Ο σκηνοθέτης Χαράλαμπος Μαργαρίτης σημειώνει ότι το animation είναι πολύ καταλληλότερο ως μέσο αφήγησης φορτισμένων γεγονότων.
Με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Animation Μικρού Μήκους από το Φεστιβάλ Raindance του Λονδίνου στις αποσκευές, ο Χαράλαμπος Μαργαρίτης αποκαλύπτει τη νέα του ταινία «74» και στο κυπριακό κοινό. Η 16λεπτη κινουμένων σχεδίων ταινία του Κύπριου δημιουργού, που προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κύπρου, έχει ως πυρήνα τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 με τον κεντρικό χαρακτήρα να αναλαμβάνει το αδύνατο έργο να αντιμετωπίσει τη μνήμη της εισβολής και των συνεπειών της, που μέσα στα 50 αυτά χρόνια έχει αδρανήσει, ατονήσει ή παραμορφώσει τα γεγονότα, μέσα από την επανάληψη ή την απώθηση. Συνδυάζοντας παραδοσιακές με σύγχρονες τεχνικές, χρησιμοποιεί την ισχύ των συμβόλων για να εξερευνήσει τη δική του απορία απέναντι στη μνήμη του 1974.
-Πώς γεννιέται μια ιδέα; Οι ιδέες γεννιούνται με τη δουλειά. Πιο συγκεκριμένος, δυστυχώς, δεν μπορώ να γίνω. Είναι κάτι αντίστοιχο του «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» ή «ο ύπνος φέρνει ύπνο» κ.λπ. Η δημιουργία είναι κάτι που πρέπει να κάνεις για να καταλάβεις πώς το κάνεις- κι αυτό δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να το εξηγήσεις.
-Ποιες ήταν οι βασικές τεχνικές κινούμενης εικόνας που χρησιμοποίησες; Για τους σκοπούς της ταινίας αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη τεχνική που αξιοποιεί τις ιδέες της προοπτικής αναμόρφωσης, όπως αυτή εξερευνήθηκε από καλλιτέχνες της πρώιμης και όψιμης Αναγέννησης. Πρόκειται για αναπαραστάσεις που είναι ορατές μόνο από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία. Τεχνικά, πρόκειται για ένα παραδοσιακό σχεδιαστικό animation που δημιουργήθηκε με ψηφιακό εξοπλισμό (το λεγόμενο «tradigital»). Το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε επιτρέπει τον σχεδιασμό των καρέ σε τρισδιάστατο χώρο κι αυτό έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν αναμορφικά σχέδια, που η αναπαράστασή τους είναι ορατή μόνο από μία οπτική γωνία την οποία καθορίζει η κάμερα που κινείται στον τρισδιάστατο χώρο της ταινίας. Αυτή η διαρκής μετάβαση από παραμόρφωση σε αναγνώσιμη αναπαράσταση λειτουργεί κατ’ αναλογία με το θέμα της μνήμης το οποίο εξερευνά η ταινία.
–Τι ελπίζεις να αποκομίσει το κοινό σε ό,τι αφορά τη μνήμη της εισβολής και τις συνέπειές της; Δεν είμαι σίγουρος, για να είμαι ειλικρινής. Η ταινία είναι πρώτα μια δική μου εξερεύνηση της προσωπικής μου απορίας απέναντι στη μνήμη του 1974– μια ομολογία πλήρους άγνοιας για το πώς θα μπορούσε να τύχει σωστής διαχείρισης. Η απορία είναι αυτό που κυριαρχεί ακόμα και πίσω από τις πιο σίγουρες από τις απόψεις που εκφέρονται για το θέμα, επομένως θεωρώ ότι η χειρονομία της παραδοχής αυτής είναι ένα πρώτο βήμα. Άρα αν «αποκομίσει» αυτό ο θεατής θα ήταν ένα κέρδος.
–Είναι εύκολη ή δύσκολη λύση η επιλογή μιας αφηρημένης και ανοιχτής αφήγησης, όταν το θέμα είναι τόσο επώδυνο και περίπλοκο; Νομίζω ότι οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης ενός τέτοιου θέματος είναι δύσκολη, είτε αυτή είναι αφηρημένη ή συγκεκριμένη. Θεωρώ όμως ότι η αφηρημένη και ανοικτή αφήγηση επιτρέπει να εξερευνηθούν η ασάφεια και οι σημειολογικές διαβαθμίσεις του θέματος με περισσότερη συνέπεια. Είναι, άρα, πιο ανάλογη της πραγματικότητας αυτής της μνήμης και, ίσως, συνεπώς, πιο κατάλληλη.

–Πώς βλέπεις την εξέλιξη του animation ως μέσο αφήγησης ιστορικών ή πολιτικά φορτισμένων γεγονότων; Στην ιστορία του κινηματογράφου είναι το animation που πρώτο πραγματεύεται τέτοια γεγονότα, όταν το 1917 ο Γουίνσορ ΜακΚέι σκηνοθετεί τη «Βύθιση του Λουζιτάνια», την πρώτη ταινία που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ντοκιμαντέρ. Έκτοτε είναι πολλές οι ταινίες animation που κινούνται σ’ αυτό τον θεματικό χώρο. Εξαιρετικά (και πιο πρόσφατα) παραδείγματα είναι η ταινία- σταθμός «Βαλς με τον Μπασίρ» του Άρι Φόλμαν που πραγματεύεται το τραύμα του πολέμου του 1982 στο Λίβανο και η ταινία «Κρις, ο Ελβετός» της Άνια Κόφμελ που εξερευνά την τραγική περιπέτεια ενός δημοσιογράφου στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας το 1992. Θεωρώ ότι το animation είναι πολύ καταλληλότερο από τον κινηματογράφο ζωντανής δράσης για τέτοια θέματα, καθώς με το animation δεν πέφτει εύκολα κανείς στον πειρασμό να θεωρήσει ότι παρουσιάζει τεκμήρια. Υποχρεώνεται να αποδεχτεί ότι «επεξεργάζεται δημιουργικά την πραγματικότητα» (που είναι και ο ορισμός του ντοκιμαντέρ κατά τον Τζον Γκρίερσον) και να προσεγγίσει το θέμα του με περισσότερη προσοχή και μια υγιή δόση αβεβαιότητας- να αποφύγει τον διδακτισμό και την προπαγάνδα.
–Από πού προέρχεται και πώς λειτουργεί στην ταινία η φράση «η ανείπωτη ανακούφιση της θυματοποίησης»; Η ταινία προσπαθεί να εξερευνήσει την πολλαπλότητα των τρόπων με τους οποίους έχουμε διαχειριστεί το τραύμα του 1974. Πολλές από τις παρατηρήσεις στις οποίες αυτή η εξερεύνηση καταλήγει είναι άβολες. Όπως συχνά συμβαίνει σε άτομα και συλλογικότητες που έχουν υποστεί τραύμα, η αναγωγή της θυματοποίησης σε στοιχείο ταυτότητας είναι ένας προβληματικός μηχανισμός διαχείρισης του τραύματος. Σε πολλές περιπτώσεις έχουμε υιοθετήσει αυτή τη στάση ως κοινότητα, κάτι που είναι λογικό. Ωστόσο, λειτουργεί ως «δικαιολογία» για αποφυγή της επιτακτικής αλλά δύσκολης και συχνά επίπονης ανάγκης της αντιμετώπισης του τραύματος. Μας απαλλάσσει από την ευθύνη τού να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα το οποίο εκκρεμεί κι αυτό είναι μια μορφή ανακούφισης. Είναι η ανακούφιση αυτού που περιμένει τους βαρβάρους να τον απαλλάξουν από την ευθύνη της νομοθέτησης. Είναι ένας εγκλωβισμός σε μια βολική άρνηση της ενέργειας.
–Πώς κατέληξες στην επιλογή του άνδρα με το καπέλο ως κεντρικό χαρακτήρα; Ποια είναι η συμβολική του διάσταση; Ο κεντρικός χαρακτήρας λειτουργεί σαν όχημα περιδιάβασης στο αποσυναρμολογημένο σύμπαν της ταινίας. Λειτουργεί σαν οδηγός στην πολυπλοκότητα της εμπειρίας αυτής. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (καπέλο, γυαλιά κλπ.) δεν έχουν συγκεκριμένο συμβολισμό, πέρα από το ότι ήθελα να είναι μια ουδέτερη και αινιγματική μορφή, ένας πεσσοϊκός χαρακτήρας. Μια μεταβλητή.

–Τι συμβολίζουν επιμέρους στοιχεία όπως οι μέλισσες και πώς συνδέονται με το γενικότερο μήνυμα που θέλεις να μεταδώσεις; Οι μέλισσες προφανώς παραπέμπουν στον «Ονήσιλο» του Παντελή Μηχανικού. Η εικόνα του κρανίου στην ταινία είναι αντιγραφή του κρανίου σε μια οξυγραφία από την αριστουργηματική σειρά χαρακτικών του Ότο Ντιξ για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (με τίτλο «Ο Πόλεμος»). Η πρόθεση είναι, αφενός, να επαναπροσδιοριστούν, σε ένα βαθμό, εικόνες και σημεία αναφοράς που με την εμμονική επανάληψή τους στην πορεία των 50 χρόνων που ακολούθησαν τον πόλεμο έχασαν το σημειολογικό τους φορτίο. Ένα άλλο παράδειγμα στην ταινία είναι η χρήση της φράσης «κάτι για να θυμάσαι» («a thing to remember») αντί του «δεν ξεχνώ». Αφετέρου, η ταινία εξερευνά νέες μορφές οπτικής επεξεργασίας του θέματος. Θεωρώ ότι υπάρχουν μορφές σκέψης που δεν μπορούν να διατυπωθούν λεκτικά κι ότι πρόσβαση σ’ αυτές έχουμε μόνο με εικαστικούς όρους– μόνο με κινηματογραφικούς εν προκειμένω, καθώς εδώ δεν έχουμε μόνο εικόνα, αλλά και κίνηση και ήχο. Η ταινία είναι μια διατυπωμένη μ’ αυτούς τους όρους σκέψη και μπορεί να γίνει σωστά αντιληπτή μόνο ως τέτοιου τύπου σκέψη.
–Ποια η συμβολή της μουσικής στη διαμόρφωση του συναισθηματικού τόξου της ταινίας; Το ηχητικό τοπίο της ταινίας είναι ένας συνδυασμός παραλλαγών στατικού θορύβου από ραδιόφωνο και ασύρματο. Έχουν χρησιμοποιηθεί ηχητικά εφέ από κάποιον που ξεκινά και σταματά μια κασέτα στο κασετόφωνο– παραπέμποντας σε μια διαδικασία διαρκούς και εμμονικής επισκόπησης ενός αρχείου. Σε σημεία έχουν χρησιμοποιηθεί αποσπάσματα από τα ραδιοφωνικά ανακοινωθέντα που έγιναν κατά τη διάρκεια της εισβολής το ‘74. Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να αποκαλέσουμε «συναισθηματικό τόξο» στην ταινία, αυτό υποβοηθάται από τις διακυμάνσεις της έντασης του ήχου και τον βαθμό στον οποίο αυτός γίνεται σε κάποια σημεία από ενοχλητικός ως αφόρητος, δημιουργώντας ένα ηχητικό περιβάλλον εξίσου αποπροσανατολιστικό με το οπτικό.

–Διακρίνεις κάποια σημάδια ανάπτυξης στον τομέα του animation στην Κύπρο; Σαφώς! Το πιο άμεσο παράδειγμα είναι ότι στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα της επόμενης διοργάνωσης του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, έχουμε τρεις ταινίες animation. Η μια από αυτές, το «Underground» του Γιάννη Χριστοφόρου, έχει κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ανσί (το μεγαλύτερο και σημαντικότερο φεστιβάλ animation στον κόσμο) κι έχει ήδη διακριθεί διεθνώς σε σημαντικές διοργανώσεις. Παράλληλα, βλέπουμε εξαιρετικά δείγματα δουλειάς και σε σειρές animation, όπως η περίπτωση της σειράς «The Olive Bunch» που βρίσκεται υπό παραγωγή από τα κυπριακά στούντιο των Pixel Giants και Prickly Pear και η σειρά «Kombina», από τα ίδια στούντιο, που παρουσιάστηκε στην τελευταία διοργάνωση του Cartoon Forum, ενός από τα μεγαλύτερα συνέδρια για διεθνείς συμπαραγωγές. Επίσης, μόλις πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το καινούριο βίντεο κλιπ για το τραγούδι «Ήταν ένας ποντικός» του Γιώργου Χατζηπιερή, μια άψογη δουλειά του Μιχάλη Παπανικολάου. Παράλληλα, έχουμε την πρωτοπόρα δουλειά που γίνεται από το στούντιο Zedem Animation στη Λάρνακα, τα παραδείγματα από το οποίο είναι πολλά. Αυτές τις μέρες θα παρουσιαστεί επίσης η σειρά «Μύθοι της Κύπρου» από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, που περιλαμβάνει εξαιρετικά αποσπάσματα animation από το στούντιο one and a half. Αυτά είναι μόνο λίγα παραδείγματα, τα πιο άμεσα και προφανή- και απολογούμαι αν παραλείπω κάτι. Είναι σαφές όμως πως η σκηνή του κυπριακού animation διευρύνεται κι ότι η ποιότητα των δουλειών που εμφανίζονται δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη διεθνή παραγωγή.
- INFO 14o Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κύπρου, Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 12-18 Οκτωβρίου. Η ταινία του Χ. Μαργαρίτη «74» προβάλλεται το Σάββατο 12/10, ημέρα έναρξης του φεστιβάλ.
Ελεύθερα, 6.10.24