Ο ξακουστός Γαλλορουμάνος θεατρικός συγγραφέας δεν βλέπει καμία πρόοδο σήμερα στον πλανήτη.
Είναι ποιητής, είναι δημοσιογράφος και είναι ο πιο πολυπαιγμένος και πολυδιάστατος συγγραφέας του σύγχρονου ρουμανικού θεάτρου, με διεθνή απήχηση. Βέβαια, το ταλέντο του αναγνωρίστηκε στη χώρα του μετά την πτώση του Τσαουσέσκου και ήδη από το 1987 ζει αυτοεξόριστος στη Γαλλία και εργάζεται ως δημοσιογράφος, γράφοντας θεατρικά έργα στα γαλλικά. Φημίζεται για την επιδεξιότητά του να ενσωματώνει το παράλογο και το ποιητικό για να εξετάσει θέματα όπως η καταπίεση, η προπαγάνδα, η μοναξιά, η αλλοτρίωση και η υπαρξιακή αγωνία. Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ανεβάζει για πρώτη φορά έργο του, το βραβευμένο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή. Μιλώντας στον «Φ», ο Ματέι Βισνιέκ εκτιμά ότι οι Κύπριοι θεατές θα αναγνωρίσουν στο έργο μια σελίδα από την ιστορία τους και σημειώνει ότι δική του προσπάθεια δεν είναι να λύσει τα προβλήματα του κόσμου, αλλά να ταρακουνήσει τις κοιμώμενες συνειδήσεις.
–Πώς βλέπετε την έννοια της «προόδου» να αντικατοπτρίζεται στις σημερινές παγκόσμιες συγκρούσεις; Εξακολουθεί να ηχεί ως ιδανικό ή έχει χάσει το νόημά της; Δυσπιστώ απέναντι στη λέξη «πρόοδος» εδώ και πολύ καιρό, από τότε που ήμουν νέος, στην κομμουνιστική Ρουμανία. Στη δεκαετία του ’70 και του ’80, υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων, λογοκρισία. Αλλά ολόκληρος ο πληθυσμός έπρεπε να χειροκροτεί τις ατελείωτες ομιλίες του προέδρου Τσαουσέσκου. Οι δικτάτορες χρησιμοποιούν πάντα τέτοιες μεγαλόστομες λέξεις -πρόοδος, πατριωτισμός, καθήκον, ηρωισμός- για να χειραγωγούν τον πληθυσμό, να επιβάλουν τις τοξικές ιδεολογίες τους. Σε ό,τι με αφορά, προτιμώ να αναλύω τα γεγονότα κι όχι τις λέξεις. Και σήμερα, στον πλανήτη, δεν βλέπω καμία «πρόοδο». Η δημοκρατία υποχωρεί, η βία αυξάνεται, οι παλιές αυτοκρατορίες προσπαθούν να ανασυσταθούν, η κλιματική αλλαγή κινδυνεύει να γίνει μη αναστρέψιμη. Οι άνθρωποι εκστασιάζονται με τη νέα τεχνητή νοημοσύνη, αλλά δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια συλλογική φυσική νοημοσύνη για να λύσουν τις κρίσεις και τις διαφορές τους. Ναι, το νόημα της λέξης «πρόοδος» πάσχει…
–Τι σας ώθησε να χρησιμοποιήσετε τον σουρεαλισμό ως εργαλείο αφήγησης για να θίξετε τόσο αληθινά και οδυνηρά ζητήματα; Γεννήθηκα το 1956 και διαμορφώθηκα ως συγγραφέας στη Ρουμανία, την εποχή του κρατικού κομμουνισμού. Υπήρχε εκείνη την εποχή μια ιδεολογική πίεση: εμείς, οι συγγραφείς, έπρεπε να υιοθετήσουμε τους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Αλλά για μένα και τη γενιά μου η λογοτεχνία έγινε χώρος ελευθερίας και πολιτιστικής αντίστασης. Έτσι, υιοθέτησα κάθε δυνατό τρόπο γραφής, εκτός από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Λάτρεψα τους υπερρεαλιστές, το θέατρο του παραλόγου, την ονειρική ποίηση, τη λογοτεχνία του φανταστικού, το μαύρο χιούμορ, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό, την ειρωνεία. Μόνο πολύ αργότερα, όταν έφτασα στη Γαλλία το 1987, έγραψα επίσης ρεαλιστικά και τεκμηριωτικά έργα, αλλά με πλήρη ελευθερία και χωρίς καμία πίεση. Ναι, ορισμένα από τα έργα μου είναι διαποτισμένα με ποίηση και μια μορφή υπερρεαλισμού· έτσι προσπαθώ να διεισδύσω βαθύτερα στις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και, κατ’ επέκταση, της κοινωνίας.
–Υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ ζωντανών και νεκρών στο έργο αυτό. Πώς αυτή η συμβολική σχέση εξυπηρετεί την αφήγηση; Πράγματι, στο έργο οι νεκροί και οι ζωντανοί μιλούν μεταξύ τους. Το θέατρο το επιτρέπει αυτό. Είναι κατεξοχήν ο χώρος όπου η σύμβαση επιτρέπει τέτοιες συναντήσεις. Στη σκηνή του θεάτρου, οι θεατές μπορούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη των χαρακτήρων, αλλά και να εισχωρήσουν στα όνειρα και τους εφιάλτες των ηρώων. Το έργο μου είναι επίσης ένα ταξίδι στον χρόνο, όπου ο θεατής «ξεναγείται» από τα θύματα διαφόρων πολέμων. Δεν είμαι εγώ που επινόησα αυτές τις συμβάσεις. Εδώ και 2500 χρόνια, το θέατρο (που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα) επιβάλλεται ως μια μορφή λόγου που απευθύνεται στη συνείδηση της ανθρωπότητας και ταυτόχρονα το θέατρο καταργεί συνεχώς τα όρια ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, ανάμεσα στο ειπωμένο και το ανείπωτο. Γι’ αυτό το θέατρο είναι κάτι μαγικό, απαραίτητο και μοναδικό.

–Ποιο μήνυμα πιστεύετε ότι μπορεί να κομίσει αυτό το έργο στο κυπριακό κοινό, λαμβάνοντας υπόψη το παρελθόν διαιρέσεων και συγκρούσεων στο νησί; Πιστεύω ότι οι Κύπριοι θεατές θα αναγνωρίσουν στο έργο μου μια σελίδα από την ιστορία τους. Η ιστορία γράφει μερικές φορές σελίδες παράλογες, γεμάτες πόνο και αδικία. Πώς να ξεφύγουμε από τη δίνη της αδυναμίας μπροστά στο «πεπρωμένο», πώς να ξεφύγουμε από τη δίνη του παραλογισμού και της βίας; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θέτω στον εαυτό μου και το θέατρο τη θέτει εδώ και 2500 χρόνια. Μερικές φορές πηγαίνουμε στο θέατρο για να συλλογιστούμε πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά διλήμματα. Και θα ήθελα να υπενθυμίσω εδώ ότι μόνο τα προβλήματα έχουν λύσεις, όχι τα διλήμματα.
–Η «μητέρα» στο έργο σας φαίνεται να προσωποποιεί τόσο το σθένος όσο και την τραγωδία. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς; Οι μητέρες είναι τα πρώτα θύματα του πολέμου. Το να φέρνεις στον κόσμο ένα παιδί και στη συνέχεια να το βλέπεις να πεθαίνει σ’ ένα πεδίο μάχης, είναι μια τραγωδία που μόνο μια μητέρα μπορεί να διατυπώσει. Ήθελα, στο έργο αυτό, να δώσω φωνή στις μητέρες, να μιλήσουν για το αδιανόητο πένθος και τον αξεπέραστο πόνο, αλλά και για την παραφροσύνη του κόσμου. Η μητέρα, στην παράστασή μου, είναι η φωνή που καταγγέλλει μέσα από τα δάκρυα και την απερίγραπτη οδύνη. Αλλά αυτή η οδύνη είναι επίσης η ηθική αρχή που εκφέρει κρίση για επαναλαμβανόμενα λάθη της ανθρωπότητας, την ανοησία και την αγριότητα.
–Ζείτε στη Γαλλία από το 1987. Πώς η εμπειρία της συγγραφής από μια διαφορετική πολιτιστική οπτική έχει επηρεάσει τις απόψεις σας για την αίσθηση του ανήκειν; Όταν άρχισα να γράφω τα έργα μου απευθείας στα γαλλικά υιοθέτησα κι ένα διαφορετικό ύφος. Προσπάθησα, για παράδειγμα, να χρησιμοποιώ λιγότερες λέξεις αλλά να δημιουργώ πλούσιες σε συναισθήματα δραματικές καταστάσεις. Με άλλα λόγια, είχα ως στιλιστική μου αρχή το «ελάχιστα μέσα και μέγιστα αποτελέσματα». Είμαι κάποιος που, στην πραγματικότητα, μετακινείται συνεχώς μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Συγκρίνω συνεχώς αυτούς τους κόσμους που δεν έχουν τα ίδια προβλήματα και μερικές φορές δεν γνωρίζονται καλά μεταξύ τους. Επίσης, εργάστηκα για 32 χρόνια στο Radio France Internationale, στο Παρίσι. Η δουλειά μου ως δημοσιογράφος έχει επηρεάσει κάποιες φορές τη δουλειά μου ως θεατρικός συγγραφέας.
–Ποιες σκέψεις κάνετε βλέποντας τα θέματα της σύγκρουσης και του ξεριζωμού που θίγονται στο έργο σας ν’ αντηχούν τόσο δραματικά με τη σημερινή πραγματικότητα; Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος για το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Διαπιστώνω ότι στον πλανήτη μας διαμορφώνεται πλέον μια συμμαχία δικτατόρων, αυταρχικών ηγετών και σκοταδιστικών, μαφιόζικων και εξτρεμιστικών δυνάμεων που έχουν στόχο την καταστροφή της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της κριτικής σκέψης και της ελευθερίας γενικότερα. Η Δύση έχει διαπράξει πολλές φρικαλεότητες στο παρελθόν, αλλά σήμερα αποτελεί σύμβολο ελευθερίας και δημοκρατίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια μοναδική κατασκευή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όσο ατελής κι αν είναι, αποτελεί μοντέλο συνύπαρξης των λαών με βάση τη λογική και την ελευθερία. Εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (απ’ έξω αλλά κι εκ των έσω) δεν έχουν κανένα άλλο μοντέλο να αντιπροτείνουν· εκτός από το χάος και την επιστροφή στον μεσαίωνα του σκοταδισμού.

–Πιστεύετε ότι η σύγχρονη κοινωνία καθίσταται όλο και πιο απευαισθητοποιημένη απέναντι στη βία και τη φρίκη; Έχω παρατηρήσει ένα παράξενο φαινόμενο: ο σύγχρονος άνθρωπος είναι υπερπληροφορημένος, αλλά ταυτόχρονα πιο απαθής. Η δυτική κοινωνία παρακολουθεί τους πολέμους και τις κρίσεις σαν να πρόκειται για θέαμα. Ο πολίτης των δημοκρατικών χωρών αφιερώνει μια ώρα την ημέρα για να μάθει τα νέα (ή να δει τις ειδήσεις στην τηλεόραση) και μετά έχει την εντύπωση ότι έχει εκπληρώσει το πολιτικό του καθήκον. Στη συνέχεια, περνά σε κάτι άλλο, όπως να βλέπει ταινίες στο Netflix και να καταναλώνει προϊόντα της βιομηχανίας ψυχαγωγίας και των κοινωνικών δικτύων. Με την απάθειά του, την έλλειψη ενσυναίσθησης για τον πόνο των άλλων και την παθητικότητά του απέναντι στις επιθέσεις κατά της δημοκρατίας, ο υπερπληροφορημένος πολίτης γίνεται συνεργός των δυνάμεων που θέλουν να τον καταστρέψουν.
–Ποιος είναι ο ρόλος ενός θεατρικού συγγραφέα στον σημερινό κόσμο; Να προκαλεί, να προβληματίζει ή ίσως να δημιουργεί προϋποθέσεις για θεραπεία; Γνωρίζω ότι τα έργα μου δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου και να μειώσουν το επίπεδο της βίας. Αλλά προσπαθώ, παρόλα αυτά, να ταρακουνήσω τις κοιμώμενες συνειδήσεις. Ένας τραγικός και απαισιόδοξος φιλόσοφος, ο Φρίντριχ Νίτσε, έλεγε: «Πρέπει να ενεργούμε σαν να υπάρχει πρόοδος».
–Μέσα από τη συγγραφή και τις παρατηρήσεις σας όλα αυτά τα χρόνια, έχετε γίνει πιο αισιόδοξος ή πιο απαισιόδοξος για την πορεία της ανθρωπότητας; Ο δημοσιογράφος μέσα μου είναι απαισιόδοξος, καθώς βλέπω ότι η ανθρωπότητα επαναλαμβάνει διαρκώς τα τραγικά λάθη του παρελθόντος. Ο συγγραφέας μέσα μου, όμως, έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα του ανθρώπου να βρίσκει -έστω και την υστάτη- λύσεις για να αποφύγει μια οικουμενική καταστροφή.
- INFO «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα», Λευκωσία, Θέατρο ΘΟΚ, «Αίθουσα Εύης Γαβριηλίδης». Πρεμιέρα: 15/11 και κάθε Παρασκευή, Σάββατο στις 8μ.μ. και Κυριακή στις 6μ.μ. tickets.thoc.org.cy 77772717
Ελεύθερα, 10.11.2024