οι «επαγγελματίες». Πώς γίνεται αυτό; Όταν ζητάς από ηθοποιό να αφηγηθεί μια ιστορία στη σκηνή θέλει να γνωρίζει το υπόβαθρο του χαρακτήρα, τον τρόπο που θα τον ερμηνεύσει κ.λπ. Λόγω ακριβώς της επαγγελματικής του κατάρτισης, φύσης και ιδιοτυπίας αναλύει πώς θα το ερμηνεύσει. Αν εγώ κι εσύ, όμως, λέγαμε μια ιστορία, δεν θα την «ερμηνεύαμε». Υπάρχει μια «αυθεντικότητα» την οποία οι ηθοποιοί χάνουν λόγω ιδιότητας. Οι ειδικοί δεν τη χάνουν γιατί δεν έχουν εκπαιδευτεί να υποκρίνονται. Είναι «επαγγελματίες», επειδή ακριβώς έκαναν «πρόβα» σε όλη τους τη ζωή γι’ αυτή την παράσταση. Τα χέρια ενός ηθοποιού λίγο πριν βγει στη σκηνή, συχνά είναι ιδρωμένα. Με τους «ειδικούς» δεν συμβαίνει ποτέ αυτό. Γιατί ξέρουν ποιοι είναι.
–Δεν ισχύει ο «φόβος της σκηνής»; Όχι. Μοιάζει περισσότερο με το αίσθημα ενθουσιασμού ή αδημονίας πριν κάνεις κάτι συναρπαστικό, όπως πριν μπεις σ’ ένα ρόλερ κόστερ. Δεν ιδρώνουν τα χέρια. Ο φόβος της σκηνής είναι κάτι άλλο. Έχει να κάνει με το ενδεχόμενο αποτυχίας, την πιθανότητα να βρεθείς εκτεθειμένος. Το ίδιο ισχύει για έναν ζωγράφο που παρουσιάζει πίνακές του σε έκθεση. Εδώ, όμως, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας γιατί δεν υπάρχει περίπτωση αποτυχίας.

Θα προκύψει ένας καθρέπτης της σημερινής Λευκωσίας. Η σύνθεση αυτού του μωσαϊκού είναι μια δημιουργική, χρονοβόρα διαδικασία και η ομάδα των 100 θα είναι ένα είδος συν-γραφέων και φορέων κοινωνικής γλυπτικής.
–Εσύ ως ο δημιουργός δεν έχεις αγωνία και φόβο αποτυχίας όταν πρωτοπαρουσιάζεις έργο σου; Θεωρητικά, θα έπρεπε. Ουσιαστικά, όμως, δεν έχουμε. Ακόμη κι αν έρθει κάποιος δημοσιογράφος και γράψει αρνητική κριτική ή κάποιος πει ότι δεν του άρεσε, δεν πειράζει. Η δική μας απόλαυση έγκειται σε άλλα πράγματα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις ανθρώπους, να μιλήσεις μαζί τους, να μάθεις από αυτούς. Τους παρουσιάζεις με τρόπο που τους αρέσει, σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Οπότε, είναι σχεδόν αδύνατο να αποτύχεις. Το πολύ- πολύ να πει κάποιος ότι του φάνηκε βαρετό κι αυτό εξαρτάται και αλλάζει κάθε φορά. Δεν μιλάμε για «υψηλή τέχνη».
–Γιατί η διαδραστικότητα και η εμβύθιση είναι τόσο θεμελιώδη στοιχεία στην προσέγγισή σας; Το θέατρο πρέπει να είναι ενδιαφέρον και διασκεδαστικό, ανεξάρτητα από το θέμα με το οποίο καταπιάνεται. Προσπαθούμε πάντα να βρίσκουμε τρόπους να κάνουμε κάτι ενδιαφέρον. Δουλεύουμε με φορμάτ. Εστιάζουμε στο θέατρο της καθημερινότητας. Μόλις έφτασα στη Λευκωσία έκανα τα πρώτα μου βήματα μετά από έξι χρόνια. Τη βλέπω σαν σκηνή. Κοιτάζω κάθε κατάστημα και σκέφτομαι ότι είναι καταπληκτικό σκηνικό κι αυτό που κάνουν οι άνθρωποι στον δρόμο το βλέπω σαν θεατρική δράση. Στο «Remote Paphos» προσκαλέσαμε τον θεατή να βιώσει μια αλλιώτικη εμπειρία- περιπέτεια στην ίδια του την πόλη. Στο «Home Visit Europe» φέραμε μαζί αγνώστους στο σαλόνι ενός σπιτιού για να διηγηθούν ιστορίες, να πάρουν κοινές αποφάσεις και να παίξουν ο ένας εναντίον του άλλου. Αυτή είναι η βάση της ΕΕ: ένας συνδυασμός ανταγωνισμού και συνεργασίας, μια παραδοξότητα. Το θέατρο γίνεται πιο ενδιαφέρον όσο αφήνει την παραδοξότητα ανοιχτή.
–Ποια εντύπωση σχημάτισες από τη σημερινή Λευκωσία; Ζω σε μια περιοχή του Βερολίνου όπου περίπου το 20% είναι τουρκικής καταγωγής και κοντά είναι το Neukölln όπου μέχρι και το 35-40% έχουν αραβικό ή αφρικανικό υπόβαθρο. Υπάρχουν επίσης Αμερικανοί, ακούς όλο και περισσότερα ισπανικά και στη γειτονιά υπάρχει μια κλειστή αγορά, πλήρως εξευγενισμένη, που έχει μετατραπεί σε πολυχώρο φαγητού και δεν μπορείς να τη διασχίσεις χωρίς να βρεθείς μέσα στη selfie κάποιου food influencer. Γνωρίζω πώς είναι να ζεις σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και μου αρέσει. Είμαι απόλυτα γοητευμένος με την Κύπρο, γιατί είναι μια χώρα με ευρωπαϊκή κουλτούρα που ταυτόχρονα συνδυάζει ρίζες και αναφορές από άλλες περιοχές. Επίσης, ακούς πολλές γλώσσες. Με ελκύει η δυνατότητα μιας πολυπολιτισμικής, ποικιλόμορφης συνύπαρξης, που είναι σημαντικότερη από τη συμβίωση. Η αναγνώριση της διαφορετικότητάς μας είναι σημείο εκκίνησης για όφελος, συνεργασία, επικοινωνία και σεβασμό. Όχι για διχόνοιες.
-Στα χαρακτηριστικά αυτής της πόλης είναι και η διαίρεση. Πώς βλέπεις αυτή την ιδιαιτερότητα; Η έννοια της διαίρεσης δεν παραπέμπει πάντα σε κάτι κακό. Υπάρχει στη φύση και στην κοινωνία. Ακόμη και στην οικογένεια. Οι γονείς και τα παιδιά δεν θέλουν να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο. Μικρές καθημερινές διαιρέσεις υπάρχουν πάντα. Αυτό δεν είναι μια πολιτική τοποθέτηση. Εφόσον η κατάσταση έχει έτσι, πρέπει να τη δούμε κι απ’ αυτή την οπτική. Τα πράγματα ούτως ή άλλως αλλάζουν. Οι άνθρωποι εδώ ελπίζουν ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί κι αυτό είναι μια υπέροχη προοπτική. Αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμη εκεί. Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί λόγοι που διατηρούν αυτή τη διαίρεση.
–Δεν γεννήθηκες στο Βερολίνο, αλλά ζεις εκεί, συνεπώς γνωρίζεις τι σημαίνει για μια πόλη να είναι διαιρεμένη. Υπό ποιες προϋποθέσεις ένα τέτοιο πρότζεκτ μπορεί να λειτουργήσει γεφυροποιητικά; Στην περίπτωση του Βερολίνου και της Γερμανίας η διαίρεση έληξε πριν από 35 χρόνια. Στην Κύπρο συνεχίζεται εδώ και 50. Είναι διαφορετικό. Για το μόνο που θα μπορούσα να έχω άποψη είναι το αίσθημα μετά από 35 χρόνια, σε περίπτωση που η διαίρεση τελείωνε σήμερα. Στη Γερμανία, υπάρχουν σήμερα πολίτες μέχρι 35 χρονών που δεν πρόλαβαν τη διαίρεση και δεν έζησαν από πρώτο χέρι την πτώση του Τείχους, αλλά εξακολουθούν να νιώθουν «δυτικοί» ή «ανατολικοί». Παίζει ρόλο η παράδοση, οι αφηγήσεις, ο τρόπος που ο απόηχος των ιστορικών γεγονότων επηρεάζει τις συνειδήσεις. Υπάρχουν Γερμανοί που νοσταλγούν ακόμη εκείνη την εποχή, χωρίς καν να την έχουν ζήσει. Αισθάνονται ξένοι στη νέα κοινωνία. Υπάρχουν φυσικά αυτοί που νιώθουν ανακουφισμένοι από την ενοποίηση, όσο κι εκείνοι που αισθάνονται αδικημένοι ανεξαρτήτως συστήματος. Το ερώτημα είναι πώς εγώ βρίσκω σημεία ταύτισης με όλους αυτούς, παρότι προερχόμαστε από το ίδιο έθνος.

Η έννοια της διαίρεσης δεν παραπέμπει πάντα σε κάτι κακό. Υπάρχει στη φύση και στην κοινωνία. Ακόμη και στην οικογένεια. Οι γονείς και τα παιδιά δεν θέλουν να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο. Μικρές καθημερινές διαιρέσεις υπάρχουν πάντα.
–Πώς αυτή η πραγματικότητα θα γίνει μέρος ενός πρότζεκτ όπως το επερχόμενο «100% Λευκωσία»; Είμαι εδώ για να το διαπιστώσω αυτό. Έρχομαι απ’ έξω, δεν έχω ιδέα για τα συναισθήματα των ανθρώπων και το έργο αυτό βασίζεται εξ ολοκλήρου στα συναισθήματα. Εμείς είμαστε απλώς οι διαχειριστές μιας ιδέας. Αυτή μπορεί να υλοποιηθεί μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι που ζουν εδώ επιθυμούν να τη δουν να υλοποιείται. Είναι σαν να φτιάχνεις ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, να φέρνεις το ταμπλό και να προσκαλείς το κοινό να παίξει, αν δεχτεί τους κανόνες. Κανόνας Νο1 αυτού του παιχνιδιού είναι ότι πρέπει να υπάρχουν 100 άτομα στη σκηνή που να αντιπροσωπεύουν τον σημερινό πληθυσμό της πόλης, ηλικιακά, κοινωνικά, επαγγελματικά, εθνοτικά κ.ο.κ. Για παράδειγμα, δεν μπορούν να υπάρχουν πάνω από 1-2 επαγγελματίες καλλιτέχνες. Το πρότζεκτ διαφέρει από πόλη σε πόλη και βρίσκομαι εδώ για ν’ ανακαλύψω τον τρόπο και τις σωστές ερωτήσεις που πρέπει να τεθούν. Αν ο ελέφαντας» πρέπει να μείνει στο δωμάτιο, θα μείνει.
–Πώς εξασφαλίζεται ένα πραγματικά αντιπροσωπευτικό δείγμα συμμετεχόντων; Δεν πρόκειται για κάστινγκ, αλλά για αναζήτηση. Η διαδικασία συνδυάζει την έρευνα με την αλληλεπίδραση με την κοινότητα. Είναι ουσιαστικά μια αλυσίδα, όπου κάθε συμμετέχων προτείνει τον επόμενο, εξασφαλίζοντας μια ποικιλία από διαφορετικές προσωπικότητες και υπόβαθρα. Το διασκεδαστικό και διαδραστικό στοιχείο του εγχειρήματος είναι η σύνδεση των ανθρώπων μέσω προσωπικών ιστοριών και της σχέσης τους με την πόλη. Προκύπτει ένα δίκτυο που ξεπερνά τα τυπικά χαρακτηριστικά και εισάγει τη συναισθηματική διάσταση στην επιλογή των συμμετεχόντων. Σκοπός είναι να δημιουργηθεί μια πολυφωνία απόψεων και ιστοριών. Κρίσιμη εννοείται ότι είναι η εξασφάλιση κάποιων στατιστικών στοιχείων, ώστε να επιτευχθεί μια πειστική αναπαράσταση της κοινωνίας και στρωμάτων της. Θα προκύψει ένας καθρέπτης της σημερινής Λευκωσίας. Η σύνθεση αυτού του μωσαϊκού είναι μια δημιουργική, χρονοβόρα διαδικασία και η ομάδα των 100 θα είναι ένα είδος συν-γραφέων και φορέων κοινωνικής γλυπτικής.
–Ποιος ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος που μπορεί να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα σε μια πόλη και τους κατοίκους της, πέρα από τις όποιες καλλιτεχνικές προεκτάσεις; Οι καλλιτεχνικές προεκτάσεις δεν είναι κύριο ζητούμενο. Αφορά περισσότερο τη θετική ανάμνηση μιας κοινής εμπειρίας, πώς μπορούμε να συνυπάρξουμε και να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον. Είναι μια εμπειρία που μπορείς να ζήσεις μόνο στην πόλη σου. Από το 2008 παρουσιάσαμε αυτό το πρότζεκτ σε περίπου 40 πόλεις. Προσωπικά, την πιο έντονη συναισθηματικά εμπειρία τη βίωσα στην πόλη όπου ζω, το Βερολίνο. Μετά από τόσα χρόνια, παίρνω το μετρό κι έρχονται στο μυαλό μου άνθρωποι που είχα δει τότε στη σκηνή. Άλλαξε την αίσθηση και την εικόνα που είχα για την πόλη μου, γνώρισα ανθρώπους που δεν θα συναντούσα ποτέ χωρίς αυτή την αφορμή.
–Πότε έρχεται η σειρά μιας πόλης; Το κάνουμε μόνο όταν οι κάτοικοι το ζητούν. Δεν το προωθούμε. Δεν έστειλα ποτέ ούτε ένα email προς μια πόλη ρωτώντας αν θα τους ενδιέφερε το πρότζεκτ μας. Συμβαίνει μόνο όταν άνθρωποι μιας πόλης νιώσουν ότι ήρθε η ώρα. Τότε επικοινωνούν μαζί μας. Είναι η στιγμή που η πόλη θέλει να μάθει πού βρίσκεται, ποια είναι η παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Και αφορά πάντα το «τώρα». Ναι, το παρελθόν είναι πάντα εκεί, το μέλλον είναι πάντα εκεί, προφανώς υπάρχουν και παιδιά στη σκηνή, υπάρχει η ελπίδα για το αύριο. Όμως, το θέατρο αφορά πάντα το «τώρα». Είναι ένας χώρος συνάντησης στο παρόν. Ήταν και παραμένει ένα εργαστήριο συναισθημάτων και σκέψεων.

–Υπάρχουν δεοντολογικές προκλήσεις όταν μοιράζεστε προσωπικές ιστορίες με ειδικούς της καθημερινότητας; Ναι και όχι. Στη Σιγκαπούρη π.χ. μάς ενημέρωσαν ότι θα υπάρχει λογοκριτής στις πρόβες και πρέπει να τού παραδίδουμε καθημερινά το σενάριο. Θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό, σαν να έχεις μαζί σου έναν οικονόμο. Δεχτήκαμε. Διότι η δική μας «αυτολογοκρισία» είναι ακόμη πιο ισχυρή. Αν έχουμε την αντιπροσώπευση του πληθυσμού μιας πόλης, τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί πάνω στη σκηνή που δεν θα μπορούσε να ειπωθεί στην καθημερινή ζωή. Δεν είναι μηχανή αλήθειας. Ούτε πολιτικό εργαλείο. Είναι ένας καθρέφτης του ποιοι είμαστε. Κάτι μετριοπαθές μάλλον κι όχι σκανδαλιστικό. Για παράδειγμα, η queer κοινότητα αποτελεί κατά μέσο όρο το 7% του πληθυσμού κάθε πόλης μεταξύ των ενηλίκων. Σε κάποιες πόλεις, δεν ήταν δυνατό να το αναδείξουμε αυτό. Η ορατότητά τους στη σκηνή εξαρτάται από την ορατότητα που έχουν στην πόλη.
–Σε μια πόλη υπάρχει επίσης ένα ποσοστό μισαλλόδοξων, ρατσιστών κ.λπ. Πώς θα μπορούσαν αυτοί να συνυπάρξουν σε μια σκηνή με εθνοτικές μειονότητες ή με άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας; Υπάρχει μια προϋπόθεση: ο σεβασμός. Προφανώς, μ’ ένα φασίστα ή ρατσιστή είναι δύσκολο να υπάρχει, οπότε εδώ έχουμε δήλωση αποποίησης. Συγγνώμη γι’ αυτό. Δεν υπάρχει κανόνας χωρίς εξαίρεση σ’ αυτή τη ζωή.
–Πώς διαχειρίζεστε μια απρόβλεπτη κατάσταση; Μα, την προσδοκούμε! Μάς τρέφει. Αυτό είναι το νόημα! Όταν συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο στο θέατρο, όλοι ξυπνούν. Υπάρχουν σκηνοθέτες τόσο απεγνωσμένοι για απρόβλεπτα γεγονότα, που έφτασαν να τα κυνηγούν. Είδα κάποτε μια παράσταση στη Φρανκφούρτη του καλού Βέλγου σκηνοθέτη Γιαν Λάουερς, σε έργο του Χέμινγουεϊ. Καλή ήταν, αλλά κυλούσε λίγο βαρετά. Ξαφνικά, ένας προβολέας έσκασε με κρότο στη σκηνή. Μπαμ! Όλοι σοκαρίστηκαν. Αποδείχτηκε ότι ο σκηνοθέτης με τον τεχνικό διευθυντή του θεάτρου ανέβηκαν και κανόνισαν το «ατύχημα», γνωρίζοντας βέβαια ακριβώς πού κινούνται οι ηθοποιοί. Ήταν ό,τι πιο κοντινό στον τρόμο του θανάτου, που είναι δύσκολο να πετύχει ρεαλιστικά ένας ηθοποιός που παίζει τον ρόλο 50 φορές.
–Έχει τραυματιστεί ποτέ κάποιος σε παράστασή σας; Σωματικά; Όχι, αλλά αυτό είναι υπόθεση ασφάλειας. Συναισθηματικά ή ηθικά; Ίσως.
–Τι ρόλο μπορεί να παίξει η Τεχνητή Νοημοσύνη στο πλαίσιο της θεατρικής πράξης; Πριν από μόλις 30 χρόνια η ερώτηση θα αφορούσε το διαδίκτυο. Μέχρι πριν 15 χρόνια ήταν αδιανόητο ότι θα παρακολουθούσες βίντεο μέσω διαδικτύου στο κινητό σου. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο που καλούμαστε τώρα να κατανοήσουμε, αλλά είμαστε ακόμη μακριά. Ίσως προσδοκούμε πράγματα που δεν μπορεί να παρέχει. Ακούω να λένε ότι μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχό μας, αλλά αυτό είναι κάτι που η τέχνη θίγει εδώ και 50 ή και 100 χρόνια. Συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας όπως ο Στάνισλαβ Λεμ μιλούσαν γι’ αυτό πολλές δεκαετίες πριν. Είναι ένα ζήτημα πώς αξιοποιούμε καλλιτεχνικά ένα τέτοιο εργαλείο. Εργάζομαι πάνω σ’ αυτό το τελευταίο διάστημα.
Ελεύθερα, 15.12.2024