Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χριστοφόρου μιλάει για τη βραβευμένη του ταινία «Underground».

«Ήταν απόγευμα όταν με έθαψαν». Με τις λέξεις αυτές ξεκινά η πρώτη ταινία animation του Κύπριου σκηνοθέτη, η οποία βασίζεται στο φερώνυμο διήγημα της Νάγιας Κουτρουμάνη. Μοιάζει να μιλάει για το θάνατο, αλλά η αλληγορία της αφορά την ανάγκη να δούμε ξανά το φως. Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ανσί, τη μεγαλύτερη διοργάνωση animation του κόσμου και την προβολή στο Φεστιβάλ Short Shorts του Τόκυο, η ταινία απέσπασε βραβεία στα φεστιβάλ της Δράμας και της Σύρου, όπως και στο σημαντικότερο φεστιβάλ της Λατινικής Αμερικής, το Shorts Mexico. Ήρθε η ώρα να προβληθεί και στην πατρίδα του δημιουργού της, στο πλαίσιο του 14oυ Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κύπρου. Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Γιάννη Χριστοφόρου που μένει μόνιμα στην Αθήνα από το 1995, αλλά όντας μικρό παιδί στην Αμμόχωστο το τραύμα από το 1974 παραμένει βαθύ μέσα του. 

Με ποια αισθήματα παρουσιάζεις αυτή την ταινία στην Κύπρο; Για κάποιο λόγο έχω λίγο άγχος, είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γνωρίζοντας και το πόσο καλές είναι οι ταινίες των Κυπρίων συναδέλφων στο φεστιβάλ, έχω μια αδημονία. Το άγχος δεν έχει να κάνει με το διαγωνιστικό κομμάτι. Είναι περισσότερο ζήτημα προσωπικής διαχείρισης. Αυτό που έχει σημασία σ’ ένα φεστιβάλ είναι η ταινία να λειτουργήσει στο κοινό, να δημιουργήσει συναισθήματα ώστε να χαρεί ο θεατής, αλλά κι ο δημιουργός αν τύχει και βρίσκεται στην αίθουσα. Είναι δεδομένο ότι «μιλάει» διαφορετικά από χώρα σε χώρα.

Η ταινία βασίζεται σε διήγημα της Νάγιας Κουτρουμάνη. Για ποιο ζήτημα μιλάει; Αφορά τον φόβο του θανάτου; Αυτός που βιώνει τον θάνατο ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής. Δεν έχει κάτι να διαχειριστεί. Σ’ αυτούς που μένουν πίσω υπάρχει το δύσκολα διαχειρίσιμο συναίσθημα της απώλειας. Αυτό που μου άρεσε στο διήγημα της Νάγιας ήταν ότι είναι μεν «σκοτεινό», αλλά στο τέλος υπάρχει η λύτρωση, η ζωή που κερδίζει.

-Είναι συνήθης στους ανθρώπους ο φόβος μη θαφτούμε ζωντανοί; Σε άλλους λιγότερο, σε άλλους περισσότερο. Για τους κλειστοφοβικούς τα τρία πρώτα πλάνα της ταινίας, εκεί που πέφτουν οι φτυαριές και μαυρίζει το σύμπαν, ίσως να μην είναι ό,τι πιο ευχάριστο. Αλλά έτσι είναι η εικόνα, η αφήγηση. Αυτόν τον τρόπο επιλέξαμε με τη σεναριογράφο να το αποδώσουμε, με τα εισαγωγικά κιόλας πλάνα. Θέλουμε να καταλάβει ο άλλος περί τίνος πρόκειται, χωρίς να χάνουμε χρόνο. Η μικρού μήκους είναι μια συμπυκνωμένη φόρμα, πρέπει να αφηγηθείς την ιστορία σύντομα και πρέπει να είναι περιεκτική με αρχή, μέση και τέλος.

Το μυαλό πάει στο γνωστό δίστιχο του Ντίνου Χριστιανόπουλου «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/ όμως ξεχάσατε πώς ήμουν σπόρος». Αποτέλεσε σημείο εκκίνησης; Για τη συγγραφέα δεν ξέρω, αλλά για μένα ο στίχος αυτός έχει απόλυτη ταύτιση. Η ταινία σηκώνει δύο και τρεις αναγνώσεις, γιατί όλα είναι εκεί βαλμένα με ρεαλιστικό όσο και υπερφυσικό τρόπο.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χριστοφόρου.

Πώς αποδίδεις τεχνικά και καλλιτεχνικά αυτό το «μαρτύριο χωρίς τέλος» που αναφέρεται; Ήθελα να δημιουργήσω στο θεατή ένα αίσθημα για όσα συμβαίνουν εκεί κάτω από τη στιγμή που κάποιος θάβεται. Ο χρόνος είναι τελείως διαφορετικός από τον χρόνο πάνω. Για να αποδώσω το αίσθημα του γρήγορου και πιο δραστικού χρόνου, τα πλάνα ήταν πιο σύντομα από ό,τι σε μια άλλη αφήγηση. Όλα συμβαίνουν ραγδαία, για να φτάσουμε χωρίς καθυστέρηση στο αποκορύφωμα.

Ο χρόνος είναι διαφορετικός και κατά τη διαδικασία της δημιουργίας, ειδικά όταν πρόκειται για stop motion. Είναι ευχάριστη διαδικασία; Πόση υπομονή απαιτεί; Πολύ υπομονή. Η κατασκευή της ταινίας μάς πήρε τρεις μήνες γυρισμάτων, γεγονός εξωφρενικό για ταινία που διαρκεί ακριβώς 7 λεπτά, 17 δευτερόλεπτα και 10 καρέ. Για τον ίδιο τον animator, πάντως, λειτουργεί και λίγο ψυχοθεραπευτικά η φάση που κλείνεσαι στις σκέψεις σου και προσπαθείς να αποδώσεις με αίγλη και ακρίβεια τις κινήσεις των πρωταγωνιστών- κι εννοώ τις ειδικά φτιαγμένες κούκλες. Είναι και μια διεργασία εσωτερική, γαλήνια. Δεν έχεις κάποιον να σε πιέσει. Κι εγώ ως σκηνοθέτης δεν πιέζω ποτέ την animator να πάμε πιο γρήγορα. Διότι ξέρω ότι αν το έκανα η κίνηση, η δράση δεν θα ήταν τόσο αρμονική. Η διαδικασία, όμως, είναι σαν διαλογισμός. Ακούς το κλείστρο της κάμερας: κλικ- κίνηση, κλικ- κίνηση. Είναι φωτογραφίες, όχι βίντεο. 24 φωτογραφίες το δευτερόλεπτο. Άκουγα για τρεις μήνες αυτό το «κλικ- κίνηση» μέσα στη σιωπή.

Απαιτεί να είσαι «ψείρας» με τη λεπτομέρεια; Αν δεν είσαι, δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν σου ταιριάζει. 

Στιγμιότυπο από τη διαδικασία παραγωγής.

Τι σηματοδοτεί αυτή η ταινία στην πορεία σου; Είναι η πρώτη μου στο πεδίο του animation και μέχρι στιγμής η ανταπόκριση και η φεστιβαλική πορεία είναι θετικότατη. Έγινε με πολλή σκέψη και αγάπη και είχα εξαιρετικούς συνεργάτες, γεγονός καθοριστικής σημασίας. Έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, παρά το γεγονός ότι μιλάμε για πενιχρά λεφτά. Ήρθαν γιατί αγάπησαν το σενάριο, πίστεψαν στην ιδέα, πίστεψαν σ’ εμένα κι έτσι γεννήθηκε το «Underground».

Γιατί σου πήρε τόσο καιρό να φτάσεις στην πρώτη ταινία animation; Προέρχομαι από τον τομέα του ντοκιμαντέρ και των live action ταινιών μυθοπλασίας. Δεν είχα σχέση με το animation πέραν από κάποια επιδερμικά μαθήματα. Κάποτε μέσα στην κρίση στην Αθήνα είχε πέσει πολύ η δουλειά, είχα να δουλέψω 10-11 μήνες κι ένας συνάδελφος με προσέγγισε για ένα διαφημιστικό με stop motion, γνωρίζοντας ότι κατέχω τα ειδικά εφέ. Στην αρχή δεν το πήρα με καλό μάτι, αλλά μελετώντας και αφού ήταν χωρίς αυστηρούς χρόνους παράδοσης, είπα να το παιδέψω. Κατέβασα ένα πρόγραμμα, είδα και αρκετά tutorial στο youtube και σιγά- σιγά άρχισα να το φτιάχνω. Έτσι γεννήθηκε στο υπόγειο του σπιτιού μου μια πρώιμη δουλειά, ένα διαφημιστικό που έκανε καλή εντύπωση, γιατί ήταν χειροποίητο και καλαίσθητο. Λίγες εβδομάδες μετά, με πήραν για άλλη δουλειά κι έτσι άρχισε το animation να μπαίνει στη ζωή μου. Το εμπορικό κομμάτι έφερε το καλλιτεχνικό κι έτσι προέκυψε και το «Underground».

Κλείνει τώρα αυτό το κεφάλαιο ή σκέφτεσαι να το συνεχίσεις; Όχι, δεν θα κλείσει γιατί άνοιξε ένας καινούριος ορίζοντας. Πέραν από σκηνοθέτης είμαι και παραγωγός κι ήδη έχω καταθέσει προτάσεις για ταινίες άλλων συναδέλφων που ασχολούνται με το animation. Με τον α’ ή β’ ρόλο θα παραμείνω ενεργός.

Ποια στοιχεία της κυπριακής και ελληνικής κουλτούρας ενσωματώνονται αισθητικά και αφηγηματικά στην ταινία; Το είδα με καθολική ματιά και γλώσσα. Ήθελα να δημιουργηθεί το συναίσθημα ότι η ιστορία τούς αγγίζει όλους: ανθρώπους, φυλές, χώρες, χωράφια.

Αφορά εν τέλει την αγωνία και την προσπάθεια του ανθρώπου να δραπετεύσει από το σκοτάδι; Ναι. Είτε μεταφορικά, είτε αλληγορικά, αφορά το να βρει τη δύναμη να αποδράσει. Η ζωή η ίδια είναι τόσο καταπιεστική, άνιση και άδικη που εύκολα πέφτεις στα σκοτάδια. Και μιλώντας για τους ζωντανούς, σκοτάδι δεν είναι όταν σε θάβουν, είναι κι όταν ζεις αλλά είσαι ψυχολογικά στα τάρταρα. Στο τέλος της ταινίας ακούς ένα παρατεταμένο «α», έναν πόνο και σκάει καθώς βγαίνει η φύτρα για να συναντήσει το φως μέσα από τη γη. Η ανάγκη να δούμε ξανά το φως είναι η αλληγορία που μού ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα το διήγημα.

Το έχεις βιώσει με κάποιο τρόπο; Προσωπικά, με γλιτώνει ένα πράγμα: όπως και στην ταινία έτσι και στη ζωή διατηρώ μια αφέλεια, μια παιδικότητα, μια άγνοια κινδύνου πολλές φορές, ούτως ώστε να προστατεύσω τον ψυχισμό μου, την ευαισθησία μου, την ισορροπία μου. Αυτό βγαίνει και στη δουλειά μου. Αυτή η παιδικότητα είναι άμυνα. Βέβαια, όταν φας το πρώτο χαστούκι λόγω άγνοιας κινδύνου αρχίζεις και ξυπνάς και παίρνεις μια απόσταση από τα πράγματα, λειτουργείς λίγο πιο ορθολογιστικά.

Η δυστοπική ατμόσφαιρα έχει σχέση με τον τρόπο που βλέπεις τη σύγχρονη κοινωνία; Η απαισιοδοξία, δυστυχώς, μεγεθύνεται μέρα με τη μέρα και δεν έχει να κάνει με την ταινία αλλά μ’ αυτό που βιώνουμε όλοι μας καθημερινά. Είμαστε μέσα σε μια δίνη προκλήσεων που αφορούν την έλλειψη τροφίμων λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, τις φυσικές και ανθρώπινες καταστροφές, τους πολέμους, την προσφυγιά. Το ένα δένει με το άλλο χωρίς να το κάνω συνειδητά. Η ζωή είναι η ζωή. 

Έζησες κι εσύ την προσφυγιά. Τι θυμάσαι από το 1974; Έφυγα από την Αμμόχωστο τεσσάρων ετών και μέχρι σήμερα όταν ακούω πολεμικά αεροπλάνα να περνούν από πάνω μου, μαζεύομαι. Με τρομάζουν οι δυνατοί θόρυβοι. Πέρασε στο DNA, έχει σκαλιστεί μέσα μου αυτό το πράγμα: οι βομβαρδισμοί στην Αμμόχωστο, οι χαμηλές πτήσεις των πολεμικών αεροπλάνων. Υπάρχει το τραύμα. Μέχρι τώρα, δεν κατάφερα να περάσω την Πράσινη Γραμμή. Ο αδερφός μου κι ο πατέρας μου βρήκαν το σθένος να πάνε. Εγώ κι η μητέρα μου, όχι. Και δεν νομίζω να μπορέσω να πάω ποτέ.

Ούτε αν ποτέ βρεθεί κάποια λύση; Μια λύση θα βοηθήσει τους νέους ανθρώπους, τις επόμενες γενιές. Εγώ ξέρω ότι η δικιά μου πατρίδα, αυτή που έζησα βίωσα, είναι μοιρασμένη και ακρωτηριασμένη. Αυτό είναι σκαλισμένο στην πέτρα, δεν μπορώ να το αφαιρέσω. Είναι μια βαθιά παιδική πληγή που πολλές φορές δεν μπορώ να εξηγήσω και να διαχειριστώ. Δεν μπορώ να την κλείσω σ’ ένα κουτάκι και να πω «ας πάει στο καλό». Για μένα, η προσφυγιά είναι εκεί, ο κατακτητής είναι εκεί. Η ζωή μου είναι πια εδώ στην Αθήνα. Ακόμη κι αν βρισκόταν λύση και τα πράγματα εξομαλύνονταν, δεν θα επέστρεφα ποτέ για να ζήσω στην Αμμόχωστο. Ίσως μόνο για να την επισκεφθώ.

Ελεύθερα, 13.10.2024