Καθηλωμένος μπροστά στο θεόρατο ύψος των ήχων του διαφράγματος των λυγμών του Δημήτρη Μητροπάνου, στο «Καλοκαίρια και Χειμώνες», στο «Αλίμονο», στο «Μια στάση εδώ», στη «Ρόζα», απόλυτα ευτυχής στη λύπη που σκάει σαν βόμβος από όλα εκείνα που μία φράση σε ένα στίχο μπορεί να σε μετακινήσει στην ευεργεσία της στιγμής, περίμενα λίγο ακόμη, μέχρι να τελειώσει άλλη μία παρουσίαση προγράμματος, για να προχωρήσουμε στις δηλώσεις. Κάθισε στο ευρυγώνιο τραπέζι και ήταν έτοιμος.

2008. Στο «Κέντρο Αθηνών». Κανείς δεν γνώριζε αν η διαύγεια του σημαντικότερου ίσως τότε ζώντος λαϊκού τραγουδιστή συμβάδιζε παράλληλα με την ιστορία που έφερε, αν ο πάντα μετρημένος ερμηνευτής ήταν ανέκαθεν τόσο ολιγόλογος, αλλά υπήρχε ήδη η φήμη: «Έχει καρκίνο;». Οι οδηγίες, απ’ την άλλη, ήταν σαφείς: «Θερμή παράκληση, περιοριζόμαστε μόνο στις εμφανίσεις, στις ερωτήσεις σας. Μην προχωρήσετε σε προσωπικά του θέματα».

Δίπλα του, σε ασφαλή απόσταση -διακριτικά, αλλά παρούσα και συγκεντρωμένη στους διαλόγους- βρισκόταν η Βένια, η σύζυγός του. Σαν ήρεμο σκυλί που αν έβλεπε κάποια μπαρουτιασμένη κίνηση θα κατάπινε αμάσητο τον ανοικονόμητο, τον χωρίς «μπέσα» δημοσιογράφο  – λέξη λαϊκή, όπως και το «φιλότιμο» που, πολλές φορές, ανέφερε εκείνο το βράδυ στα λόγια του ο έχων στις πλάτες του φορτωμένη την ευθύνη της μετάληψης του πιο ατόφιου κομματιού απ’ το καταταλαιπωρημένο ελληνικό τραγούδι.

Η περίπτωση της Βένιας τότε, μου θύμισε μία άλλη – αντίστοιχη: Της Άννας Νταλάρα. Παρασυρόμενος ο τραγουδιστής από το θυμικό κάποιες φορές (θυμάμαι μία, στο Μέγαρο Μουσικής, όταν είχε ερωτηθεί για το ΠΑ.ΣΟ.Κ), διέκοπτε, ακόμη και σε σημείο τού να παρεξηγηθεί από τα media ως «περίεργη» ή «αγενής», καθετί που θα μπορούσε να προσβάλει ή να καταρρίψει τον «μύθο» από μία «ατυχή» στιγμή που, ανακυκλώνοντάς την μετά οι εκπομπές σαν μπουλντόγκ που εφορμούν στο ψαχνό, οτιδήποτε ενδεχομένως να επισκίαζε για λίγο το «αχ, χελιδόνι μου», «του κάτω κόσμου τα πουλιά», το «μη μου θυμώνεις, μάτια μου» και τα «παραπονεμένα λόγια».

Ομολογώ πως εκτίμησα πολύ αυτή τη στάση – και της Βένιας, και της Άννας. Κυρίως, όταν διάβασα, την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο μεγαλύτερος εν ζωή σήμερα στιχουργός της Ελλάδας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, στον Δημήτρη Δανίκα, πριν από πέντε χρόνια, ο οποίος ετοιμάζεται να γιορτάσει την Τετάρτη, στο Καλλιμάρμαρο της Αθήνας, μαζί με εκλεκτούς ερμηνευτές, την εμβληματική παρουσία του στο τραγούδι.

Καθισμένοι στο χολ του σπιτιού του, κάτω από την Ακρόπολη, θυμάμαι να μου απαγγέλει απέξω τους στίχους του -«το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει / σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά…»-, να μου μιλάει με τρυφερότητα για τον Μάνο Λοΐζο και τη Χαρούλα, για τους έρωτες που έζησε και τα κονσερβοκούτια στην Αριστοτέλους, για εκείνη την Αργυρώ των ποιημάτων του που κατέληξε στο τρελάδικο.

Η μισή συνέντευξη ήταν αυτά. Η άλλη δεν καταγράφηκε ποτέ δημόσια – αν και υπάρχει ως ντοκουμέντο. Γιατί έπρεπε να προστατευτεί ο «μύθος». Αυτό συνέβη δύο φορές στις μεταξύ μας συναντήσεις. Σε δύο διαφορετικές συνεντεύξεις. Άφησα μόνο, στην τελευταία μας, την ερωτοαπάντηση «ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη; / είναι η λέξη μ@@νί», επειδή εκείνη τη στιγμή μού ακουγόταν με περίσσια γλυκύτητα, σαν ένα κλείσιμο ματιού και συνενοχής – και σίγουρα όχι «πεζοδρομιακή». Μετά το μετάνιωσα – «πώς έπεσα στην παγίδα να μπερδέψω τον προφορικό με τον γραπτό λόγο και να διασύρω τον άνθρωπο!». Για πολλές μέρες, σκεφτόμουν -ενοχικά- πως «έπρεπε να είχα κόψει τη λέξη, όπως έκοψα τόσες άλλες φράσεις» – ο Παπαδόπουλος, βέβαια, με πήρε τηλέφωνο και με ευχαρίστησε, λέγοντάς μου και κάτι νόστιμο για τα γεννητικά μου όργανα εν είδει αστεϊσμού. Ήταν ικανοποιημένος.

Είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έτσι ακριβώς είχαν ειπωθεί και στον Δανίκα, όπως δημοσιεύτηκαν στην συνέντευξή τους του 2019 – ο δημοσιογράφος δεν άλλαξε, δεν λογόκρινε, ούτε λέξη. Το θέμα βέβαια είναι, όταν πάρεις πια στα χέρια σου αυτό το υλικό, όταν αποφορτιστείς από την ένταση του δημοσιογραφικού διαλόγου, να διαφυλάξεις την «αντικειμενική δημοσιογραφική αλήθεια» – για να μην γίνει μία ντροπιαστική αλήθεια η αλήθεια του γήρατος. Αυτό θα μείνει σε λίγα χρόνια -όποτε-, όταν συμβεί το μοιραίο, από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο; Ένα δημόσια καταγεγραμμένο χυδαιολόγιο;

Ο Λ. Παπαδόπουλος με τον αδελφικό του φίλο, Μάνο Λοΐζο.

Ευτυχώς, υπάρχουν και αυτά τα λόγια του αναρτημένα – στο philenews: «Τα 1300 τραγούδια είναι πολύ μεγάλος κόπος. Και ο κόπος αυτός είναι απώλεια χρόνου στον οποίο, αν δεν έγραφες τραγούδια, θα μπορούσες να είχες παίξει περισσότερο, να ‘χες γυρίσει με τους φίλους σου περισσότερο, να ήσουν πιο ελεύθερος. Ξέρεις τι σημαίνει ένα τραγούδι; Φαντάσου πως υπάρχει ένα τραγούδι που έχω κάνει με το Λοΐζο και δεν έχει τελειώσει ακόμα! Η κόπωση τού να φτιάξεις ένα ποίημα είναι τεράστια: Πρέπει να το δεις, να το ξαναδείς, να κόψεις, να ράψεις – δεν είναι απλά αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου σου έρχεται το τραγούδι σα να σου το στέλνει ο θεός – αυτόματα. Έτσι γράφτηκε το “Δελφίνι δελφινάκι”» / «Εγώ δεν κρατάω κλάδον ελαίας ούτε προσπαθώ να είμαι αλλιώτικος απ’ ό,τι είμαι στην πραγματικότητα. Είμαι ένας άνθρωπος που θυμώνει εύκολα, αλλά που ξεχνάει κιόλας εύκολα το αίτιο του θυμού και τον άνθρωπο που του προκάλεσε αυτό το θυμό. Μη στέκεστε στο ότι είμαι καλλιτέχνης, δημοσιογράφος. Κι εσύ ο ίδιος, ψάξε τον εαυτό σου, θα είσαι γεμάτος πληγές, γεμάτος όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, εκρήξεις, φιλίες που προδόθηκαν, έρωτες που ξεκίνησαν παράφοροι και κατέληξαν αλλιώς» / «Καθόλου δεν με φοβίζει ο θάνατος! Τι να με φοβίσει; Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει πια είναι να είναι καλά τα μωρά μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου. Παίρνω κάθε μέρα την κόρη μου τηλέφωνο για να μαθαίνω πώς πάει το μικρό, η Μυρτώ, που ξεκίνησε να μπουσουλάει… Τι να μ’ ενδιαφέρουν; Οι τραγουδιστές και οι συνθέτες;».    

Χρόνια σου πολλά, «πρόεδρε», να ζήσεις, να τα χιλιάσεις, κι αν το σώμα μας δεν θα ‘ναι εκεί την Τετάρτη, στην δημόσιά σου μεγάλη αυτή γιορτή, η ψυχή μας θα σε συνοδεύει πάντα υποκλινόμενη στις επουράνιες ρίμες σου.