Πάνω απ’ όλα, ο Νότης Μαυρουδής θεωρεί τον εαυτό του έναν παρατηρητή.
Με μια πορεία σχεδόν 60 ετών στη μουσική δημιουργία, παραμένει ένας από τους πιο συνεσταλμένους και χαλκέντερους τραγουδοποιούς και τους πιο αφοσιωμένους δεξιοτέχνες και δασκάλους της κιθάρας. Μετά από αρκετά χρόνια, έρχεται και πάλι στην Κύπρο για συναυλία, φιλοξενούμενος για πρώτη φορά στον ειδυλλιακό χώρο του Αρχοντικού της Αξιοθέας. Παρουσιάζει μερικά από τα λυρικότερα τραγούδια που σημάδεψαν τη δημιουργική του πορεία σε σχήμα με δύο κιθάρες και μία φωνή, πλαισιωμένος από τον τακτικό συνεργάτη του, κιθαριστή Γιώργο Τοσικιάν και την ερμηνεύτρια Μαρία Θωίδου. Η συναυλία φέρει τον τίτλο «Άγρυπνο φεγγάρι» από την πρόσφατη συλλογή με μελοποιημένα ελληνικά ποιήματα του 19ου και του 20ού αιώνα, αλλά περιλαμβάνει επίσης μεταγραφές μουσικών θεμάτων του Γάλλου συνθέτη Γιαν Τιρσέν και τραγούδια άλλων σημαντικών συνθετών.
– Ποιο ρόλο παίζει ο χώρος σε μια συναυλία; Ο χώρος είναι το 50% μιας πετυχημένης συναυλίας.
– Τόσο πολύ; Τόσο. Παίζει σπουδαίο ρόλο. Ακόμη κι ο φωτισμός παίζει τον ρόλο του, η καλή μικροφωνική εγκατάσταση, η κάλυψη του ήχου, να μην ακούγονται παραμορφώσεις, σφυρίγματα από την κονσόλα κ.λπ. γιατί έτσι χαλάει όλο το οικοδόμημα. Η συγκεκριμένη συναυλία δεν έχει μεγάλη ορχήστρα. Είναι μόνο δύο κιθάρες που παίζουν πολυφωνικά και διαμορφώνουν ένα μουσικό περιβάλλον όπου δεν λείπει τίποτα. Δεν λείπουν τα πνευστά, τα κρουστά, τα έγχορδα, γιατί παρουσιάζουμε τα τραγούδια με τρόπο σαν να πρόκειται για πλήρη ορχήστρα.
– Ποια η βαρύτητα του κοινού στην όλη εξίσωση; Τη στιγμή της συναυλίας που εμείς βρισκόμαστε στη σκηνή και δρούμε μουσικά, ένα καλό κοινό μπορεί να μας εμπνεύσει, να μας απογειώσει. Σε πολλά κομμάτια παίζει ρόλο ο αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Τα αυτοσχεδιαστικά ερεθίσματα τα προσφέρει το κοινό. Εάν δηλαδή είναι προσεκτικό, συγκεντρωμένο, καλλιεργημένο κ.λπ. συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στο χτίσιμο σχέσης με το δρώμενο, ούτως ώστε όλα να δένουν μεταξύ τους. Η κλασική κιθάρα είναι πολυφωνικό όργανο και θα έλεγα και μοναχικό, άρα έχει ανάγκη το κατάλληλο κοινό. Το μπουζούκι λ.χ. παίζει λαϊκά τραγούδια και χρειάζεται αντίστοιχο κοινό. Κάθε όργανο έχει ανάγκη το κατάλληλο κοινό για να δώσει και να πάρει συναίσθημα και συγκίνηση.
– Γιατί λέτε ότι η κιθάρα είναι μοναχικό όργανο; Από παλαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιήθηκε στις μπαλάντες. Οι τροβαδούροι είχαν μια κιθάρα και τραγουδούσαν. Αυτό το είδος δεν πέθανε ποτέ. Συνέχισε να είναι ατομικό όργανο και να χρησιμοποιείται σε μοναχικές παραστάσεις, μ’ έναν καλλιτέχνη να κρατά μια κιθάρα και τραγουδάει. Το όργανο αναπτύχθηκε πολύ στον 20ό αιώνα. Και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Κλασικοποιήθηκε κι έγινε αυτό που λέμε πιο «έντεχνο».
– Γι’ αυτό την επιλέξατε εσείς, για τη μοναχικότητά της; Δεν ήξερα τα μυστικά και τις ιδιότητές της όταν ήμουν πιτσιρίκος 12-13 χρονών. Ήμουν ανίδεος. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά προσφύγων κι όταν ένας φίλος μου πήγε σε ωδείο να μάθει ακορντεόν, ζήλεψα και ζήτησα από τους γονείς μου να πάω κι εγώ. Είχαμε μια κιθάρα ξεχασμένη σε μια ντουλάπα κι έτσι επέλεξα την κιθάρα. Μετά, βέβαια, με «επέλεξε» εκείνη. Άρχισε να ξετυλίγεται η γοητεία του οργάνου. Είχα μια πολύ καλή δασκάλα τη Λίζα Ζώη και μετά πέρασα στον Δημήτρη Φάμπα κι έτσι ξετυλίχτηκε το νήμα μαζί με τα μυστικά αυτού του οργάνου.
– Έχετε ονειρευτεί τον εαυτό σας χωρίς μια κιθάρα στα χέρια; Η κιθάρα καθοδήγησε και καθόρισε τη ζωή μου. Χωρίς αυτή δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, δεν ξέρω τι άλλο επάγγελμα θα μπορούσα να ακολουθήσω. Μου πρόσφερε όλη αυτή την απόλαυση, σε μουσικό και βιωματικό επίπεδο. Μ’ έφερε σε θέση να φτιάχνω τραγούδια από νεαρή ηλικία. Είναι το ίδιο το όργανο που σε ωθεί για να μπορέσεις να δημιουργήσεις το κάτι παραπάνω. Πρόκειται για μια διαδικασία διαρκούς εξέλιξης. Σού δίνει χώρο για ν’ αναπτύξεις τη σκέψη, τη φαντασία, τον όποιο λυρισμό έχεις μέσα σου, τα συναισθήματα. Η κιθάρα τα βγάζει όλα αυτά προς τα έξω.
– Αυτό δεν ισχύει για τη μουσική γενικότερα; Προφανώς. Μιλάω για την κιθάρα επειδή έχω μια εμπειρία ζωής. Σε λίγο γίνομαι 78 χρονών και τα 65 από αυτά τα διέθεσα στην κιθάρα.
– Ποτέ δεν θελήσατε να καταπιαστείτε με κάποιο άλλο όργανο; Προσπάθησα να μελετήσω λαούτο, το παλιό, το αναγεννησιακό. Εν τέλει είναι τόσο διαφορετικό που σκέφτηκα ότι μαθαίνοντας το λαούτο θα «κλέψω» ώρες μελέτης από την κιθάρα. Μου αρέσει πολύ και το βιολοντσέλο. Αλλά για να παίξεις πρέπει να κρατάς το δοξάρι με συγκεκριμένο τρόπο, να πιέζεις τον αντίχειρα με τα δύο δάχτυλα. Αυτό το σφίξιμο των δαχτύλων «σκληραίνει» τους μυς. Κάθε όργανο έχει τις δικές τους σωματικές απαιτήσεις. Είναι ένα είδος αθλήματος κι έχει μεγάλη σημασία πώς θα προσαρμόσεις το σώμα σου πάνω στο άθλημα που επιλέγεις. Ο τενίστας, για παράδειγμα, συγκεντρώνει όλη τη δύναμη στο χέρι που κρατά τη ρακέτα. Έτσι, δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω την πόρτα στο βιολοντσέλο.
– Η σύνθεση τι απαιτήσεις έχει; Η σύνθεση είναι ζήτημα σκέψης. Τη φτιάχνεις με το μυαλό και την όποια καλλιέργεια έχεις μέσα σου για να μπορείς να αισθανθείς τους στίχους. Χωρίς να νιώσεις τον στίχο στο σώμα και την ψυχή δεν μπορείς να φτιάξεις τραγούδι ή φτιάχνεις μόνο αδιάφορα τραγούδια. Τα καλά τραγούδια φτιάχνονται απαραιτήτως με το σώμα και την ψυχή.
– Είναι άλλο πράγμα η στιχουργική κι άλλο η ποίηση; Χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης κατά τη μελοποίηση; Όχι πάντα. Πολλές φορές είναι ταυτόσημα. Υπάρχει και δεν υπάρχει διάκριση. Πολλοί στίχοι γράφονται με ποιητική διάθεση. Κι ο Ελύτης έχει γράψει στιχάκια, όπως κι ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Αναγνωστάκης. Ο Γκάτσος. Δυσκολεύομαι να αποκαλέσω «στιχουργό» τη Λίνα Λικολακοπούλου, ή τον Άλκη Αλκαίο, όπως επίσης τον Ηλία Κατσούλη και τον Τάσο Σαμαρτζή.
– Με εξαίρεση τη Λίνα Νικολακοπούλου, όλοι αυτοί που αναφέρατε έχουν πεθάνει. Διακρίνετε να προκύπτει ένα έλλειμμα σε μεγάλες προσωπικότητες; Κάθε εποχή έχει τους δικούς της κανόνες. Η ιστορία κάνει τους κύκλους της και κυκλώνει συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν μπορούμε να έχουμε σήμερα Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, που έθεσαν με το πιο γερό υλικό θα θεμέλια ενός οικοδομήματος που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο μακαρίτης ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, μια ροκ φυσιογνωμία, ήταν σπουδαίος με βάση τους κανόνες του τέλους του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου. Ο Διονύσης Σαββόπουλος θεμελίωσε κι αυτός ένα είδος προαναγγέλοντας μια ολόκληρη γενιά ροκ καλλιτεχνών, με τραγούδια που γράφτηκαν πάνω σε ποιητικό λόγο κι όχι σε απλή στιχουργία.
– Στον κύκλο που βρισκόμαστε σήμερα λείπουν οι μύθοι; Και σήμερα έχουμε μεγάλους ποιητές, όπως τον Αντώνη Φωστιέρη. Έχουμε συγκλονιστικούς δημιουργούς.
– Η εποχή μας ευνοεί τη δημιουργία; Όχι, δεν την ευνοεί. Ο κόσμος έχει τρομάξει, έχει στενέψει οικονομικά, πιέζεται από παντού, σκέφτεται αν θα βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητό του. Στο μεταξύ, έχει ξεσπάσει πόλεμος στην Ουκρανία, προηγουμένως ήταν η Συρία, είναι το μεταναστευτικό, το νέο οικονομικό status quo. Όλα αυτά αποθαρρύνουν το κοινό και κυρίως αποθαρρύνουν τον δημιουργό. Εντούτοις, καταλάβαμε από την εμπειρία αυτή ότι η δημιουργία δεν σταματάει, δεν πτοείται από τις αντιξότητες. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να γεννήσει, να δημιουργήσει.
– Ποια είναι η αποστολή ενός δημιουργού; Δεν θα συμφωνούσα απαραίτητα με τη λέξη «αποστολή». Καταλαβαίνω όμως τι εννοείτε. Αποστολή έχει μόνο η στρατευμένη τέχνη. Αν και συμμετείχα και τραγούδησα πολλά αντάρτικα τραγούδια στο παρελθόν, τα οποία εκφράζανε μια συγκεκριμένη εποχή, σήμερα δεν μπορώ να συναινέσω με τη στρατευμένη τέχνη.
– Δεν είναι προϋπόθεση για έναν δημιουργό η κοινωνική συνείδηση; Άλλο αυτό. Η κοινωνική συνείδηση είναι απαραίτητο στοιχείο της καλλιέργειας. Δεν μπορείς να είσαι αδιάφορος. Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού που στέκεται αδρανές απέναντι στις κοινωνικές καταστάσεις και ανάγκες. Αυτά τα τραγούδια έχουν σύντομη διάρκεια ζωής. Δεν εννοώ τα παλιά τραγούδια του Γιαννίδη, του Αττίκ, που κάθε άλλο παρά αδιάφορα ήταν στο πλαίσιο της εποχής τους. Όταν το μπουζούκι έγινε μόδα στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 βγήκε και πολύ σαβούρα, που νομοτελειακά δεν μπορούσε να είναι διαχρονική.
– Ο χρόνος είναι ο κριτής, λέτε; Προφανώς. Αλλά πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλοι μηχανισμοί αξιοποίησης. Τα δημοτικά τραγούδια τραγουδιούνται ακόμη απ’ όλους, άσχετα αν δεν ακούγονται από τα ραδιόφωνα. Τραγουδιούνται στα σχολεία. Δυστυχώς, δεν γίνεται το ίδιο με το ρεμπέτικο που είναι ένα τεράστιο πνευματικό κεφάλαιο, ένα φοβερό προνόμιο που έχει η χώρα.
– Θεωρείτε ότι δεν αξιοποιείται επαρκώς; Πριν από αρκετά χρόνια είχα πάει στην Αργεντινή για μια συναυλία. Θυμάμαι στο ξενοδοχείο όπως άλλαζα κανάλια έπεσα πάνω σε ένα κανάλι αποκλειστικά για το ταγκό, όπου ακόμη κι οι διαφημίσεις αφορούσαν επερχόμενες συναυλίες, αντικείμενα και άλλα θέματα που αφορούσαν το είδος. Είναι η βασική τους κουλτούρα και αξιοποιείται στον μέγιστο βαθμό, έχοντας γνωρίσει παγκόσμια φήμη. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα είναι το ρεμπέτικο που δεν τυγχάνει της αξιοποίησης που πρέπει. Το ρεμπέτικο με τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα εξελίχθηκε τελικά στο λαϊκό αστικό τραγούδι, διατηρώντας την κοινωνική του θεματολογία: φτώχεια, απελπισία, μαύρος ορίζοντας. Το ρεμπέτικο, το δημοτικό, το παλιό ελαφρό τραγούδι του Αττίκ, του Γιαννίδη, του Σουγιούλ, του Σακελλαρίδη, του Χαιρόπουλου, όλα αυτά είναι ένας πολιτιστικός θησαυρός, μια βιομηχανία κουλτούρας που αφήσαμε αναξιοποίητη. Μοιάζουν με τιμαλφή σ’ ένα αραχνιασμένο σπίτι. Μικρά αριστουργήματα που τα θάβουμε. Ή ενίοτε τα ξεθάβουμε με μουσειακή διάθεση, τα διασκευάζουμε και τα προσαρμόζουμε σε λούπες και άλλους ρυθμούς.
– Αποτελεί κίνητρο για σας η σκέψη ότι η μουσική σας θα αντέξει στον χρόνο; Δεν κρύβω ότι μου αρέσει αυτή η σκέψη. Αλλα δεν μπορώ να ξέρω τι προθέσεις έχει ο χρόνος κι οι ανακατατάξεις του. Αυτή τη στιγμή στα 55 χρόνια που γράφω τραγούδια υπάρχουν μερικά που ζουν ακόμη. Ένα από αυτά είναι το «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» του 1964, που τραγουδιέται ακόμη σε κέντρα, σε μπουάτ, σε δημόσιους χώρους, παίζεται από τα ραδιόφωνα κ.λπ. Ακούγεται ακόμα επίσης το «Φώναξέ με, αγάπη» που έκανα με την Αρλέτα. Ή το «Κάθε μια νύχτα» που τραγουδάει ο Σταμάτης Κραουνάκης, το «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια» που ερμηνεύει η Ελένη Βιτάλη. Είναι μερικά τραγούδια που έχουν διάρκεια. Είμαι ευτυχής γι’ αυτό.
– Σας αρέσει να τα ακούτε; Το 1984 έγραψα ένα τραγούδι πάνω σε ποίημα του Άλκη Αλκαίου, αφιερωμένο στον Μάνο Λοΐζο: το «Πρωινό τσιγάρο». Κάποια χρόνια αργότερα πήγα σε συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο κι άκουσα τον Νταλάρα και την Αλεξίου να το τραγουδάνε για τον Λοΐζο κι είδα στις σκοτεινές κερκίδες δεκάδες χιλιάδες κόσμου να ανάβουν αναπτήρες και να το τραγουδούν. Πώς ήξεραν όλους τους στίχους σ’ αυτό το τόσο δύσκολο ποιήμα; Είναι δύσκολο να μη σε πιάσουν τα κλάματα εκείνη τη στιγμή. Είναι ανεκτίμητο αυτό. Όταν το σκέφτομαι ριγώ.
– Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο; Θεωρώ τον εαυτό μου παρατηρητή. Είμαι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται να βλέπει πώς κυλάει ο χρόνος. Αλλιώς τον αισθανόμουν στην εφηβεία, αλλιώς στη νεότητα, αλλιώς στην ενηλικίωση. Κι αλλιώς στην τρίτη ηλικία που βρίσκομαι τώρα. Τότε είχα όλο τον χρόνο μπροστά μου, τώρα τον έχω πίσω μου. Εφόσον είμαι 78 ετών, μπροστά άντε να έχω άλλα δέκα χρόνια. Δύσκολο, αλλά εν πάση περιπτώσει ας το ελπίσουμε. Έτσι, με απασχολούν οι σκέψεις για τον χρόνο, πώς κυλάει, πώς εξελίσσεται, πώς περνάει πάνω από αυτή τη χώρα.
– Αληθεύει ότι ζήσατε τα πρώτα χρόνια της ζωής σας στη φυλακή; Εγώ δεν πήγα ποτέ φυλακή ή εξορία, αλλά όλο μου το περιβάλλον ήταν αγωνιστές που έφαγαν τα νιάτα τους στα ξερονήσια. Η μητέρα μου ήταν μια γυναίκα αγία, μοδίστρα που δούλευε νύχτα- μέρα. Δεν έχω καμία ανάμνηση από τη μητέρα μου να κοιμάται. Τουλάχιστον εγώ δεν την είδα ποτέ. Ξύπναγα τα ξημερώματα να πάω στο μπάνιο και την έβλεπα στο δωμάτιο να ράβει. Ήταν άνθρωπος αγαθός με έμφυτη αίσθηση του δικαίου. Όταν ήταν έγκυος σε μένα, κάποια στιγμή χρειάστηκε να κρύψει έναν αντιστασιακό στο πατάρι του σπιτιού. Κάποιος την κάρφωσε, μαθεύτηκε, τη συνέλαβαν και την έκλεισαν σε κελί με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν ήρθε η ώρα να με γεννήσει, τη μετέφεραν στο σπίτι, εκεί με γέννησε φρουρούμενη και μετά από 2-3 μέρες την ξαναπήγαν μέσα μαζί με μένα. Έτσι, σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου έζησα για περίπου δύο χρόνια σ’ ένα κελί. Αλλά αυτό δεν με καθιστά ήρωα. Ηρωίδα ήταν η μητέρα μου.
– Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια; Γεννήθηκα το 1945 και μεγάλωσα τη δεκαετία του ’50, σε περιβάλλον προσφυγικό. Οι γονείς μου ήρθαν από τον Πόντο και μέναμε σ’ έναν συνοικισμό Ποντίων στην Καλλιθέα. Σπάνια έβλεπες ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Μόνο χώματα, πέτρες, λακούβες, χόρτα. Εμείς προσπαθούσαμε να παίξουμε μπάλα κι έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε κάπου να κυλάει χωρίς να αναπηδάει. Ζούσαμε σε χαμόσπιτα. Τώρα τέτοια γειτονιά δεν υπάρχει. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν λέω ότι λύθηκαν τα προβλήματα.
– Πώς είδατε την Ελλάδα να εξελίσσεται σ’ αυτά τα έντονα χρόνια; Οι εποχές έσπρωξαν την Ελλάδα μπροστά, παρόλες τις αναμπουμπούλες. Χρειάστηκε τον χρόνο της να ορθοποδήσει και μετά να εμπεδώσει την ευρωπαϊκή της, πια, τροχιά. Έπειτα άρχισε η οικονομική βύθιση και τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα που συνεπάγεται. Λυπάμαι πολύ να βλέπω περιοχές της Αττικής που ήταν «κατακόκκινες», όπως η Δραπετσώνα, η Κοκκινιά, το Πέραμα κ.λπ., σήμερα να έχουν καταντήσει προπύργια της Χρυσής Αυγής. Το αποδίδω στις απανωτές κρίσεις και τη φτωχοποίηση. Η απελπισία παγώνει τη σκέψη. Πάντως, δεν είμαστε λίγοι αυτοί που ονειρευόμαστε ακόμη την πιο δίκαιη κοινωνία και την επιδιώκουμε.
INFO «Άγρυπνο φεγγάρι», Τετάρτη 15 Ιουνίου, Λευκωσία, Αρχοντικό Αξιοθέας, 8.30μ.μ. 22894531