Αυτό κι αν ήταν μία (πολύ) ευχάριστη έκπληξη!

Η Ελληνίδα συγγραφέας, Έρση Σωτηροπούλου, βρίσκεται ήδη στην «χρυσή» πεντάδα των φαβορί για την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024, τα αποτελέσματα του οποίου θα γίνουν γνωστά την Πέμπτη, στις 14:00 (ώρα Κύπρου), με την επίσημη ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας για το κορυφαίο βραβείο Λογοτεχνίας, από την Στοκχόλμη, η οποία -ως είθισται- θα εκτοξεύσει αμέσως τον τιμώμενο Λογοτέχνη στην «σφαίρα» της παγκόσμιας παραδοχής και τιμής.

Ακούγεται εξωπραγματικό, στα «μικρά» με τα οποία «μετράμε» την ελληνική λογοτεχνία, μετά τη βράβευση των δύο Ελλήνων ποιητών με Νόμπελ (αλλά ποτέ συγγραφέων), του Γιώργου Σεφέρη (1963) και του Οδυσσέα Ελύτη (1979), η Ελλάδα να συμπεριλαμβάνεται στην short list των λεγόμενων «στοιχηματικών» για την απονομή του φετινού βραβείου, μεταξύ χιλιάδων λογοτεχνών που έχουν όλες τις προοπτικές να διακριθούν με Νόμπελ, αλλά ειν’ αλήθεια– ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς σ’ αυτό πως, αν συμβεί το «θαύμα», η Έρση θα είναι η πρώτη Ελληνίδα συγγραφέας μυθιστορημάτων που τιμάται με Νόμπελ Λογοτεχνίας και η πρώτη γυναίκα από την Ελλάδα που θα έχει κερδίσει την μέγιστη αυτή διάκριση.

© Αλέξανδρος Ιωαννίδης (Ιούλιος 2017)

Άλλωστε, όλοι οι γνωρίζοντες θεωρούν πια πως, μετά τη βράβευση της Γαλλίδας, Annie Ernaux, το 2022, όλα είναι πιθανά: Η Ακαδημία δείχνει να ανοίγεται στον νέο, σύγχρονο -ενίοτε και τολμηρό-, τρόπο γραφής, να συγχρονίζεται με μία «γλώσσα» που παλαιότερα ίσως να απέρριπτε και να «συνομιλεί» με το σήμερα, με το «τώρα» του κόσμου. Αυτό, δηλαδή, που πρεσβεύει και η Έρση, από το 1980 που την πρωτογνωρίσαμε ως συγγραφέα («Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές», «Δαμάζοντας το κτήνος» -τα δύο πιο αγαπημένα μου, από τα βιβλία της, αν μου επιτρέπεται μία προσωπική προσέγγιση-, «Η φάρσα», «Εύα», «Τι μένει από τη νύχτα», «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα», από τα πιο γνωστά της, αλλά και αρκετά άλλα, μέχρι το τελευταίο της, «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα»), η οποία διάγει έναν μοναχικό βίο με τα βιβλία της, μακριά από λογοτεχνικές «παρέες», από τηλεοπτικές -κυρίως- συνεντεύξεις, απέχοντας ακόμη και από τη «μόδα» των πιο ταλαντούχων-ευπώλητων συγγραφέων τα τελευταία χρόνια να γίνονται αυτοαναφορικοί και βιογράφοι του εαυτού και της πολυκύμαντης -άρα, για τους ίδιους, σπουδαίας- ζωής τους.

Η Έρση αντιστάθηκε σε όλους τους «πειρασμούς», σε όλες τις -για κάποιους- «ευκολίες» των ομοϊδεατών της: Γράφει κατά μόνας -απομονωμένη πάντα σε διαφορετικά σπίτια όπου είτε νοικιάζει είτε τη φιλοξενούν-, τις ιστορίες που το μυαλό της και τα διαβάσματά της απαιτούν, θέλει να εμπνέεται και «βασανίζεται» πολύ για τα θέματά της μέχρι να ξεπηδήσουν από το μυαλό της– χωρίς ποτέ, ωστόσο, να κάνει «θόρυβο», ιδίως μιντιακό.

Βεβαίως, μέχρι την Πέμπτη, θα έχει να αντιμετωπίσει «μεγαθήρια» της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, που επίσης διεκδικούν -επί ίσοις όροις, αν και διασημότεροι από εκείνην- το πολύτιμο βραβείο: Τον Ιάπωνα Haruki Murakami, ο οποίος μέχρι σήμερα θεωρείται το «απόλυτο φαβορί» («Νορβηγικό δάσος», «Το κουρδιστό πουλί» κ.α.), την Κινέζα Can Xue («Five spice street», «Love in the new millennium»), την Καναδή Margaret Atwood («Το άλλο πρόσωπο της Γκρέις», «Ο τυφλός δολοφόνος»), τον Αυστραλό Gerald Murnane, τον Αμερικανό Thomas Pynchon.

© Αλέξανδρος Ιωαννίδης (Ιούλιος 2017)

Αλλά, ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί -παρόλο που η Σουηδική Ακαδημία δεν φείδεται εκπλήξεων- η Έρση έχει ήδη στρέψει το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού και στην ελληνική λογοτεχνία, κάτι που είχε κάνει και πριν από μερικά χρόνια, ένα άλλο αουτσάιντερ της «γειτονιάς» μας, ο Τούρκος Orhan Pamuk– κάτι καθόλου εύκολο ή απλό, αφού σε αυτή την άκρη του κόσμου μπορεί να «ανθίζουν» κατά καιρούς όλα τ’ άλλα (αθλήματα, μουσικοί Διαγωνισμοί κ.α.), αλλά ποτέ η Λογοτεχνία.

Παρακάτω, μερικά αποσπάσματα από τρεις συναντήσεις που είχα με την Έρση στην Αθήνα -πάντοτε ερχόμενη στα ραντεβού μας φορώντας μαύρα γυαλιά και αναβοσβήνοντας τσιγάρα στο χέρι, προτού ακόμη της τελειώσει το προηγούμενο, γοητευτική στις λέξεις με τη χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής της και υπέροχα εξομολογητική και δοτική στις απαντήσεις της που διανθίζονταν από στιγμές «ποιητικού» λόγου σε πεζό-, αφού, με αφορμή κάποια έκδοση ενός νέου της βιβλίου, έδινε και κάποιες συνεντεύξεις (όχι πολλές), αλλά «μία για την Κύπρο, οπωσδήποτε».

«Όσο περνούν τα χρόνια γράφω με μεγαλύτερη δυσκολία, χρειάζομαι περισσότερη απομόνωση. Είναι πρόβλημα, αλλά συμβαίνει. Για να συγκεντρωθώ, πρέπει να φύγω. Σχεδόν δεν γράφω πια στο σπίτι, μόνο διορθώσεις κάνω ή ξαναβλέπω κείμενα».

«Παλαιότερα έγραφα τις νύχτες, όσο περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και περισσότερο πρωινή. Για το “Δαμάζοντας το κτήνος”, τον τελευταίο χρόνο σηκωνόμουν γύρω στις τέσσερεις η ώρα και έγραφα μέχρι τις δώδεκα- μία το μεσημέρι. Έκανα διακοπή, και το απόγευμα διόρθωνα μέχρι το βράδυ. Ελπίζω να μην ξανασυμβεί αυτό γιατί, αφού τελείωσα το βιβλίο, ο βιορυθμός μου είχε αλλάξει και συνέχιζα να ξυπνάω τα χαράματα, αλλά χωρίς αντικείμενο πια. Ήταν καταθλιπτικό».

«Μα, τι σημαίνει “να περνάμε καλά”; Εγώ αμφιβάλλω αν αυτοί που λένε “περνάμε καλά”, περνάνε όντως καλά. Όλοι αυτοί είναι τρισδυστυχισμένοι, να είστε βέβαιος».

Τι σας φέρνει θλίψη; Η ώρα επτά με οκτώ, πριν πέσει το φως. Τα μέρη που έχουν τρομακτικό θόρυβο και πολυκοσμία. Το να πρέπει να κάνω τα ίδια πράγματα, ακόμη και να περπατάω στον ίδιο δρόμο.

-Σας αρέσουν οι αλλαγές; Πολύ. Χάρις στις αλλαγές μπορώ να κρατήσω έναν εσωτερικό κόσμο σταθερό και να παρακολουθώ τις διεργασίες του. Επίσης, μου είναι πιο εύκολο να γράφω από απόσταση, νιώθω απερίσπαστη. Το ιδανικό για μένα είναι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου σε μια άγνωστη πόλη. Υπάρχουν συγγραφείς που δεν μπορούν να δουλέψουν έξω από το γραφείο τους, χωρίς τις φωτογραφίες, τα προσωπικά τους αντικείμενα. Εμένα όλο αυτό με επιβαρύνει– ό,τι είναι αναφορά στην προσωπική μου ζωή, με μπλοκάρει. 

© Αλέξανδρος Ιωαννίδης (Ιούλιος 2017)

Πώς διαλέγετε τους φίλους σας; Έχω φίλους από παλιά, και φίλους που -λόγω απόστασης- βλεπόμαστε σπάνια. Είμαι ακόμη ανοιχτή σε φιλίες. Κάνω φίλους από διαφορετικούς χώρους, όχι μόνο από το συγγραφικό και καλλιτεχνικό συνάφι. Δεν είναι δυνατόν να συζητάς μόνο για βιβλία -αυτός έβγαλε «εκείνο» ή ο άλλος «το άλλο»-, σε φθείρει. Για παράδειγμα, στο δημοτικό έκανα παρέα μ’ ένα κορίτσι που ο πατέρας του βρισκόταν φυλακή. Μ’ άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι του -δυο δωμάτια ήταν, ένα υπόγειο με κουρελούδες- κι όμως, ήταν πολύ πιο «ζωντανό» και συναρπαστικό, από το καθωσπρέπει σπίτι μας όπου δεν ξέφευγε τρίχα. Η μητέρα μου έλεγε, από τότε, πως έχω ροπή στις κατώτερες κοινωνικά τάξεις.

-Πώς ορίζετε τη δική σας ευτυχία; Ή είναι κάτι άπιαστο; Δεν είναι άπιαστο, συμβαίνει. Αλλά είναι σαν την κινούμενη άμμο. Λέω μέσα μου «αυτή η στιγμή είναι ζωή, τώρα είμαι ευτυχισμένη…», και η στιγμή έχει ήδη περάσει.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 6.10.2024