Η σκηνοθέτρια και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου πιστεύει ότι υπάρχει πολύ σκοτάδι που περιτριγυρίζει τη μαγική στιγμή της δημιουργίας. 

Γραμμένο και ανεβασμένο το 1928, το «Machinal» της Σόφι Τρέντγουελ συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής δραματουργίας. Ωστόσο, μέχρι και τη δεκαετία του ’90 έμεινε ουσιαστικά στην αφάνεια μέχρι που σκηνοθέτες όπως ο Στίβεν Ντάλντρι άρχισαν να το ανακαλύπτουν ξανά με σημείο αναφοράς την παραγωγή του National Theatre του Λονδίνου το 1993 με πρωταγωνιστές τη Φιόνα Σο και τον Κιάραν Χάιντς. Ταγμένη στην αναζήτηση ενός νέου κριτηρίου αντίληψης του θεάτρου, η Αύρα Σιδηροπούλου ήθελε πάντοτε να το σκηνοθετήσει, αλλά για δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις έπρεπες να της προτείνει ο Σάββας Κυριακίδης και ο ΘΟΚ. Στην πρώτη της συνεργασία με το κρατικό θέατρο, ανιχνεύει μαζί με τη δημιουργική της ομάδα τον μηχανοποιημένο κόσμο που περιγράφει η Τρέντγουελ μαζί τις διάφορες όψεις της γυναικείας εμπειρίας. 

– Τι καθιστά το έργο αυτό φλέγον, σχεδόν έναν αιώνα μετά; Δεν είναι απλώς επίκαιρο, είναι διαχρονικό. Αυτό που στην ουσία καταγράφει είναι την αντίσταση ενός ατόμου απέναντι σ’ ένα σύστημα που επιχειρεί να το καταπιεί, που απορρίπτει ό,τι θεωρεί «ελαττωματική παρτίδα». Έτσι λειτουργεί ένα κοινωνικό σύστημα από καταβολής του κόσμου: το κράτος, η οικογένεια, η εργασία, η δικαιοσύνη, η θρησκεία. Όποιος μένει εκτός και περισσεύει από τα γρανάζια της μηχανής, το σύστημα βρίσκει τρόπο να τον συνετίσει ή να τον αποβάλει. 

– Το έργο δεν εστιάζει ειδικότερα στη γυναικεία χειραφέτηση; Αυτό συμβαδίζει με την όλη οπτική της συγγραφέως, που ήταν υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης και της γυναικείας ψήφου στην Αμερική της εποχής και ακτιβίστρια για τα γυναικεία δικαιώματα. Από εκεί και πέρα, όμως, αυτό που κατά τη γνώμη μου προτάσσεται στο έργο είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε και να βρούμε νόημα σ’ έναν κόσμο που κινείται με δικούς του κανόνες και δεν μας επιτρέπει ν’ αναπνεύσουμε αν τυχόν παρεκκλίνουμε απ’ αυτούς. Έχει να κάνει με το πόσο επιθυμεί και καταφέρνει κανείς, ανεξαρτήτως φύλου, να συμβιβαστεί μ’ αυτό που του «φοριέται» από την κοινωνία. Η προσέγγισή μας δεν είναι απόλυτα φεμινιστική. Φυσικά, υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνδέονται και μ’ αυτού του είδους τη συζήτηση, που είναι επίσης τόσο επίκαιρη. 

– Το «Machinal» λέγεται ότι ήταν μπροστά από την εποχή του, ότι το κοινό τότε δεν ήταν έτοιμο να το επεξεργαστεί. Σήμερα είναι; Όταν πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ είχε απήχηση. Η όλη σύλληψη ήταν ανατρεπτική, περνούσε στο κοινό η αίσθηση του καινούριου και πρωτοποριακού. Η εποχή βοηθούσε στην πρόσληψη αυτή. Μιλάμε για ένα έργο πειραματικής γραφής και εξπρεσιονιστικής φόρμας και το γεγονός ότι το στη συνέχεια το αμερικανικο θέατρο κινήθηκε προς ένα ιδιαίτερα κυρίαρχο ρεαλισμό το καταδίκασε πράγματι να μείνει στο περιθώριο. Σήμερα, είμαστε πολύ πιο εξοικειωμένοι μ’ αυτή τη γραφή, που είναι ελλειπτική, γεμάτη ασυνέχειες και η γλώσσα συμβαδίζει με το ρυθμό της μεγαλούπολης. Επιμένουμε σε μια αφαίρεση, η οποία πάντοτε κατά τη γνώμη μου τονίζει τη διαχρονικότητα ενός ζητήματος που ξεπερνά την εποχή του. Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, που εκείνη την εποχή επεκτεινόταν και τίποτα δεν φαινόταν να έχει όριο στο τι αποτελεί «εφικτό» για τον άνθρωπο. 

– Και μετά ήρθε το κραχ… Γράφτηκε ακριβώς λίγο πριν το κραχ και κινείται μέσα στο πνεύμα του καπιταλιστικού πανδαιμονίου που έφερνε την πόλη στο προσκήνιο όλων των εξελίξεων. Η Τρέντγουελ προσπάθησε ν’ ακολουθήσει αυτόν τον ρυθμό. Στην ουσία χτίζει μια μηχανή και ακολουθεί το ηχοτοπίο της κάθε κατάστασης και κάθε διαφορετικής έκφανσης της μηχανής. Ο κλοιός στενεύει γύρω από τον επαγγελματικό και τον οικογενειακό χώρο. Οι άνθρωποι μιλούν μόνο με κλισέ και δεν μπορούν να επικοινωνήσουν, τους καταπνίγουν οι γραφομηχανές, οι ήχοι της καθημερινότητας. 

– Γιατί επιμένεις σε συγκεκριμένο πυρήνα συνεργατών στις δουλειές σου (Γιώργος Τενέντες, Βάνιας Απέργης, Άρτεμις Τζάβρα); Είναι ζήτημα συνοχής ή κοινής αισθητικής; Υπάρχει όντως ένας πυρήνας σε ό,τι αφορά το σκηνικό, τη μουσική και το βίντεο. Υπάρχει κοινή αισθητική και κοινή αντίληψη για τον κόσμο και το θέατρο. Δουλεύουμε μαζί εδώ και καιρό. Συντονιζόμαστε στο εικαστικό στοιχείο κι όχι μόνο. Επιδιώκουμε την αφαίρεση σε ό,τι κάνουμε κι η δουλειά μας επιχειρεί να αποφύγει την κυριολεξία. Κερδίζουμε χρόνο καθώς το ένα κομμάτι συμπληρώνει το άλλο. Από την άλλη, πάντως, επιδιώκω να δουλεύω κάθε φορά με διαφορετικούς ηθοποιούς. Νιώθω ότι προχωρώ κι εγώ ως σκηνοθέτις όταν στήνω ένα νέο πλέγμα σχέσεων με διαφορετικούς ανθρώπους, που φέρνουν στην πρόβα ένα αλλιώτικο αέρα και μια διάσταση σκέψης που δεν έχω ξανασυναντήσει. 

– Πώς στήθηκε σ’ αυτή την περίπτωση η διανομή; Πόνταρα σε μια ομάδα που αισθανόμουν ότι μπορούσε ν’ ακολουθήσει στο χτίσιμο ενός κόσμου που δεν πατάει στην πραγματικότητα, αλλά στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και υπερκόσμιου. Αναζήτησα ανθρώπους με καλλιέργεια και μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Πέρα από το φυσιογνωμικό κομμάτι, δουλέψαμε συντονισμένα, συσχετιστήκαμε κι ο ένας ωθούσε τον άλλον ένα βήμα παρακάτω. Ακόμη και στα σημεία που δίσταζα να πάρω ρίσκο, οι ηθοποιοί μού έλυναν τα χέρια. Αυτό είναι ευχάριστο και σπάνιο. 

– Δεν παίρνεις εύκολα ρίσκα; Βεβαίως και παίρνω. Αλλά τα ρίσκα παίρνονται με αγώνες προσωπικούς και ομαδικούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο δεν υπήρξε αντίσταση, αλλά υπήρξε και ενθάρρυνση για να προχωρήσουμε σε πιο ριψοκίνδυνο έδαφος. 

– Είχες στη διάθεσή σου τις συνθήκες και τον χρόνο που ήθελες; Είναι μια υπέροχη ευκαιρία. Είχα τα μέσα που ήθελα. Είχαμε και χρόνο, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετός και πάντα το νιώθεις αυτό καθώς πλησιάζεις στην πρεμιέρα. Η αναζήτηση ολοκληρώνεται στο μυαλό του θεατή ό,τι και να κάνουμε εμείς. Όσο για τις συνθήκες, ήταν λίγο «πολεμικές». Μας ταλαιπώρησε η απειλή της πανδημίας, περπατούσαμε σε τεντωμένο σκοινί. Μάς έπιανε πανικός αν κάποιος ξυπνούσε με πονόλαιμο και κάναμε καθημερινά τεστ.  

– Η εξωτερική πίεση που ασκείται στις πρόβες, επηρεάζει το αποτέλεσμα; Νομίζω πως ναι. Προκαλεί εγρήγορση, έναν συναγερμό ώστε να είμαστε προσηλωμένοι. Αναπόφευκτα μεταδόθηκε η αίσθηση του επείγοντος και της αναγκαιότητας της συγκέντρωσης στους ηθοποιούς, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε ακόμη κι αν ένας από μας έμενε εκτός πρόβας για μια εβδομάδα. Από εκεί και πέρα, χωρίς να το επιδιώκουμε, αναπόφευκτα παρεισέφρησε αυτό το κλίμα στην παράσταση. Λ.χ. σε κάποιες σκηνές εντείνεται η αποξένωση ανάμεσα στους κεντρικούς χαρακτήρες. Προέκυψε μια εξοικείωση με το αίσθημα της αλλοτρίωσης. Αυτό δεν έγινε εσκεμμένα, αλλά το καλοδεχτήκαμε.  

 

– Μια γυναίκα σκηνοθέτις θα ανέβαζε αυτό το έργο με διαφορετικό μάτι σε σχέση μ’ έναν άνδρα; Δεν αισθάνομαι και τόσο ταγμένη στο  στρατευμένο θέατρο του φεμινισμού, αν αυτό εννοείς. Αν και παραδόξως αυτά τα έργα με κυνηγούν και με βρίσκουν. Όπως λ.χ. το «Κουκλόσπιτο». Αυτό που κουβαλούμε ως γυναικεία εμπειρία οπωσδήποτε επηρεάζει την οπτική και την ευαισθητοποίησή μας πάνω στις σχέσεις που χτίζουμε επί σκηνής. Ούτως ή άλλως είναι ένα έργο που αναφέρεται στη γυναικεία ψυχή, το γυναικείο βίωμα. Υπάρχει μια αμφισημία. Ούτε η συγγραφέας ούτε κι εμείς δεν προσπαθούμε να αγιοποιήσουμε, να εξιδανικεύσουμε τη γυναίκα αυτή.  Είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας που μπορεί να φτάσει στα άκρα. Πρόθεσή μας δεν είναι να την παρουσιάσουμε συμπαθητική έναντι του «αντιπαθητικού» και «κακού» άνδρα. 

– Γιατί διστάζουμε να κλίνουμε στο θηλυκό λέξεις όπως «σκηνοθέτης», ενώ ο λ.χ. στη χορεύτρια η γλώσσα γυρίζει αμέσως; Εξακολουθεί να υπάρχει σεξισμός. Η πραγματικότητα όμως προσπερνά τους ορισμούς και σιγά- σιγά θα ξεπεραστούν κι αυτοί οι δισταγμοί. Η γλώσσα απλώς αποτυπώνει το γενικότερο κλίμα. 

– Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου ως σκηνοθέτρια; Βασανίζομαι και επιδιώκω πάντοτε την αφαίρεση και τη λιτότητα μέχρι τα πράγματα ν’ αρχίσουν να εξανεμίζονται στο μυαλό του θεατή. Προσπαθώ να αποφύγω την κυριολεξία, την οποία θεωρώ το μεγαλύτερο εχθρό του θεάτρου. Ως συνεργάτης είμαι πολύ ανοιχτή. Αυτό είναι κάτι που έχει κερδηθεί με τα χρόνια. Πιστεύω στην εμπιστοσύνη. Δίνω χώρο στους ηθοποιούς, ώστε να γίνει κτήμα τους αυτό που έχω οραματιστεί και να το μετουσιώσω σε κάτι άλλο. Πιστεύω στη συνεργασία και θέλω να βλέπω την πρόβα ως ένα μεγάλο πάρτι, όπου περνάμε καλά. Δεν είμαι της άποψης ότι καλός σκηνοθέτης είναι ο αυταρχικός. Υπάρχει πάντα τρόπος να πείθεις τους άλλους: εμπνέοντάς τους. 

– Ποιος είναι ο στόχος σου σε ό,τι αφορά τον θεατή; Είναι μεγαλεπήβολος και δεν ξέρω τι θα καταφέρω. Αισθάνομαι ότι θέλω να διαμορφώσω ένα νέο κριτήριο αντίληψης του θεάτρου. Αυτό προσπαθώ να κάνω και διδάσκοντας και σκηνοθετώντας. Θέλω ο θεατής να συγκινηθεί και ν’ αφήσει αυτό που είδε να κατακαθίσει, να τον ακολουθεί για πολλές μέρες μετά. Παρά το ότι η παράσταση είναι εφήμερη, οι εικόνες και τα αισθήματα να παραμείνουν στη συνείδησή του. 

– Πιστεύεις ότι μπορείς ν’ αλλάξεις κάτι στον κόσμο μέσω του θεάτρου; Πιστεύω ότι αξίζει να προσπαθήσω. Είμαι ρεαλίστρια. Η τέχνη είναι καταφύγιο. Μια συνθήκη που προσφέρουμε στους ανθρώπους για να προβληματιστούν. Τους δίνουμε τις ανάσες που χρειάζονται και τους εμβολιάζουμε με προβληματισμούς και βιωματικές εμπειρίες που ίσως παραμείνουν λανθάνουσες μέσα τους, αλλά κάποια στιγμή θα βγουν προς τα έξω και θα επηρεάσουν τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή. Δεν ξέρω αν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά σίγουρα μπορούμε να σκεφτούμε λίγο περισσότερο.

– Δεν πιστεύεις στην τέχνη που ταρακουνά, που λειτουργεί ως ορμητήριο; Αυτό δεν το κάνει απαραίτητα μόνο η στρατευμένη τέχνη. Οι αφυπνιστικές «σφαλιάρες» μπορεί να έρθουν και με το να δούμε τον εαυτό μας στον «καθρέφτη» της σκηνής. 

– Συγκρούονται η ακαδημαϊκή με την καλλιτεχνική ιδιότητα; Δεν συνυπάρχουν εύκολα. Στη συγκεκριμένη διαδικασία επέλεξα να βυθιστώ εντελώς και ν’ αφήσω την επιστημονική ιδιότητα λίγο στην άκρη. Συχνά αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται. Είναι βοηθητική η ακαδημαϊκή έρευνα στη μελέτη και τη διδασκαλία ενός έργου. Πάντως, είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν ο ερευνητής και ο σκηνοθέτης, ο οποίος βαδίζει κυρίως με το ένστικτο. 

– Ποια ήταν η πιο φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή σου στο θέατρο; Θα ξεχώριζα δύο που αφορούν δικά moy κείμενα. Η πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησα ποτέ ήταν το «Sexodus» που ανέβηκε σ’ ένα μικρό, αποπνικτικά ζεστό θεατράκι στο κέντρο του Μανχάταν. Εκεί αισθάνθηκα ότι είχα το κοινό μαζί μου. Υπήρχε μια παύση στην αρχή, περίπου 3,5 λεπτά, που για τα θεατρικά δεδομένα είναι τεράστια. Το κοινό ήταν εκεί, κάνοντας αέρα με τις βεντάλιες λόγω ζέστης. Στο τέλος με πλησίασαν και μου είπαν ότι αυτή η παύση «έφτιαξε» όλο το έργο. Για μένα ήταν μια υπερβατική στιγμή, μια συνειδητοποίηση ότι κάνουμε κάτι που μπορεί να μας πάει κάπου. 

– Και η δεύτερη; Η ελληνοτουρκικοαγγλική παραγωγή «Τα δάκρυα της Κλυταιμνήστρας» που παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν τρίγλωσση κι έγινε το 2004 με χρηματοδότηση της ΕΕ. Έπαιζαν η Θέμις Μπαζάκα από την Ελλάδα, η Κριστίν Λινκλέιτερ από τη Βρετανία και η Ντεριά Ντουρμάζ από την Τουρκία. Υπήρχαν άνθρωποι από την ελληνική κοινότητα των Ρωμιών που μπορούσαν να το παρακολουθήσουν και στις τρεις γλώσσες κι έβγαιναν δακρυσμένοι. Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή, που ένιωσα ότι κάτι έκανα κι εγώ. Προέκυψε μέσα από μια δύσκολη διαδικασία προβών. Υπήρχε ένταση ανάμεσα στην Ελληνίδα και την Τουρκάλα ηθοποιό, αλλά το αποτέλεσμα τις έφερε κάπως πιο κοντά. 

– Πώς οδηγήθηκε ο δρόμος σου στο θέατρο και στη σκηνοθεσία; Προέρχομαι από ένα σπίτι που αγαπούσε το διάβασμα και το θέατρο. Οι γονείς μου με πήγαιναν από μικρό παιδί στο ΚΘΒΕ. Στο σχολείο ζωγράφιζα κι αρχικά ήθελα να γίνω ενδυματολόγος. Στην πορεία σπούδασα αγγλική φιλολογία έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού ότι αγαπώ τα λογοτεχνικά κείμενα. Μέχρι που έκανα την πρώτη μου ερασιτεχνική παράσταση στο Κέμπριτζ, με τη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ιονέσκο. Τότε κατάλαβα ότι ένας τρόπος να συνδυάζω όλα αυτά που αγαπώ είναι η σκηνοθεσία, η υπέρτατη τέχνη της σύνθεσης. Εκτός από τους γονείς μου, χρωστώ ευγνωμοσύνη στους καθηγητές μου στην Αμερική, στο Κολούμπια, την Αν Μπόγκαρτ και τον Ρόμπερτ Γούντραφ, οι οποίοι διαμόρφωσαν το αισθητικό μου κριτήριο. 

 – Στον χώρο των τεχνών υπάρχει μόνο φως; Μακάρι να υπήρχε μόνο φως! Υπάρχει πολύ σκοτάδι που περιτριγυρίζει τη μαγική στιγμή της δημιουργίας. Παραμονεύει. Είναι βέβαια κι αυτές οι καταστάσεις της εποχής και το κίνημα #MeToo, που είναι σημαντικό ότι έβγαλε στο φως κάποιες τοξικές συμπεριφορές και πράξεις και θα βοηθήσει να μπουν τα πράγματα σε μια τάξη, ώστε τέτοια φαινόμενα να συμβαίνουν με λιγότερη ευκολία. Εξακολουθεί να υπάρχει μπούλινγκ κι αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με την τέχνη καθαυτή αλλά μόνο με τη φιλοδοξία της επιβολής και εξουσίας. Αυτό σε όλες του τις μορφές δεν είναι και το αιώνιο πρόβλημα της ανθρωπότητας; 

– Έχουμε εξιδανικεύσει κάπως τον χώρο της τέχνης; Ναι. Είναι ένας χώρος σαν όλους τους άλλους κι ίσως μάλιστα οι ανθρώπινες σχέσεις να δοκιμάζονται μέσα σε πιο οξυμένο κλίμα. Δουλεύεις με τον άλλο σε καθημερινή βάση, βγάζετε τα σώψυχά σας, έτσι δημιουργούνται ευάλωτες καταστάσεις. Μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί τη σχέση που δημιουργείται στην πρόβα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να διαχωρίσουμε το ένα από το άλλο, δηλαδή το ποιόν, την προσωπική υπόσταση του δημιουργού από το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα και αποτύπωμα. 

– Διακρίνεις γενικότερα μια τάση εκφασισμού της κοινωνίας μας; Φασισμός είναι η εκμετάλλευση του φόβου και της ανασφάλειας των ανθρώπων. Όσο προχωρούμε, τόσο πιο πολύ φοβόμαστε, ίσως γιατί έχουμε περισσότερα να χάσουμε. Χρειαζόμαστε να πιαστούμε από κάπου για να νιώσουμε ασφαλείς κι όσο δεν βρίσκουμε θα αυτοπεριοριζόμαστε και θα περιχαρακωνόμαστε. Δυστυχώς, έτσι οδηγούμαστε ντουγρού προς τον όλεθρο. Η τέχνη μόνο χαραμάδες μπορεί να ανοίξει. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν έχουμε και πολλά άλλα να βασιστούμε για παρηγοριά.

INFO: «Machinal» της Σόφι Τρέντγουελ, Νέα Σκηνή ΘΟΚ, κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 8.30μ.μ., Κυριακή 10 & 17 Απριλίου στις 6μ.μ. μέχρι 21/5, Λάρνακα 25/5, Σωτήρα 27/5, Λεμεσός 1/6, Πάφος 3/6, 77772717, thoc.org.cy