Άκουγα προσεκτικά στο τηλέφωνο την Α. κι όσα με κόπο, αλλά και με κάπως βαριά ανάσα, ήθελε να μου πει.

Για πόζες αναίτιες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα πιο ένθερμα συναισθηματικά φιλμ του Παναγιωτόπουλου με γυναίκες που χόρευαν τσιφτετέλια και κρεβάτια που λούζονταν στους ιδρώτες, με κάμποσα «γιατί;» και «πώς γίνεται;», με ολόκληρα παραμύθια που εκείνη ονόμαζε «ερωτικά» αλλά δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά αποκυήματα φαντασίας και τσιτάτα του Φλομπέρ που σημείωνε -παλιά, πολύ παλιά- σ’ ένα σκουριασμένο σχολικό τετράδιο για να τα πει όταν θα της δινόταν η ευκαιρία – που εν τέλει άρπαξε. Τη λάθος στιγμή στον λάθος άνθρωπο.

Χρόνια πριν είχε ήδη φτιάξει το σπιτάκι της, τις καβάντζες της, την ασφάλειά της, τα στεγνά αυστηρά ωράρια οκτώ με τέσσερεις και τα κυριακάτικα τραπέζια στους ηλικιωμένους γονείς με ψητό στο φούρνο και πατάτες κομμένες στο χέρι. Υπήρξε η μικροαστή που θα μισούσες, που δεν σπατάλησε, που δεν εξερεύνησε, που δεν έμεινε ώρες ακίνητη επάνω από το κινητό της τηλέφωνο μέχρι να ‘ρθει νέο μήνυμα στο WhatsApp – εκείνη που δεν πληγώθηκε γιατί δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε και να νικήσει έπειτα.

Μέσα της είχε στεγνώσει. Άνυδρη και με τέλεια σιδερωμένη τη φούστα της πήγαινε στη δουλειά της, όταν -την ίδια στιγμή- θα ευχόταν να είχε χαθεί για λίγο στα σεντόνια και να ξυπνούσε αναμαλλιασμένη και βρόμικη. Η Α. είχε αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα ορθή. Και αυτό το πράγμα -σαν το ποντίκι- ροκάνιζε σιγά σιγά τη φάκα της ρισκάροντας μια ελευθερία που δεν ήξερε στην ουσία της τι σήμαινε.

Μέχρι που τον γνώρισε. Και εφήυρε τους μύθους της, φαντασίες, αναίτιες φαταλιτέ: Mία απλή επίσκεψη στον οδοντίατρο γινόταν «περίπατος στο πάρκο», ένα απόγευμα με μια φίλη ονομαζόταν «απομόνωση στο σπίτι για διάβασμα», το χαπάκι πριν τον ύπνο «ένεση ενδυνάμωσης». Το αναμνησιολόγιό της είχε σβήσει ό,τι είχε προηγηθεί: Μικροφλέρτ, συναισθηματισμούς φτωχού περιεχόμενου, κανά δυο σεξουαλικές απόπειρες, φιλιά στον αέρα.

Τη ρωτούσα στα βραδινά μας τηλεφωνήματα, μεταξύ Λευκωσίας και Ντεπό, πότε θα βρει το κουράγιο να τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του που μόνη της είχε στρώσει – «μόλις με προδώσει στις βασικές μου αρχές», μου έλεγε πάντα. Δύσκολο να την καταλάβω. Δύσκολο, γενικά, να καταλάβεις την ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας που είναι (πραγματικά) ερωτευμένη και που έχει ήδη διαχωρίσει μέσα στο μυαλό της τα φτηνοπότηρα από τα Βοημίας Osaka, αγγίζοντας απλά με το δαχτυλάκι της την επιφάνεια και προσέχοντάς τα μη σπάσουν. «Γιατί μου φέρεται έτσι;», με ρώτησε ένα πρωί. «Γιατί χάνεις στη μάχη και δεν το θέλεις. Δεν μπορείς να επιβληθείς και τυραννιέσαι. Το “σ’ αγαπώ” σου κρύβει από κάτω κι ένα “σε μισώ”, όπως έλεγε στις “Πολεμικές Τέχνες” της πάλαι ποτέ η Μαλβίνα, αλλιώς μια χαρά ήταν όλα αυτά τα χρόνια τα υποκατάστατα». Ω! Οι στρατηγικές. Πάντα αυτές οι υπέροχες ερωτικές στρατηγικές…

Η Α. απορυθμίστηκε τέλεια. Προτίμησε να καταστραφεί για να πάει παραπέρα– γελοιοποιήθηκε, δηλητηριάστηκε, μπερδεύτηκε και αποκαθηλώθηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. «Βάλε το κεφάλι σου κάτω από μία βρύση, άφησε το νερό να τρέξει και ίσως συνέλθεις. Ίσως η πραγματικότητα αποδυναμώσει την πλάνη» της έλεγα. Η νίκη της θα ήταν και η καταστροφή της, όπως μου διάβασε σε μια στιγμή αυτοκριτικής της απ’ τον Ηράκλειτο (της πικρής της νίκης, εννοούσε). Δεν άργησε.

Το προηγούμενο Σάββατο που βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, μετά από πολλούς μήνες, διά ζώσης ξανά, «είχε να μου πει νέα». Στον δρόμο για τον Λαγκαδά, στο μεγάλο πανηγύρι της κωμόπολης με τους χιλιάδες πιστούς καψουρεμένους του Χριστοδουλόπουλου και των μουσικών του, που μυθοποιεί τις γυναίκες και τις βάζει στη θέση «της Παναγιάς της αγίας», στους στίχους που λέει για «τα προσκλητήρια που έπεφταν απ’ τα χέρια» κι όταν «κλειδαμπαρώνουν οι αμπάρες» των πληγωμένων καρδιών, ξεστόμισε τις λέξεις που δεν περίμενα ποτέ να ακούσω από την υπερενεργή αεικίνητη ερωτική ξαφνική της φύση: «Μεγάλωσα» κι «άλλο δεν μπορώ».

© Γιάννης Χατζηγεωργίου (Λαγκαδάς 29.06.2024)

Περίπου πάτησα φρένο μπροστά από ένα στρατόπεδο που βρέθηκε στο δρόμο μας. «Ξέρω τη μέση και τη συνέχεια πια. Το τέλος πάντα το γράφει ο άλλος – αλλά είναι σα να έχω δει όλα τα τέλη στη ζωή μου – και τα πλήρωσα πανάκριβα. Κι άλλη έκπληξη δεν υπάρχει πια. Ας τελειώσω απ’ τα συναισθηματικά, δεν “απορώ πια με την καρδιά μου”», είπε κι ανέβηκε στην αυτοσχέδια πίστα για να βγάλει selfie με τον Μάκη απ’ τον οποίο εξήρτησε κάθε της μικρό τετραγωνικό έρωτος τους τελευταίους οκτώ μήνες της κλινοπάλης. Ήταν η καίρια στιγμή για να αλλάξει «πίστα» και στη ζωή της.

Όταν πια αποκοίμισε όλες της τις υποψίες εκείνο το βράδυ μέσω των σουξέ, κατάλαβε -ξεδίνοντας- πως θα έπρεπε να στερεοποιήσει την αγάπη του και να την κάνει μέλλον φιλίας – όμως, μ’ ένα τέτοιο βάσανο, με τόση ανασφάλεια από την ωραιότητά του -γιατί ήταν πραγματικά όμορφος εκείνος-, πώς θα μπορούσε; «Δεν έχω κάτι άλλο να δω πια. Θέλω τώρα να μείνω σπίτι μου», μου είπε ψυχρά στις τρεις το πρωί, στην επιστροφή.

Δεν έκλαψε ούτε μια στιγμή μετά. Είχε αποστασιοποιηθεί πλήρως κι αυτόματα. Σα να ‘πεσε το ρεύμα, σε γεγονός απολύτου συσκότισης. Κι έτσι ξεκίνησε να ψάχνει πια στη ζωή της τον άνθρωπο- δέντρο.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 7.7.2024