Παυσίλυπο, ανάγκη αλλά και πυξίδα. Αυτές είναι τρεις από τις ιδιότητες της ποίησης που τον αιχμαλώτισαν για πάντα στον θελκτικό ιστό των λέξεων.
Ο καλός «Αέρας της αγάπης», η ξεχωριστή παράσταση μουσικής και λόγου που έκανε με τον Νίκο Ξυδάκη, φύσηξε κι έφερε πρόσφατα τον Μιχάλη Γκανά στην Κύπρο. Αξιοποιήσαμε μια τόσο ωραία αφορμή, που στη βαθύτερη ουσία της εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του ως ποιητή, μεταφραστή, στιχουργού και ανθρώπου για να τον συναντήσουμε στη Λεμεσό. Να περιπλανηθούμε μαζί του σε βιώματα, σκέψεις και συναισθήματα, όσα συνέθεσαν τις εσωτερικές πατρίδες και καθόρισαν το ποιητικό του φρόνημα: Από την περιπλάνηση, σε τρυφερή ηλικία, στις λαοκρατικές δημοκρατίες, στις σπουδές που εγκατέλειψε για να γίνει βιβλιοπώλης και διαφημιστής, να καταξιωθεί ως ποιητής, επιμελητής και μεταφραστής, αλλά και ως στιχουργός συνεργαζόμενος με συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξυδάκης, ο Μαμαγκάκης, ο Μαχαιρίτσας, ο Μπρέγκοβιτς, ο Κυπουργός, ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης.
– Έτυχε να γνωρίσω πρόσφατα την κόρη σας, τη Μυρσίνη. Είναι μια αξιόλογη ποιήτρια… Ναι. Θα μας πάρει το ψωμί από το στόμα. Παντεσπάνι, όχι ψωμί (γέλια). Και το ενδιαφέρον είναι ότι μέχρι πρόσφατα δεν έγραφε. Και ειδικά ποίηση. Όμως ξαφνικά έγινε ένα κλικ. Στην περίπτωσή της ήταν κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Κεραυνοβολήθηκε από το πνεύμα της ποίησης.
– Πότε προκύπτει αυτό το «κλικ»; Πότε ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι έφτασε ο καιρός να «βγει» στον κόσμο; Δεν ισχύει για όλους το ίδιο. Καθένας έχει άλλον τρόπο να εισέρχεται στην ποίηση. Κάποιοι μπαίνουν πολύ νωρίς και καίγονται. Ο Ρεμπώ στα 19 του χρόνια είχε τελειώσει με την ποίηση. Άλλοι, πάλι, αργούν να ξεπεταχτούν ή να καθιερωθούν. Άσχετα αν έχουν ξεκινήσει νωρίς. Ο Καβάφης, για παράδειγμα, αν πέθαινε στα 40 του κανείς δεν θα ασχολιόταν σήμερα μαζί του. Έγραφε, αλλά δεν είχε βρει ακόμη τη φωνή του.
– Στην περίπτωση της κόρης σας έπαιξε ρόλο η δική σας παρουσία; Νιώθετε ότι την επηρεάσατε ή την καθοδηγήσατε; Όχι, όχι δεν πιστεύω στο πατρονάρισμα, τις παροτρύνσεις και τις οδηγίες. Έτσι μπορεί να βλάψεις τον άλλο αντί να τον βοηθήσεις. Συχνά, τα παιδιά καπελώνονται όταν οι γονείς έχουν ένα ονοματάκι. Δυσκολεύει μάλλον ο δρόμος τους αν αποφασίσουν να γίνουν καλλιτέχνες. Προσωπικά, το λιγότερο που με απασχολεί είναι να δείξω σε κάποιον τον «ίσιο δρόμο». Δεν είναι ευθύνη της ποίησης αυτό.
– Εσάς δεν σας παρότρυνε κάποιος στα πρώτα σας βήματα; Μπορώ να πω ότι με παρότρυνε περισσότερο ο γυμναστής του σχολείου παρά ο φιλόλογος. Απλώς μου έδωσε την Οδύσσεια του Ομήρου στη μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη. Και τρελάθηκα! Κάτι είχε δει όμως σε μένα. Για να γράψω δεν με επηρέασε κάποιος. Διάβασα, γοητεύτηκα από ποιητές όπως ο Καββαδίας και μέστωσε η επιθυμία να γράψω.
– Ξεκινά ως ανάγκη όλο αυτό; Ανάγκη, ναι. Διότι νιώθεις ότι η επαφή με την ποίηση, τη γραφή, αλλά και την ανάγνωση –είναι ένα όλο αυτό- πρώτα απ’ όλα οργανώνει λίγο το χάος που υπάρχει στο ανθρώπινο μυαλό και τον κόσμο μας γενικότερα. Έχεις την ανάγκη να αφηγηθείς κάτι και να βάλεις μια τάξη.
-Γεννηθήκατε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας. Ποια είναι σήμερα η σχέση σας με τον γενέθλιο τόπο; Φθίνει. Έχει τραυματιστεί πια. Έχει μείνει μόνο ο πατέρας μου. Η μητέρα μου πέθανε το 1985 και ουσιαστικά μιλάμε για άλλη μια ζωή όπου είναι μόνος του. Είναι 94 ετών πια και δεν γινόταν άλλο να ζει μόνος στο χωριό, τον πιέσαμε κι εμείς κι αφού με τίποτα δεν ήθελε να έρθει στην Αθήνα κατέβηκε και εγκαταστάθηκε στις Φιλιάτες, μια κοντινή κωμόπολη που παρέχει περισσότερα σ’ έναν ηλικιωμένο. Σπάνια πια ανεβαίνει στο χωριό κι ο ίδιος. Ο Τσαμαντάς έχει ερημώσει, όπως τα περισσότερα χωριά στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Κι από παλιά ήταν η ξενιτιά που τα ζούσε. Τα εμβάσματα.

– Υπό ποιες συνθήκες είχατε φύγει; Πρωτοέφυγα τεσσάρων χρονών παιδάκι, το 1948. Στα απόνερα του εμφυλίου. Οι αντάρτες έλεγχαν όχι μόνο το χωριό μου, αλλά όλη τη ζώνη. Όταν νίκησε ο εθνικός στρατός, ο δημοκρατικός στρατός χρειάστηκε να συμπτυχθεί, να υποχωρήσει προς την Αλβανία. Μαζί και η οικογένειά μου. Ο πατέρας μου βρισκόταν κάτω στην Ηγουμενίτσα. Η υπόλοιπη οικογένεια πέρασε μια μικρή Οδύσσεια.
– Σας πήραν με το ζόρι; Δεν ήταν ακριβώς με το ζόρι. Όταν είπαν στον παππού μου «συναγωνιστή, φεύγουμε» εκείνος δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Ήταν δύσκολο να τους πείσει ότι δεν ήταν «συναγωνιστής». Από την άλλη, βέβαια, εκείνοι οι άνθρωποι έβαζαν το κεφάλι τους στον τορβά. Είναι καταστάσεις υψηλής πίεσης που κάποιος πρέπει να πάρει μια απόφαση και να βρει λύση. Νομίζω ότι διάλεξαν τη χειρότερη.
– Και πού πήγατε; Αρχικά για έναν χρόνο στην Αλβανία και μετά μας σκορπίσανε στις λαοκρατικές δημοκρατίες. Ήταν ένα φοβερό ταξίδι γιατί ο Τίτο είχε κλείσει τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας και δεν μπορούσαν οι αντάρτες να βγουν από εκεί. Εμάς μας φόρτωσαν σ’ ένα πολωνέζικο φορτηγό πλοίο στο Δυρράχιο και κάναμε τον περίπλου της Ευρώπης: απ’ το Γιβραλτάρ στα στενά της Μάγχης κι από εκεί καταπλεύσαμε στο Γκντανσκ απ’ όπου μας μοιράσανε με τρένα. Μάς έλαχε η Ουγγαρία. Στο πρώτο μέρος που μας πήγανε, στη λίμνη Μπάλατον, πάθαμε πολιτισμικό σοκ αντικρίζοντας παλιά αυτοκρατορικά κτήρια και ξενοδοχεία της εποχής της Αυστροουγγαρίας.
– Πόσο κράτησε η Οδύσσεια; Σχεδόν επτά χρόνια. Φύγαμε το 1948 και επιστρέψαμε στο χωριό το 1954. Ο πατέρας μου ήταν ήδη εκεί. Οι γονείς μου ήθελαν το σπίτι τους, τη ρίζα τους, τους νεκρούς τους. Αρχικά, είχε μια άνθηση το χωριό, αλλά σιγά- σιγά άρχισε να φυλλορροεί. Οι δρόμοι που φτιάχτηκαν εκείνη την εποχή ήταν σαν να φτιάχτηκαν για να διευκολύνουν τον κόσμο να φύγει. Εγώ έφυγα το 1962, μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο στις Φιλιάτες.
– Τι στόχους είχατε τότε; Ήθελα να γίνω δημοσιογράφος που ήταν κάτι παρεμφερές προς το συγγραφιλίκι που μ’ ενδιέφερε. Όμως, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να σπουδάσει και τα δυο παιδιά και αποφάσισε να σπουδάσει εμένα ως πρωτότοκο. Διάλεξε τον λάθος γιο. Εγώ κατανοούσα τα όνειρά του να με δει δικηγόρο με κοστούμι και γραβάτα στις Φιλιάτες, την Ηγουμενίτσα ή τα Γιάννενα. Μόνο που δεν ήταν δικά μου όνειρα και κάποια στιγμή παράτησα τις σπουδές. Έπεσε τότε μεταξύ μας μια «ψυχραιμία» που έλεγε κι ένας συγχωριανός. Ψυχραθήκαμε.
– Το έχει αποδεχτεί πια; Ναι. Γιατί εκτός των άλλων μετρά και το κοσμικό μέρος της υπόθεσης. Το να βλέπει –καλή ώρα- σε μια εφημερίδα τη φωτογραφία μου σε μια συνέντευξη, ή ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή μου, τον βοήθησε να το πάρει απόφαση και ν’ αρχίσει να νιώθει ότι κάτι έκανα τέλος πάντως και δεν πήγαν τελείως στράφι τα όνειρά του.
– Ήρθε σ’ επαφή με την ποίηση και τα γραπτά σας; Με την ποίηση είχε επαφή γιατί έγραφε κι ο ίδιος ποιήματα σε παραδοσιακό στίχο. Τα έχει καταστρέψει ή τα κρύβει, πάντως δεν μου δίνει τίποτα να δω. Διαβάζει τα ποιήματά μου, αλλά κατά βάθος ποτέ δεν έπαψε να μου πετάει σπόντες που δεν τέλειωσα τη νομική.
– Αντιμετωπίσατε ποτέ το ερώτημα «τι εννοεί ο ποιητής;» Πεποίθησή μου είναι ότι αν θέλεις να πεις κάτι, πρέπει να το λες με τρόπο κατανοητό. Στις μέρες μας, πάντως, η ποίηση έχει γίνει πιο κωδικοποιημένη. Διακατέχεται από υπερβολική εσωστρέφεια.
– Ποιες είναι οι δυνατότητες της ποίησης; Τι μπορεί να αλλάξει γύρω μας; Ν’ αλλάξει τον κόσμο δεν μπορεί και το λέω απερίφραστα. Πότε, άλλωστε, έγινε αυτό; Συμβαίνει συχνά να συμπορεύεται ο ποιητής μ’ ένα μεγάλο κίνημα. Δες λ.χ. τον Ρίτσο ή τον Μαγιακόφσκι. Δεν γνωρίζω όμως κάποια περίπτωση ποιητή που να έχει καταφέρει ν’ αλλάξει τον ρου της Ιστορίας, πολιτικά και στρατιωτικά ομιλώντας.
– Δεν μπορεί να επηρεάσει, έστω, μια πολιτική κατάσταση; Κρατώ πάντα μικρό καλάθι. Πιστεύω ότι το πολύ που μπορεί να κατορθώσει η ποίηση είναι να παρηγορήσει τον άνθρωπο. Για τον καθένα ξεχωριστά, υποτίθεται ότι είναι ένα παυσίλυπο. Και χωρίς να αποκοιμίζει, γιατί θέτει ερωτήματα και αιτήματα. Μπορεί όμως να ανατρέψει ή –για να μη χρησιμοποιήσω ένα τόσο δραματικό ρήμα- να ενεργοποιήσει κάποια διάθεση, ένα ταλέντο σ’ έναν άνθρωπο. Να μάς κινητοποιήσει.
– Για τον ποιητή, όμως; Είναι παρηγοριά ή μια οδυνηρή διαδικασία; Ξύνει πληγές η ποίηση. Υφιστάμενες. Αυτό γίνεται εν πολλοίς. Όμως είναι ένα γλυκόπικρο πράγμα και πολύ ελκυστικό.
– Τι τρέφει την ποίηση; Ο ποιητής από τα ίδια του τα σπλάχνα τρέφεται. Και η ποίηση από τα σπλάχνα του ποιητή.

– Πιστεύετε ότι υπάρχουν ποιητικές και αντιποιητικές εποχές; Όχι δεν το πιστεύω, πραγματικά. Είναι κάποιες συνθήκες που ευνοούν την ποίηση και ίσως έχει να κάνει με το πώς συντονίζονται οι συνθήκες αυτές. Κι όχι με το μέγεθος και την αξία των δημιουργών που δρουν τη δεδομένη εποχή. Μπορεί να έχει να κάνει περισσότερο με τους αναγνώστες. Είναι βαθύ αίτημα αυτό της ποίησης. Και παρήγορο. Επιμένω: Δεν ξέρεις από πού σε βρίσκει και πώς σου ‘ρχεται.
– Νιώσατε ποτέ την ποίηση να στερεύει μέσα σας; Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Δημοσίευα πάντα αργά. Μεσολαβούσαν κάθε φορά οκτώ, εννιά ή δέκα χρόνια. Και κάθε φορά αναφύεται αυτός ο φόβος. Τι έγινε τώρα; Τελειώσαμε; Γιατί κάποτε τελειώνει. Είναι φυσικό να σε ανησυχεί όταν έχεις στηρίξει όλη σου τη ζωή πάνω σ’ αυτό το πράγμα.
– Κατά καιρούς γίνεται λόγος για τη «σιωπή των διανοουμένων». Γιατί ο κόσμος προσδοκεί τόσα από τους ποιητές; Προσωπικά, δεν συμφωνώ με το αίτημα αυτό. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι όλοι να μιλάμε και να σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Η ειρωνεία είναι ότι οι πλείστοι από αυτούς που το θέτουν ίσως να μη διαβάζουν καν ποίηση. Περιμένουν ν’ ακούσουν από σένα κάτι που να εκφράζει τη δική τους άποψη και θέση. Αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν. Χρειάζονται τους λεγόμενους διανοούμενους ως άλλοθι, για να επιβεβαιώνονται οι ίδιοι.
– Ένας ποιητής που δεν γράφει ή δεν δημοσιεύει είναι ποιητής; Είναι. Και μπορεί να είναι και καλύτερος απ’ αυτόν που γράφει. Πολλοί δεν το επιχειρούν ή δεν το αποκαλύπτουν ποτέ. Μπορεί να είναι πιο ευαίσθητος, πιο αισθαντικός, πιο καλλιεργημένος, πιο έξυπνος. Να έχει όλα τα φόντα, αλλά να μη μπορεί να εξορύξει όλο αυτό το χρυσάφι. Να μη μπορεί η φλέβα να σπάσει ώστε να βγει η ποίηση έξω. Αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν τη μοναξιά του ορυκτού, που έλεγε κι ο Ηλίας ο Λάγιος. Είναι μια καταχωμένη φλέβα. Και είναι μαράζι. Όμως, δεν μπορεί, όλα αυτά τα προσόντα κάπου θα εξωτερικεύονται.
– Όταν γράφετε στίχους νιώθετε ποιητής ή στιχουργός; Έγινα συνειδητά μάχιμος στιχουργός. Δεν είμαι ο εκλεκτικός ποιητής που διαλέγει αυστηρά συνθέτες. Ήθελα να μπω στον χορό, να το ζήσω αυτό το πράγμα. Και αποζημιώθηκα. Προέκυψαν πολύ ωραία τραγούδια. Είναι ένα όμορφο συναίσθημα που θα το έχανα αν δήλωνα «ποιητής».
– Πώς βλέπετε το μέλλον της σχέσης ποίησης-στίχου και μουσικής; Μουσική και στίχος είναι ένα δίδυμο που έρχεται από πολύ παλιά. Κάποτε ο δημιουργός ήταν ο ίδιος. Τώρα όσο πάει και απομακρύνεται το ένα από το άλλο. Εγώ δεν πρόλαβα ούτε την ωραία εποχή όπου υπήρχαν τρεις διακριτοί ρόλοι: ο συνθέτης, ο στιχουργός, ο ερμηνευτής. Πλέον ο τραγουδιστής έχει πάρει το πάνω χέρι. Δεν μπορώ να προβλέψω το μέλλον. Δεν ξέρω πού θα φτάσει.
– Η κειμενογραφία πώς προέκυψε; Ήμουν κακός διαφημιστής. Προσλήφθηκα στα 45 μου, σε μια ηλικία που οι διαφημιστές είναι πια επιτελικοί. Αισθάνθηκα κάποια στιγμή το φάσμα της ανεργίας, ενώ μεγαλώναμε με τη γυναίκα μου δύο παιδιά. Έμεινα στον χώρο για 16,5 χρόνια, τα περισσότερα που έμεινα σε κάποια δουλειά. Κι αυτό γιατί δεν ήθελα να πέσω στη λογοτεχνική δημοσιογραφία. Να περιφέρομαι γύρω από ένα θέμα, να γράφω, να παίρνω συνεντεύξεις από λογοτέχνες κ.λπ.
– Ό,τι κάνω εγώ αυτή τη στιγμή, δηλαδή… Γιατί δεν θέλατε; Δεν ξέρω γιατί. Ίσως δεν μου ταιριάζει. Είμαι λίγο βαρύς τύπος, δεν έχω την ευκολία με τους ανθρώπους. Δεν θα μπορούσα να πείσω.
Φιλgood, 7.4.2019