Η Αγνή Τσαγκαρίδου, ή Αγνή Σκοτ όπως είναι γνωστή στις διεθνείς κινηματογραφικές λίστες συντελεστών, διάγει μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο. Αυτές τις μέρες «στριμάρει» στο Netflix η βρετανική σειρά δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ που αφορά τη συναρπαστική ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου πρωταγωνιστεί στον ρόλο της Στάτειρας.
Τα γυρίσματα είχαν γίνει το 2022 στο Μαρόκο και την ίδια χρονιά είχε κάνει στην Κύπρο τα γυρίσματα για τη νέα ταινία της Στελάνας Κληρή «The Islander», που αναμένεται μέσα στο 2024. Παράλληλα, υποδύθηκε τη Ρωσίδα ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων Νατάλια Εστεμίροβα στη βιογραφική ταινία του Τζέιμς Στρονγκ «Anna», για την Άννα Πολιτκόφσκαγια. Αν και γεννημένη στη Λάρνακα το 1976, στην Κύπρο είχε μέχρι πρόσφατα καταγράψει στο ενεργητικό της μόνο μια συμμετοχή στον Χορό της Ορέστειας του ΘΟΚ το 1999, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, αλλά και τον ρόλο της Ροδούς στην ταινία του Πανίκκου Χρυσάνθου «Ακάμας» (2006). Βρεθήκαμε στο Μακένζι, ένα μεσημέρι με πολύ αέρα, για να μου εξομολογηθεί ότι απωθημένο σ’ αυτό το στάδιο της ζωής της είναι να κάνει περισσότερες δουλειές στην ιδιαίτερη πατρίδα της.
-Τι μπορούμε να πούμε για τον ρόλο που παίζεις στη νέα σειρά του Netflix για τον Μέγα Αλέξανδρο; Η σειρά είναι δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, στην οποία καταθέτουν την επιστημονική τους εκτίμηση και πολλοί ιστορικοί. Υποδύομαι την Στάτειρα της Περσίας, σύζυγο του Δαρείου Γ’, αντιπάλου του στρατηλάτη. Μετά τη Μάχη της Ισσού, πήρε αιχμάλωτες τις αρχόντισσες των Περσών που ταξίδευαν μαζί με τους άντρες τους, τη μητέρα, τη γυναίκα, την κόρη. Υπάρχουν κενά σε ό,τι αφορά κάποια γεγονότα. Για την Στάτειρα ξέρουμε ότι πέθανε στη γέννα και ότι πιθανότατα το παιδί ήταν του Αλέξανδρου. Μετά από χρόνια, οι επίγονοι το σκότωσαν για να μη διεκδικήσει διαδοχή.
–Τι ήταν αυτό που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως προκύπτει από τη σειρά; Ήταν από μόνος του μια στρατηγική ιδιοφυία, ωστόσο λέγεται ότι η μητέρα του η Ολυμπιάδα του είχε βάλει στο μυαλό ότι πατέρας του δεν ήταν ο Φίλιππος, αλλά ο Δίας. Και ότι μπορούσε, συνεπώς, να κάνει τα πάντα στη ζωή του. Το πίστεψε αυτό βαθιά μέσα του και μέχρι τα 32 του χρόνια είχε κατακτήσει τον κόσμο. Παρότι κατακτητής, όμως, είχε πολύ ανοιχτό μυαλό και όραμα για τον κόσμο και σεβόταν τους άλλους λαούς. Όταν σκοτώθηκε ο Δαρείος του έκανε κηδεία με τιμές. Επίσης, θαύμαζε τους ξένους πολιτισμούς, μάθαινε τη γλώσσα και τα ήθη τους. Ήταν χαρισματικός και φιλομαθής κι αυτό έπαιξε ρόλο στη διαδρομή που άλλαξε ουσιαστικά τον ρου της Ιστορίας. Γι’ αυτό και λατρεύτηκε παντού και λατρεύεται μέχρι σήμερα.
–Πώς παρουσιάζει η σειρά τη σχέση του με τον Ηφαιστίωνα; Την εξετάζει επισταμένα, παρουσιάζοντας ενδείξεις και εκτιμήσεις σχετικά με το αν θα μπορούσαν να ήταν εραστές. Θέλω, όμως, να πω ότι δεν είναι σωστό να κρίνουμε κάποιες συνήθειες και ήθη της εποχής με σημερινούς όρους, που μπορεί να ακούγονται και βαρύγδουποι. Όπως αναφέρει στη σειρά ένας ιστορικός, οι Έλληνες της εποχής δεν χρησιμοποιούσαν κάποια συγκεκριμένη λέξη για την ομοφυλοφιλία. Έβλεπαν αλλιώς τη σεξουαλικότητα. Αν ήσουν άνδρας τότε μπορούσες να θαυμάσεις και το ανδρικό σώμα, δεν υπήρχε κάτι κακό σ’ αυτό. Δεν νομίζω πάντως ότι η σειρά επιδιώκει να σκανδαλίσει παρουσιάζοντας κάτι ως θέσφατο, υπό το σημερινό κιόλας πρίσμα. Ο καθένας μπορεί να τη δει και να βγάλει τα συμπεράσματά του.

–Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι όταν συμμετέχεις σε διεθνείς παραγωγές με σπουδαίους συντελεστές; Καταρχάς, είναι ωραία να κάνεις μια δουλειά που σ’ ευχαριστεί και σου προσφέρει κάτι, σε εξελίσσει. Ναι, είναι ωραία όταν έρχονται τέτοιες ευκαιρίες. Πολλές φορές, όμως, δεν είναι όλες οι επιλογές καλές. Δεν βρίσκομαι ακόμη στο σημείο να έχω στα πόδια μου όλες τις προτάσεις για να διαλέξω αυτή που προτιμώ. Βρίσκομαι, όμως, σε φάση που μπορώ να βάζω μπροστά τα «θέλω» μου. Το σημαντικό είναι όταν θέλεις κάτι, να το επιδιώκεις. Να μη σε σταματάει τίποτα. Να το ψάχνεις, να το κυνηγάς, να δουλεύεις γι’ αυτό και να μην απογοητεύεσαι.
-Ποια ήταν η σχέση σου με την υποκριτική όταν ήσουν μικρή στη Λάρνακα; Ο μπαμπάς μου είναι διακοσμητής και η μαμά μου λογοθεραπεύτρια, αλλά τους αρέσει πολύ το θέατρο. Ήμουν καλή μαθήτρια, έκανα και χορό. Κόλλησα από μικρή το μικρόβιο. Πηγαίναμε πολύ στο θέατρο, σε παραστάσεις του ΘΟΚ και όχι μόνο, σε παραστάσεις που ερχόντουσαν από την Ελλάδα, σε ελληνικές τραγωδίες που βλέπαμε κάθε καλοκαίρι. Μέχρι το 1994, που τελείωσα το σχολείο κι έφυγα.
–Προτιμάς τον κινηματογράφο από το θέατρο; Μου αρέσει πολύ το θέατρο. Δυστυχώς, δεν έκανα πολύ στο Λονδίνο. Από πρακτικής σκοπιάς, με οικογένεια και παιδιά είναι δύσκολο. Ωστόσο, το βρίσκω πιο ωραίο, αλλά και πιο ευχάριστο. Από την άποψη ότι όταν ξεκινάς πρόβες η εμπειρία σε ταξιδεύει συναισθηματικά και είναι πιο ολοκληρωμένη. Ταυτίζεσαι και νιώθεις πιο πλήρης. Είναι κάτι ζωντανό. Είναι συναρπαστική η συναισθηματική διαδρομή μέχρι να βρεις τα κατάλληλα υποκριτικά εργαλεία. Αντίθετα, στο σινεμά και την τηλεόραση η υποκριτική γίνεται αποσπασματικά. Μια σκηνή μπορεί να γυριστεί σε διαφορετικές μέρες και μέρη. Πρέπει να μπαίνεις και να βγαίνεις συνεχώς στον ρόλο κι αυτό είναι απαιτητικό και άχαρο ορισμένες φορές.
–Θα σ’ ενδιέφερε να κάνεις περισσότερες δουλειές στο θέατρο και τον κινηματογράφο στην Κύπρο; Τα προηγούμενα χρόνια που τα παιδιά μου ήταν μικρά, δεν γινόταν. Τώρα ο γιος μου πέρασε τα 17 και η κόρη μου τα 15. Επειδή μεγαλώνω κι εγώ, άρχισα να βλέπω τα σημαντικά στη ζωή. Είμαι Κύπρια και είναι σημαντικό για μένα να έχω επαφή με τον τόπο μου, να παίζω στη γλώσσα μου. Είναι και κάτι σαν απωθημένο, αν θέλεις. Έχω ταξιδέψει και κάνει γυρίσματα σε τόσες χώρες, αλλά διακαής μου πόθος είναι να παίξω θέατρο εδώ. Στα γυρίσματα της ταινίας της Στελάνας Κληρή «The Islander» το καλοκαίρι του 2022 περάσαμε πολύ καλά. Επειδή είναι μικρός ο τόπος και η κινηματογραφική κοινότητα, όλοι γνωρίζονται και αλληλοστηρίζονται. Συχνά βλέπεις ότι κάποιος είναι παραγωγός ή βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία του άλλου. Είναι οικογενειακό το κλίμα. Και είναι θαυμάσιο και σπάνιο όταν δουλεύεις να νιώθεις ότι βρίσκεσαι ανάμεσα σε κάποιους που τους βλέπεις σαν οικογένεια. Νομίζω ότι αυτό το ένιωσε κι ο συμπρωταγωνιστής μου, ο Χάρι Κόνικ Τζούνιορ. Γνώρισε αυτό που λέμε «κυπριακή φιλοξενία».
-Γιατί διάλεξες το καλλιτεχνικό όνομα Αγνή Σκοτ; Ήθελα να κρατήσω το Αγνή που είναι το όνομά μου και είναι αρκετά εύηχο. Το διαβατήριό μου κάποτε έγραφε «Agnes», αλλά το διόρθωσα, γιατί δεν ένιωθα ο εαυτός μου. Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία με την Αντόνια Μπερντ, το «The Hamburg Cell», πήγαμε σε φεστιβάλ και η Αντόνια δυσκολευόταν να προφέρει το όνομά μου και να με συστήσει. Ακουγόταν πολύ εξωτικό. Μου πρότεινε να το αλλάξω. Η πρώτη ιδέα ήταν το «Αγνή Χάντι», από το επίθετο του συζύγου μου, Σκοτ Χάντι. Δεν ακούγεται καλά. Οπότε, διαλέξαμε το «Αγνή Σκοτ» από το μικρό του όνομα. Δεν το έχω αλλάξει επίσημα. Είναι απλώς το καλλιτεχνικό μου. Τελευταία έχω αρχίσει να μετανιώνω. Οι εποχές αλλάζουν. Πλέον είναι της μόδας τα εξωτικά ονόματα. Αν ξεκινούσα σήμερα, θα το κρατούσα.

–Πώς πήρες την πρώτη σου δουλειά σε διεθνή παραγωγή; Όταν εγκαταστάθηκα στην Αγγλία, γνώρισα μια casting director, ήπιαμε έναν καφέ και ανέλαβε να με κατατοπίσει. Μου μίλησε για την ταινία που ετοίμαζε τότε η Αντόνια Μπερντ και θα ήταν από τις πρώτες που αφορούσε τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Η ταινία «The Hamburg Cell» (2004) ακολουθούσε τη ζωή κάποιων από τους αεροπειρατές και ο ρόλος για μένα ήταν της Τουρκάλας φιλενάδας του Λιβανέζου αεροπειρατή Ζίαντ Τζάρα. Αυτή ήταν η πρώτη μου ακρόαση για δουλειά. Η σκηνοθέτρια με ήθελε από την αρχή. Είχα μεγάλη αγωνία μέχρι να πάρω τον ρόλο. Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, με μια καταπληκτική δημιουργό, που δυστυχώς πέθανε το 2013. Τα γυρίσματα έγιναν στη Γερμανία, για μια ταινία σε παραγωγή του Channel 4 και του HBO. Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από την επίθεση στις ΗΠΑ κι επειδή η ταινία παρουσίαζε και την ανθρώπινη πλευρά των εγκληματιών, το HBO φοβήθηκε και αποχώρησε. Αργότερα, αγόρασε τα δικαιώματα.
–Σε απασχολεί η διασημότητα; Όχι, δεν θέλω να γίνω διάσημη. Θέλω μόνο να φτάσω σ’ ένα σημείο που να έχω περισσότερες επαγγελματικές επιλογές. Δηλαδή, να έχω την ισχύ να παίρνω πιο ελεύθερα αποφάσεις για την καριέρα μου. Αυτή η πτυχή της διασημότητας είναι επιθυμητή. Όχι, όμως, εκείνη που σε σταματούν στον δρόμο και δεν μπορείς να πας να πιεις έναν καφέ. Έχω συνεργαστεί με διάσημους κι έχω αρκετή τριβή με τον χώρο ώστε να γνωρίζω πόσο δύσκολο και ενοχλητικό είναι να χάνεις την ιδιωτικότητά σου, να μην έχεις ουσιαστικά προσωπική ζωή. Ειδικά στην Αγγλία, είναι χάλια. Όταν είσαι διάσημος δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις.
–Πώς διαχειρίζεσαι μια ακρόαση που δεν ευοδώθηκε; Έτσι είναι η δουλειά μας. Μια δουλεύεις, μια δεν δουλεύεις. Πρέπει να βρίσκεις και πράγματα που να σε γεμίζουν, να σε εκφράζουν. Τα παίρνω όλα όπως έρχονται. Δεν αξίζει να στεναχωριέσαι αν δεν πάρεις μια δουλειά, διότι έτσι είσαι διαθέσιμος για μια άλλη. Εκείνη τη στιγμή μπορεί να μην το γνωρίζεις και να το εκλαμβάνεις ως απόρριψη, αλλά τελικά συνειδητοποιείς ότι το εμπόδιο μπορεί να βγει και σε καλό. Τα πάντα είναι ρευστά στον τομέα μας.
-Τι έχεις κερδίσει από την εμπειρία της συναστροφής με καταξιωμένους ηθοποιούς; Τη συνειδητοποίηση ότι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο. Ακόμη και οι καταξιωμένοι με τις περγαμηνές, τα βραβεία και τη δόξα, είναι σαν κι εμάς. Με τις αρετές και τις αδυναμίες τους. Έχουμε πολλά κοινά. Δεν παύουν να είναι άνθρωποι.
–Δεν έχεις συναντήσει υπεροπτικές ή εκκεντρικές συμπεριφορές; Πολύ σπάνια. Μόνο μια ηθοποιό θυμάμαι να μου έκανε αλγεινή εντύπωση και δεν ήταν καν και τόσο διάσημη. Ήταν κακή συνεργάτης και ταλαιπωρούσε όλο το σετ. Πιστεύω ότι αυτό είναι θέμα χαρακτήρα και όχι διασημότητας. Οι πλείστοι που γνώρισα είναι καλοί και προσγειωμένοι άνθρωποι. Έχω παίξει με την Ρενέ Ζέλβεγκερ, τον Κόλιν Φερθ, τον Πάτρικ Ντέμπσι στο «Bridget Jones’s Baby», με τον Τσιούετελ Έτζιοφορ στη σειρά «Shadow Line», ενώ στο «Persuasion» του Netflix συνεργάστηκα με την Ντακότα Τζόνσον, που όχι μόνο είναι διάσημη αλλά γεννήθηκε και μέσα στη διασημότητα, όντας κόρη του Ντον Τζόνσον και της Μέλανι Γκρίφιθ. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις.

–Πώς γνωριστήκατε με τον σύζυγό σου; Είναι περίεργο πώς τα φέρνει η ζωή. Την πρώτη φορά που συστηθήκαμε ήταν το 1998 στην Αγγλία, όταν έπαιζε τον Βασάνιο στον «Έμπορο της Βενετίας» σε παραγωγή της Royal Shakespeare Company του Στράτφορντ. Τον Μάιο του 2001, όσο σπούδαζα στη Βοστόνη, είχα πάει στη Νέα Υόρκη για να δω τον «Άμλετ» του Πίτερ Μπρουκ. Ο Σκοτ έπαιζε τον Οράτιο. Η φίλη μου επέμενε να πάμε στα παρασκήνια για να τον χαιρετίσω, αλλά εγώ ντρεπόμουν. Τελικά, πήγαμε κι αυτό αποδείχτηκε μοιραίο. Ήταν η τελευταία νύχτα της περιοδείας στη Νέα Υόρκη και μετά θα πήγαιναν στο Σικάγο. Μου πρότεινε να πάω κι εγώ και διερωτήθηκε αν ήμουν η γυναίκα της ζωής του και με άφηνε να φύγω! Εγώ ήμουν 25 χρονών τότε και είχα στο μυαλό να κάνω τη ζωή μου. Όταν επέστρεψα στη Βοστόνη, το βράδυ με περίμενε μια ανθοδέσμη με άσπρα λουλούδια κι ένα σημείωμα που έγραφε «Leap and Ι promise Ι’ll catch you». Τελικά, πήγα στο Σικάγο και πέρασαμε 6 μέρες μαζί. Αυτή ήταν η αρχή μιας σχέσης εξ αποστάσεως.
-Και πότε έγινε εκ του σύνεγγυς; Όχι αμέσως. Ήταν δύσκολα. Μιλούσαμε μέσω instant messaging. Εκείνος Άγγλος σε παγκόσμια περιοδεία. Εγώ Κύπρια που σπουδάζει στη Βοστόνη και σκόπευε να πάει να ζήσει για έναν χρόνο στη Νέα Υόρκη. Πού θα μας έπαιρνε αυτό; Αλλά είπαμε να το δοκιμάσουμε. Παραδόξως η εξ αποστάσεως σχέση λειτούργησε. Μάλιστα, στους έξι μήνες ήρθαμε μαζί στην Κύπρο για το γάμο μιας φίλης μου. Ήταν η εποχή μετά την 9η Σεπτεμβρίου και τους πολέμους στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ. Άρχισε να μη μου αρέσει το αντιδημοκρατικό κλίμα στις ΗΠΑ. Πήγα να επισκεφθώ τον Σκοτ που έκανε γυρίσματα έξω από τη Βαρκελώνη για το «The Tulse Luper Suitcases» του Πίτερ Γκρίναγουεϊ. Τότε αποφάσισα ότι θέλω να επιστρέψω στην Ευρώπη. Κάπως έτσι κατέληξα στην Αγγλία. Το 2023 κλείσαμε 20 χρόνια γάμου.
–Ποιο στοιχείο είναι καθοριστικό για έναν ηθοποιό; Το να είσαι ανοιχτός, να δέχεσαι τους άλλους. Αυτό σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και καλύτερο ηθοποιό. Έτσι αλληλεπιδράς καλύτερα και εντοπίζεις το κατάλληλο συναίσθημα για την υποκριτική σου παλέτα. Δεν μπορείς να είσαι καλός ηθοποιός, αν δεν γνωρίζεις αρκετά και δεν καταλαβαίνεις τους ανθρώπους. Πρέπει να έχεις τα μάτια ανοιχτά και να μπορείς να αλλάζεις.
–Έφυγες αποφασισμένη ότι θέλεις να γίνεις ηθοποιός; Όχι, ακριβώς. Βλέπω στον κόσμο και στην Κύπρο παιδιά των 17 ετών ή και μικρότερα ότι καλούνται να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις για τη ζωή τους. Ευτυχώς, εγώ δεν χρειάστηκε να το κάνω αυτό. Έφυγα για την Αμερική χωρίς να είμαι σίγουρη τι ακριβώς θέλω να κάνω. Πήγα στο Διεθνές Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι και ακολούθησα την κατεύθυνση των τεχνών, πριν περάσω στην υποκριτική και μετά πάω στο Brandeis University στη Βοστόνη για το μεταπτυχιακό μου. Περνώ ακόμη φάσεις που αναρωτιέμαι τι θέλω από τη ζωή. Τα «θέλω» μας μπορεί να αλλάζουν. Το ζητούμενο είναι να είμαστε ευτυχισμένοι. Κι από τα παιδιά μου, αυτό θέλω. Το σημαντικό όμως είναι να επανεφευρίσκεις συνεχώς τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που τονίζει συνεχώς ο πεθερός μου, Τσαρλς Χάντι (σ.σ. διεθνούς φήμης Ιρλανδός συγγραφέας, φιλόσοφος και οργανωσιακός συμπεριφοριστής, έργα του οποίου κυκλοφορούν και στα ελληνικά).
–Με ποιον τρόπο; Πάνω απ’ όλα είναι ένας διορατικός στοχαστής. Αναφέρεται στην ιδέα της «δεύτερης καμπής». Στο βιβλίο «The Second Curve: Thoughts on Reinventing Society» (2015) διερωτάται πώς μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας, επισημαίνοντας ότι οι ριζικές αλλαγές είναι σημαντικό να γίνονται όταν βρισκόμαστε σε ανοδική πορεία. Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του «21 Letters on Life and Its Challenges» απευθύνεται στα τέσσερα εγγόνια του, τα παιδιά μου και τα ξαδέρφια τους, με συμβουλές για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που αντιμετωπίζει η επόμενη γενιά.
- INFO Η σειρά «Alexander: The Making of a God» μεταδίδεται από τις 31 Ιανουαρίου στο Netflix
Ελεύθερα, 4.2.2024