Η σκηνοθέτρια Δανάη Στυλιανού και η έφορος αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου ξετυλίγουν τις πτυχές του ντοκιμαντέρ «Σκάμματα», που σκιαγραφεί τις συνέπειες του πολέμου στην κυπριακή αρχαιολογία.
Το ντοκιμαντέρ του Τμήματος Αρχαιοτήτων «Σκάμματα» βασίζεται στις προφορικές αφηγήσεις επτά ανθρώπων της κυπριακής αρχαιολογίας που εξιστορούν μέσα από τη δική τους προσωπική εμπειρία τη ζωή προ 1974, τα τραγικά γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής και τις συνέπειες τους. Βασίστηκε σε εκτενή έρευνα για να επαληθευτεί η ιστορική ακρίβεια όλων των αναφορών.
«Η προφορική ιστορία– αυτή δηλαδή που δεν θα βρει κανείς καταγεγραμμένη σε βιβλία– είναι και η αξία του ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος» σημειώνει η σκηνοθέτρια και παραγωγός της ταινίας Δανάη Στυλιανού. Σύμφωνα με την ίδια, στόχος ήταν να μη χαθούν οι ιστορίες μέσα στην προφορική λήθη, «γιατί μέσα από την ιστορική τους σημασία αναδεικνύεται μια Κύπρος που σβήνεται μέσα στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Πρόκειται για μια διαδικασία ανακάλυψης».
Η σκηνοθέτρια στέκεται στο γεγονός ότι πρωταρχικά πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ αρχαιολογικού ενδιαφέροντος επισημαίνοντας ότι η ομάδα στο Τμήμα Αρχαιοτήτων έκανε εξαιρετική δουλειά στην επιλογή των πρωταγωνιστών, των επιστημονικών αναφορών και των θεματικών που αναδεικνύονται.
«Η δική μου δουλειά ήταν να γεφυρώσω το επιστημονικό με το ανθρώπινο» λέει. «Μέσα από τους λαβύρινθους του χρόνου και του μυαλού, παρακολουθούμε την ανθρώπινη εμπειρία με οδηγό τη μνήμη και μάς δίνεται η ευκαιρία να δούμε πώς ήταν η ζωή στην Κύπρο πριν από το 1974– και πώς το πραξικόπημα και η εισβολή που ακολούθησε οδήγησαν τον τόπο μαζί με την πολιτιστική του κληρονομιά, στην καταστροφή. Το ντοκιμαντέρ γιορτάζει την ειρήνη και στέλνει ένα ηχηρό αντιμιλιταριστικό και αντιφασιστικό μήνυμα».

Όπως εξηγεί, κάθε εξιστόρηση συνοδεύεται από τον συναισθηματισμό του συγκεκριμένου ανθρώπου που έζησε το γεγονός. Αφηγείται την ιστορία με τη δική του γλώσσα, τη δική του ιδιοσυγκρασία και κυρίως μέσα από τη δική του οπτική. Στην ταινία πρωταγωνιστούν άνθρωποι που κατάγονται από την Κύπρο, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Αυστραλία κι αυτό έχει τη δική του σημασία.
«Έχουμε ασφαλώς επαληθεύσει την ακρίβεια των γεγονότων από πολλές διαφορετικές πηγές, όμως η συναισθηματική διάσταση είναι κάτι που εκφράζεται υποκειμενικά. Για μένα, δεν μπορεί να υπάρχει ο όρος ‘αντικειμενικότητα’ στο είδος του ντοκιμαντέρ, αλλιώς θα μιλούσαμε για ειδησεογραφικό ρεπορτάζ. Ως δημιουργός, επιβάλλεται να παίρνεις θέση, να επιλέγεις την οπτική γωνία, και αυτό έχω προσπαθήσει να κάνω και στα ‘Σκάμματα’».
Οι πρωταγωνιστές
Είναι άτομα με πλούσιο ενεργητικό και σημαντική προσφορά, είτε στην αρχαιολογική έρευνα είτε και στη λειτουργία του Κυπριακού Μουσείου και του Τμήματος Αρχαιοτήτων γενικότερα. «Οι επτά πρωταγωνιστές/ πρωταγωνίστριες στο ντοκιμαντέρ είναι άνθρωποι με τους οποίους το Τμήμα Αρχαιοτήτων κι εμείς προσωπικά διατηρούμε ιδιαίτερα στενές σχέσεις μέσα στα χρόνια, ενώ κάποιοι ήταν και συνάδελφοί μας» αναφέρει η έφορος αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου.
«Η Μαργκερίτ Γιον που ανέσκαψε στην αρχαία Σαλαμίνα από το 1965 και μετά το 1974 συνέχισε τις αρχαιολογικές της έρευνες στο Κίτιον, η Οντίλ Ντον- Λε Μπρουν, μέλος της Γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής στη θέση Απόστολος Ανδρέας-Κάστρος της Νεολιθικής περιόδου, από το 1970 και μετά, αφού έχασαν τη θέση που ερευνούσαν, συνέχισαν την αρχαιολογική έρευνα στη Χοιροκοιτία, η Βρετανίδα Άλισον Σάουθ που ανέσκαψε στον Αγ. Επίκτητο– Βρυσί από το 1969 και μετά το 1974 συνέχισε την έρευνα σε διάφορες σημαντικές προϊστορικές θέσεις της περιοχής της Καλαβασού και η Αυστραλιανή Καθηγήτρια Τζένιφερ Γουέμπ, με ειδίκευση στην Εποχή του Χαλκού και με μεγάλο ανασκαφικό έργο σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις του νησιού, η οποία σήμερα μελετά υλικό στο Κυπριακό Μουσείο. Το υλικό αυτό προέρχεται από κατεχόμενες αρχαιολογικές θέσεις που ανασκάφηκαν πριν το 1974.
Παράλληλα, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τις εμπειρίες συναδέλφων μας, του δρα Σοφοκλή Χατζησάββα, πρώην Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, τον οποίο το πραξικόπημα και εισβολή βρήκαν να διεξάγει μια σημαντική αρχαιολογική επισκόπηση στην επαρχία Αμμοχώστου και οι Τεχνικοί Επιθεωρητές Γιάννης Χατζησάββας και Μαρία Χατζηνικολάου, που εργάζονταν στο Κυπριακό Μουσείο και μοιράστηκαν μαζί μας τις έντονες μνήμες τους από το Κυπριακό Μουσείο πριν και μετά τα γεγονότα του 1974».

Η Ευτυχία Ζαχαρίου εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η αρχαιολογική έρευνα στην Κύπρο πλήγηκε σοβαρά μετά το ορόσημο του 1974. «Καταρχήν οι έρευνες που διεξήγαγε το Τμήμα Αρχαιοτήτων και οι ξένες αποστολές στις θέσεις που ανασκάπτονταν στο βόρειο τμήμα του νησιού διακόπηκαν και ως εκ τούτου οι γνώσεις μας για την ιστορία των χώρων αυτών είναι σε μεγάλο βαθμό ελλιπείς. Επίσης, τα ευρήματα από τους χώρους αυτούς, κινητά και ακίνητα, πολλά χαμένα σήμερα, δεν είναι δυνατόν να επανεξεταστούν με νέες τεχνολογίες και μεθόδους όπως γίνεται με το αρχαιολογικό υλικό στο οποίο έχουμε πρόσβαση. Ως εκ τούτου, η αρχαιολογική έρευνα έχει αναγκαστικά επικεντρωθεί στο μη κατεχόμενο τμήμα του νησιού με σημαντικότατες ανακαλύψεις μέσα στα χρόνια, όπως για παράδειγμα τις θέσεις της Χαλκολιθικής περιόδου στην Επαρχία Πάφου, οι οποίες δεν ήταν γνωστές προηγουμένως».
Όπως, εντούτοις, προσθέτει, μια από τις σημαντικότερες συνέπειες της κατοχής είναι το γεγονός ότι ως αρχαιολόγοι δεν έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν το νησί ως ενιαίο, ως μια νησιωτική οντότητα. «Δεν είμαστε σε θέση να εξετάσουμε συγκριτικά και εις βάθος τα διαφορετικά αρχαιολογικά γνωρίσματα κάθε περιοχής του νησιού, τις ομοιότητες, τις διαφορές τους, ούτε να διεξάγουμε διεπιστημονικές μελέτες, μελέτες αρχαιολογικού τοπίου, να πραγματοποιήσουμε επισκοπήσεις σε παγκύπρια κλίμακα, να επανεξετάσουμε τα δεδομένα και να διερευνήσουμε περιοχές ανεξερεύνητες» αναφέρει.
Τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα οι αρχαιολόγοι την αντιλαβάνονται ιδιαίτερα έντονα στη δουλειά τους. «Αυτό το διάστημα, για παράδειγμα, εργαζόμαστε εντατικά για το μεγάλο έργο του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Κύπρου. Κι ενώ καλούμαστε να προσφέρουμε στο κοινό επιστημονικά άρτια, ολοκληρωμένα, ενδιαφέροντα και κατανοητά αρχαιολογικά αφηγήματα για την αρχαιολογία της Κύπρου, τα διαθέσιμα δεδομένα που υπάρχουν για το 36% του εδάφους της Κύπρου, το κατεχόμενο δηλαδή τμήμα, είναι τουλάχιστον 50 ετών! Έτσι διαπιστώνουμε καθημερινά την ανάγκη για επανένωση του νησιού μας και την προστασία και ανάδειξη της ιστορίας του τόπου μας, από κοινού φυσικά και με τους Τουρκοκύπριους αρχαιολόγους».

Τα θραύσματα της μνήμης
Η σκηνοθέτρια της ταινίας αναφέρει πως όταν ξεκίνησαν μαζί με την έφορο αρχαιοτήτων Ευτυχία Ζαχαρίου και τις αρχαιολογικές λειτουργούς Ευθυμία Άλφα και Άννα Σατράκη να δουλεύουν πάνω στην αφήγηση, ήρθαν αντιμέτωπες μ’ έναν τεράστιο όγκο υλικού και μαρτυριών. «Οι ίδιες μάζευαν αυτό το υλικό ή είχαν ακούσει τις αφηγήσεις από τους συναδέλφους τους– αρχαιολόγους και πρώην μέλη του προσωπικού-, και ήθελαν από χρόνια πριν να τα καταγράψουν» σημειώνει.
Η αφήγηση κτίστηκε σταδιακά μέσα από συνδέσεις και συσχετισμούς που προέκυπταν μεταξύ των γεγονότων, των πρωταγωνιστών και των αναφορών τους και σημαντικών προσωπικοτήτων που δεν είναι πια στη ζωή. «Ήρθε στα χέρια μας επιπλέον αρχειακό φωτογραφικό υλικό από τα προσωπικά αρχεία των αρχαιολόγων– μεγάλο μέρος του οποίου δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Οι αρχαιολόγοι είχαν στην κατοχή τους καλές για την εποχή εκείνη φωτογραφικές μηχανές και τραβούσαν σε φιλμ για διαφάνειες. Έτσι, το υλικό αυτό διατηρήθηκε καλά μέσα στον χρόνο και καταγράφει -πέρα από την επιστημονική διάσταση κάθε ανασκαφής- την ίδια τη ζωή στις ανασκαφές. Αυτό θα έλεγα ότι ήταν ένα από τα κριτήρια επιλογής των αρχειακών εικόνων: να αναδεικνύουν το άρωμα της εποχής σε συνδυασμό με την εξάσκηση της αρχαιολογίας».
Η πιο αντικειμενική πρόκληση που αντιμετώπισε η παραγωγή ήταν «να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε αυτό το πολυσυλλεκτικό ψηφιδωτό χαρακτήρων και ιστοριών που προέκυπτε μέσα από το ετερόκλητο υλικό που είχαμε στα χέρια μας και να το δομήσουμε στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ που να φέρει τις κατάλληλες συνδέσεις για να ταξιδεύει τον θεατή -μέσα από τα θραύσματα της μνήμης- σε μια διαδρομή τουλάχιστον πενήντα χρόνων ιστορίας και αρχαιολογίας της Κύπρου».
Τις συνεντεύξεις τις διεξήγαγε η ίδια κι έτσι ένιωθε πραγματικά τυχερή που μοιράζονταν οι άνθρωποι αυτοί τις προσωπικές τους εμπειρίες μαζί της. «Τους συναντούσα πριν από το γύρισμα και μου έκανε εντύπωση το πόσο απλόχερα μου έλεγαν τις ιστορίες τους. Κάποια στιγμή διαισθάνθηκα ότι ένιωθαν μια επείγουσα ανάγκη να τις μοιραστούν κι η αίσθηση αυτή μεγάλωνε. Η χρονική απόσταση από τα γεγονότα τούς έδινε το πλεονέκτημα να τα εξιστορούν χωρίς μελοδραματισμό, συχνά ακόμη και με μια μικρή δόση χιούμορ ή σαρκασμού».
Η Δανάη Στυλιανού υπογραμμίζει επίσης ότι η συνειδητοποίηση της παρόδου του χρόνου είναι σοκαριστική: «οι εικόνες του παρελθόντος αντιπαραβάλλονται με τις σύγχρονες μαρτυρίες του σήμερα. Κοιτώντας τους μέσα από το πρίσμα της νεότητας, προσπάθησα να φανταστώ και να αποδώσω πώς νεαρά άτομα, των 20-30 ετών, βίωσαν το τραύμα του πολέμου».

Το 1975 όλοι οι ξένοι αρχαιολόγοι που εμφανίζονται στην ταινία -με προτροπή του τότε διευθυντή του τμήματος αρχαιοτήτων Βάσου Καραγιώργη -επέστρεψαν στην Κύπρο και τους δόθηκαν προς διερεύνηση αρχαιολογικές θέσεις στις ελεύθερες περιοχές. Δύο από τις αρχαιολόγους που πρωταγωνιστούν στην ταινία μένουν ακόμα εδώ και η σύνδεση που αισθάνονται με το νησί είναι πραγματικά συγκινητική. «Είναι μια νέα οπτική αυτή που βλέπουμε στα ‘Σκάμματα’, σε σχέση με την εξιστόρηση των γεγονότων του 1974. Οι μαρτυρίες αναδεικνύουν μια άλλη διάσταση του κυπριακού προβλήματος. Αναλογίζονται τον αρχαιολογικό πλούτο που χάθηκε, μιλούν για τις σχέσεις των ανθρώπων και για την ακρωτηριασμένη πια αρχαιολογική έρευνα».
Για τη σκηνοθέτρια της ταινίας, η πιο συγκλονιστική πτυχή στα «Σκάμματα» είναι το πώς αποδίδεται οπτικά η πάροδος των 50 χρόνων μέσα από τους ίδιους τους χαρακτήρες και τη μεταμόρφωση του τόπου και του τοπίου. «Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά βαρύγδουπα φέτος με την επέτειο, μα στην ουσία έχουν γίνει τόσο λίγα προς την επίλυση του κυπριακού προβλήματος» υποδεικνύει.
«Το ντοκιμαντέρ είναι απόλυτα πραγματιστικό: μέσα από τις εικόνες του προκύπτει αυτή η συνειδητοποίηση. Για παράδειγμα, εγείρονται θέματα όπως η υπερανάπτυξη την οποία βιώνουμε καθημερινά και στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. Σίγουρα υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση νοσταλγίας, αλλά ταυτόχρονα είναι μια ταινία γερά γειωμένη στο σήμερα».
- INFO «Σκάμματα», Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο, Τρίτη 24/9, 7.30μ.μ. Ελεύθερη είσοδος (κράτηση από Sold Out Tickets), Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, Δευτέρα 21/10, 8.30μ.μ. Ελεύθερη είσοδος (κράτηση από rialto.interticket.com
Ελεύθερα, 22.9.2024