Η γνωστή ιστορικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας μιλά για το τρίτομο βιβλίο της «Περπατώντας στο Βασίλειο της Σαλαμίνας», που καταγράφει την Ιστορία μέσα από ιστορίες.

Τα τελευταία πέντε χρόνια η Άννα Μαραγκού περπάτησε με τον Πέτρο Φιάκκα απ’ άκρη σ’ άκρη εκεί που κάποτε ήταν το βασίλειο της Σαλαμίνας, αναζητώντας αχνάρια, αποτυπώματα, λέξεις, στίχους, κατάρες, ερείπια, θάλασσες, ύφαλους και τάφους. Το υλικό που προέκυψε από αυτό το οδοιπoρικό,  μαζί με τα προσωπικά βιώματα από τη Σαλαμίνα, την Αμμόχωστο, τα χωριά της Μεσαορίας, αλλά και οι πολλές γνώσεις της για την Ιστορία της Κύπρου, συνθέτουν το τρίτομο έργο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες με τίτλο «Περπατώντας στο Βασίλειο της Σαλαμίνας», εκδόσεις Το Ροδακιό. Όπως στις περιηγήσεις στα κατεχόμενα με το Historic Cyprus, έτσι και εδώ, η Άννα αποκαλύπτει ένα πολύτιμο κομμάτι από την ψυχή της.

Στη συνάντησή μας στο σπίτι της στον Άγιο Αντρέα, με υποδέχεται κρατώντας στα χέρια της τους τρεις τόμους του τελευταίου βιβλίου της. Ήταν πολύ συγκινημένη που ολοκληρώθηκε αυτό το σπουδαίο έργο στο οποίο ζωντανεύουν ιστορίες, μνήμες, εμπειρίες από τους τόπους που αγάπησε τόσο πολύ. Δυο μέρες προηγουμένως την ακολουθήσαμε για δεύτερη φορά, με το Historic Cyprus, σε μια περιήγηση στην αρχαία Σαλαμίνα. Με ζωντανό και αυθεντικό λόγο, η Άννα παραδίδει ολόχρονα σε εκατοντάδες Κύπριους μαθήματα πατριδογνωσίας. Κάθε φορά που βρίσκεται σ’ αυτά τα μέρη, στα χωριά της Μεσαορίας, στο μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, στη Σαλαμίνα, σου δίνει την αίσθηση ότι ζει εκεί από τα αρχαία χρόνια. Όλα αυτά τα βιώματα, γνώσεις και εμπειρίες θέλησε να ζωντανέψει και να αποτυπώσει σ’ αυτό το σπουδαίο έργο.

Πώς άρχισε η σχέση σου με τη Σαλαμίνα; Οι δεσμοί μου με τη Σαλαμίνα ξεκινούν από τα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου Γεώργιος Ν. Μαραγκός, εκτός από χειρούργος ήταν πρόεδρος των αρχαιόφιλων και αγαπούσε την ιστορία. Οι  αδελφές μου και εγώ μεγαλώσαμε σ’ ένα περιβάλλον που μας έδωσε πολλά ερεθίσματα, ο θείος μας, ο Δημήτριος Ν. Μαραγκός, δημιούργησε την Κυπρολογική του Βιβλιοθήκη στην Αμμόχωστο, έτσι η Ιστορία ήταν ζωντανό μέρος της ζωής μου. Θυμάμαι που πηγαίναμε βόλτες στην παραλία της Σαλαμίνας και συνήθως, την Καθαρά Δευτέρα, όλη η οικογένεια με πολλούς Αμμοχωστιανούς απολαμβάναμε την ημέρα μας εκεί.

«Θεός του τάλαντου». Έγκωμη 12ος -13ος αιώνας π.Χ., Κυπριακό Μουσείο. © Πέτρος Φιάκας

Αυτή η στενή σύνδεση με την Ιστορία του τόπου σε ώθησε να γίνεις αρχαιολόγος; Η σχέση μου με τη Σαλαμίνα είναι ο λόγος που πήγα να σπουδάσω Αρχαιολογία στο Βέλγιο. Ενόσω ήμουν φοιτήτρια, ο Βάσος Καραγιώργης με δέχτηκε να δουλέψω τα καλοκαίρια στις ανασκαφές ως εργάτρια και μαθήτρια. Οι τεχνίτες των Λιμνιών, του Τρικώμου, του Αγίου Σεργίου, των Στύλων έπαιξαν μεγάλο ρόλο στις ανασκαφές. Αυτή η σχέση των Σαλαμίνιων χωριών με την ανασκαφή της Σαλαμίνας είναι κάτι που έζησα από κοντά.

Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια; Ο Καραγιώργης από το 1952 ως το 1974 ζούσε στο παραλιακό σπίτι δίπλα στον ανασκαφικό χώρο με τη σύζυγο του Ζακλίν. Όταν έφερε στο φως το θέατρο και τη βασιλική νεκρόπολη, ερχόταν τα βράδια στο καφέ Boccaccio ή στον Λευκό Πύργο πάνω στην παραλία. Σ’ αυτές τις συναντήσεις έλεγε στον θείο μου, που είχε αντιπροσωπεία ξυλείας, «κύριε Μήτσο, θέλουμε τόσους πόντους να φέρεις στην ανασκαφή». Σε κάποιον που είχε ξενοδοχείο έλεγε «θέλουμε τόσα γεύματα για το μεσημέρι». Στον πατέρα μου που ήταν χειρουργός του έλεγε, «γιατρέ στείλε μας μια τέντα με μια νοσοκόμα γιατί έχει πολλές οχιές στην περιοχή». Κάθε βράδυ ο Καραγιώργης αφηγείτο στους Αμμοχωστιανούς τι βρέθηκε στην ανασκαφή. Εγώ είχα καταγοητευτεί από τις διηγήσεις του.

Αυτά τα βιώματα περιγράφεις στο έργο σου; Στο βιβλίο καταγράφω ανάμεσα σ’ άλλα τις μνήμες μας από τη Σαλαμίνα, τις βόλτες που κάναμε με την αδερφή μου τη Νίκη και βρίσκαμε νομίσματα και άλλα αρχαία θραύσματα στην παραλία. Η Σαλαμίνα είναι βίωμά μου. Όταν δυο Ισραηλινοί αρχαιολόγοι, ο Αβνερ και ο Ραμπάν ερεύνησαν τον βυθό της Σαλαμίνας ανακοίνωσαν ότι η μισή πόλη βρισκόταν μέσα στη θάλασσα. Σκέφτηκα ότι ήθελα να σπουδάσω ενάλια αρχαιολογία, να βρω την πόλη μου. Όταν τελείωσαν οι ανασκαφές του θεάτρου ήταν πολύ μεγάλος ο ενθουσιασμός ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους της Αμμοχώστου. Η πρώτη παράσταση ήταν οι «Όρνιθες» από τον Κουν το 1966. Εγώ τότε ήμουν 14-15 χρονών. Η νονά μου είναι η Βάσω Μανωλίδου, η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου, και της Νίκης η Μαίρη Αρώνη. Οι γονείς μου ήταν πολύ μέσα στα θεατρικά πράγματα. Ο πατέρας μου έγραψε ένα θεατρικό το οποίο έχω.

Σε ένα κεφάλαιο αναφέρεσαι στη ζωή σου στην Αμμόχωστο. Ποιες είναι οι πιο δυνατές αναμνήσεις; Η μάνα μου με καταγωγή από την Κοζάνη ήταν το δεξί χέρι του πατέρα μου στο χειρουργείο. Το Σάββατο και την Κυριακή ο πατέρας μου χειρουργούσε στο νοσοκομείο Αμμοχώστου και τη φύλαξή μας, της Νίκης και εμένα, αναλάμβανε η Χαβά, μια Τουρκοκύπρια νοσοκόμα. Θυμάμαι που μας έπαιρνε από το χέρι και μας περιέφερε στα σοκάκια και τα μνημεία της Αμμοχώστου. Μας έλεγε «να πάμεν να προσκυνήσουμεν τζαι ν’ άψουμεν τζερίν, τζάνουμ», σε όποια εκκλησία ή τζαμί βρισκόταν στο πέρασμά μας. Όλα αυτά που άφησα φεύγοντας το 1968 για να πάω για σπουδές ήταν για μένα μια στέρεη βάση. Το 2003, μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα ο πρώτος τόπος που ήθελα να δω ήταν η Αμμόχωστος. Πήγαμε στις 23 Απριλίου παρέα με τον Παύλο Ξανθούλη, που ήταν ανταποκριτής και πέρασε από τους πρώτους, μαζί με τη μητέρα του. Ήθελα να δω αν υπάρχουν ακόμη τα τείχη, η πόρτα, τα κωμοδρομιά.

Τι σε ώθησε να γράψεις αυτό το μεγάλο έργο; Έγραψα αυτό το βιβλίο για να μεταφέρω στον κόσμο τα δικά μου βιώματα, τα οποία συνέδεσα με τις γνώσεις μου και τη δουλειά που έκανα για την Ιστορία της Κύπρου μέσα από βιβλία και φωτογραφικά αρχεία. Πολύ σημαντικές επίσης είναι η περιηγήσεις μου όλα αυτά τα χρόνια με το Historic Cyprus. Από αυτές τις περιηγήσεις καταλαβαίνω ότι αυτό που μένει στους ταξιδιώτες είναι οι ιστορίες. Σ’ αυτό το τρίτομο έργο, λοιπόν, καταγράφεται η Ιστορία μέσα από ιστορίες. Περπατήσαμε με τον Βαρωσιώτη Πέτρο Φιάκκα απ’ άκρη σ’ άκρη το αρχαίο βασίλειο αναζητώντας ανθρώπους, αχνάρια, αποτυπώματα φανερά και αφανέρωτα, λέξεις, στίχους, κατάρες, κάμπους, ερείπια, όχτους, θάλασσες, ύφαλους και τάφους.

Μαρμάρινα αγάλματα, Γυμνάσιο Σαλαμίνας. © Πέτρος Φιάκας

Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα ώσπου να ολοκληρωθεί το βιβλίο; Δουλεύουμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Σαλαμίνα όμως είναι στη ψυχή μου από τότε που μου έκανε μαθήματα ο Καραγιώργης στον αρχαιολογικό χώρο και κρατούσα ημερολόγια. Η διπλωματική μου στο Βέλγιο αφορούσε τα ταφικά έθιμα της Σαλαμίνας. Οι μνήμες μου είναι πολύ σημαντικό κομμάτι του βιβλίου. Η Μεσαορία, το Λευκόνοικο, το Πραστειό, τα Σαλαμίνια χωριά, και αυτά της Σιερόστρατας, η Αφάνεια, Άσσια, Βατιλή, Λύση, Κοντέα, Κούκλια, Καλοψίδα -νεράκι τα ξέραμε- ήταν περάσματά μας γιατί πολλοί σ’ αυτά τα χωριά ήταν κουμπάροι του πατέρα μου. Στον δεύτερο τόμο της τριλογίας, που αναφέρεται στην Αμμόχωστο, υπάρχουν αποσπάσματα από το ημερολόγιο του πατέρα μου στο οποίο περιγράφει πώς μετέφεραν το Νοσοκομείο της Αμμοχώστου στη διάρκεια της εισβολής στο ξενοδοχείο Μάρκος, στα κοντινά χωριά, για να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς. Ο πατέρας μου ήταν πρόξενος της Αυστρίας και είχε πληροφορηθεί από το αυστριακό απόσπασμα ότι θα βομβαρδιστεί η Αμμόχωστος.

Ποιο ρόλο έπαιξε το Βασίλειο της Σαλαμίνας στην ιστορία της Κύπρου; Η Σαλαμίνα δεν είναι μόνο τα ρωμαϊκά ερείπια που βλέπει κανείς σήμερα. Για τον κάθε Κύπριο, η Σαλαμίνα έχει μια πιο βαθιά διάσταση: Τη σχέση μας με την Ελλάδα. Όταν καταστρέφεται ο Μινωικός και ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο κόσμος φεύγει. Όπως έρχονται σήμερα οι πρόσφυγες από τη Συρία, έτσι έρχονταν κι αυτοί στην Κύπρο για τον χαλκό της. Κάποια στιγμή πήραν το πάνω χέρι, έγιναν οι κυρίαρχοι του τόπου και επικράτησε το δωδεκάθεο. Κάτω από τη ρωμαϊκή Σαλαμίνα είναι η γεωμετρική και αρχαϊκή της εποχή, τότε που είμασταν κάτω από ασσυριακή, αιγυπτιακή και περσική κατοχή. Ακολουθεί η κλασική εποχή του Ευαγόρα, η εποχή των Πτολεμαίων όταν μετονομάζεται η πόλη σε Αρσινόη και τέλος η Σαλαμίνα γίνεται η Κωνσταντία του Βυζαντίου. Η πόλη μετατοπίζεται όπως μετατοπίζεται αναγκαστικά ο πληθυσμός κάθε φορά μετά από μια καταστροφή, ή λόγω της διαχρονικής αναζήτησης ενός νέου λιμανιού. Το Βασίλειο της Σαλαμίνας ήταν σπουδαίο λόγω του λιμανιού και της εμπορίας του χαλκού που καθόρισε την πορεία του νησιού.

Ψηφιδωτά της Βασιλικής του Αγίου Επιφανίου. © Πέτρος Φιάκας

-Το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι η Αμμόχωστος; Βέβαια, η Σαλαμίνα είναι το «προζύμι» της Αμμοχώστου. Η Σαλαμίνα είναι η νέα πόλη που την κτίζουν οι Μυκηναίοι και την κοσμούν Έλληνες καλλιτέχνες. Το βιβλίο τούτο ζει, πορεύεται και ταυτίζεται με το βασίλειο της Σαλαμίνας, που γίνεται ένα με την Αμμόχωστο και το Βαρώσι. Η Σαλαμίνα παραμένει 11 αιώνες στην Ιστορία μας.

Πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του Πέτρου Φιάκκα στην έκδοση του βιβλίου; Ο Πέτρος έδωσε ψυχή στο βιβλίο με τις φωτογραφίες του. Αποδίδει μοναδικά την ύλη, τον πωρόλιθο και αποτυπώνει όλη την αγάπη του για την πέτρα. Θα μπορούσε να ήταν ένα βιβλίο αφιερωμένο στην πέτρα της Κύπρου. Το ταλέντο του απαθανατίζει κάτι που ενώ είναι παρελθόν, γίνεται παρόν και έχει μέλλον. Η ομορφιά της τριλογίας ανήκει στις φωτογραφίες του Πέτρου.

Ο χώρος της Σαλαμίνας σήμερα δεν συντηρείται όσο θα έπρεπε. Τι μπορεί να γίνει; Η Σαλαμίνα θα έπρεπε να ήταν στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Είναι καθήκον του κράτους να την εντάξει, όπως και την Αμμόχωστο και τη Λευκωσία. Στη Βασιλική Νεκρόπολη της Σαλαμίνας, στην είσοδο των τάφων του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ., βρίσκονται τα οστά αλόγων, που προστάτεψε τότε ο Καραγιώργης με μια γυάλινη κατασκευή. Θυσίες αλόγων αναφέρονται στην 23η ραψωδία της Ιλιάδας όπου περιγράφεται η νεκρική πομπή.  Οι προθήκες με τα κόκκαλα των αλόγων έγιναν πριν μισό αιώνα. Ειδικοί επιστήμονες θα πρέπει ν’ αναλάβουν τη συντήρησή τους, διαφορετικά θα χαθεί μια από τις πολυτιμότερες μαρτυρίες του ελληνισμού της Κύπρου. Η Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά θα μπορούσε να συμβάλλει.

Στη Σαλαμίνα σήμερα γίνονται ανασκαφές από Τουρκοκύπριους. Πιστεύεις ότι θα μπορούσε να συμμετέχουν και Ελληνοκύπριοι αρχαιολόγοι; Πιστεύω ότι όπως λειτουργεί η Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για τον Πολιτισμό, θα μπορούσε να γίνει μια Επιτροπή με Ελληνοκύπριους και Τουρκοκοκύπριους αρχαιολόγους για την ιστορία μας για να ξέρουμε τι γίνεται σε όλο το νησί. Όχι μόνο στο νότο. Μια και ενιαία είναι η ιστορία μας. Η  Ουνέσκο, απαγορεύει ανασκαφές σε μέρη που κατέχονται από ξένα στρατεύματα, απόφαση που χρονολογείται στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Ίσως θα ήταν σωστό να το ξαναμελετήσουμε αυτό το θέμα. Υπάρχουν σημαντικοί Τουρκοκύπριοι αρχαιολόγοι. Κάθε φορά που γίνεται μια αρχαιολογική ανασκαφή στα κατεχόμενα, εμείς τους καταγγέλλουμε ανά το παγκόσμιο, και στερούμε από την ιστορία τη συνολική γνώση. Βέβαια η δική μας υποκρισία είναι ολοφάνερη, καθώς η Πλατεία της κυρίας Χαντίτ είναι κτισμένη και πακτωμένη μέσα στο σημαντικότερο μεσαιωνικό μας μνημείο.

Ανατολική πλευρά Καθολικού Ναού Αγίου Νικολάου. © Πέτρος Φιάκας

Ο λόγος που δεν προχωρεί αυτή η επιτροπή για την Ιστορία της Κύπρου είναι για να μην αναγνωριστεί το ψευδοκράτος; Σύμφωνα με τον μακαριστό Αλέκο Μαρκίδη, τα κράτη αναγνωρίζουν κράτη, όχι οι άνθρωποι.

Στο βιβλίο γράφεις για τις πολιτείες της σιωπής, την Έγκωμη, τη Σαλαμίνα, την Αρσινόη και την Κωνσταντία οι οποίες «γεννιούνται, λάμπουν και χάνονται, μετακινούνται πιο πέρα, ξαναγεννιούνται, ξαναλάμπουν και ξαναχάνονται». Μέσα από αυτή τη γνώση της Ιστορίας, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον του τόπου; Είμαι αισιόδοξη, επιβιώσαμε σε περιόδους που ήταν απείρως δυσκολότερες, κατακτητές, πανώλη, σεισμοί, καταποντισμοί κτλ. Αυτό μου δίνει δύναμη να προχωρώ και να πηγαίνω παρακάτω. Το ότι μιλώ σήμερα ελληνικά και η θρησκεία μου με παραπέμπει ακόμα στον Άγιο Επιφάνιο, μου δίνει μεγάλη δύναμη και με κρατά σε εγρήγορση. Στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα είμαστε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Μεσογείου.

Από την άλλη, είναι θλιβερό να βλέπουμε στα κατεχόμενα την καταστροφή με τις πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν στην περιοχή του Τρικώμου, της Αμμοχώστου, της Κερύνειας. Αυτό είναι το κόστος που πληρώνουμε ελέω «μακροχρονίου». Αν μοιραζόμασταν τον τόπο μας όπως έπρεπε, αν λειτουργούσαμε νούσιμα ως μέρος ενός ευρύτερου κόσμου τα πράγματα σήμερα θα ήταν διαφορετικά. Συμπεραίνουμε ότι μόνο με τη συμφιλίωση, με τη λογική και την αγάπη μπορούμε να επιβιώσουμε. Να είμαστε περήφανοι για τον τόπο μας, αλλά πρέπει να έχουμε γνώση για να είμαστε περήφανοι.  

Ελεύθερα 15.12.2024