Το πλήρες –ισπανικότατο- όνομά του είναι Πέδρο Ολάγια Γκονθάλεθ ντε λα Βέγκα και είναι συγγραφέας, ελληνιστής, φιλόλογος, μεταφραστής και ντοκιμαντερίστας. Μεταξύ άλλων, έχει αναγορευτεί σε Πρεσβευτή του Ελληνισμού για το έργο του στην προώθηση του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο εδώ και 30 χρόνια μελετά επί τόπου. Μεταξύ των έργων του είναι ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών «Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδας» για τον οποίο έχει διανύσει δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα. Κοινωνικά ευαισθητοποιημένος, επισημαίνει την ανάγκη της οργανωμένης κοινωνικής αντίδρασης και της προάσπισης του κοινού συμφέροντος, κατά το πρότυπο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Τον συναντήσαμε με αφορμή την έλευσή του στο νησί και τη συμμετοχή στο 6ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ «ες γην εναλίαν Κύπρον», για μια συζήτηση με αντικείμενο τη δική του Ελλάδα και τις αντιθέσεις της, αλλά και την Ενωμένη Ευρώπη, που κατά τον ίδιο δεν είναι συμβατή με τη Δημοκρατία.

Πόσα χρόνια ζείτε στην Ελλάδα; Ζω μόνιμα από το 1994. Κι άρχισα να πηγαινοέρχομαι από το 1984. Άρα, ασχολούμαι με την Ελλάδα για σχεδόν 40 χρόνια και τα τελευταία 30 επί τόπου. 

Υπάρχει η συναισθηματική πτυχή αυτής της απόφασης, πέρα από την επαγγελματική ή την επιστημονική; Ναι, η αλήθεια είναι ότι το συναισθηματικό υπήρχε, ανέκαθεν, αλλά έχει καλλιεργηθεί κιόλας κατά τη διάρκεια των ετών. Στην αρχή ήταν μια έλξη περισσότερο πολιτιστική, πνευματική. Αλλά μέσα σε τέσσερις δεκαετίες έχει εξελιχθεί σε όλα τα επίπεδα. Τώρα, δηλαδή, περιέχονται η συναισθηματική, η βιωματική, η οικογενειακή πτυχή μέσα στην απόφαση, την οποία έχω ανανεώσει και επικυρώσει πολλές φορές. Θα μπορούσα να έχω φύγει, αλλά εξακολουθώ να ζω στην Ελλάδα και να τρέφομαι από τα ερεθίσματα που μου προσφέρει. Η συνειδητή απόφαση παραμονής δείχνει ότι υπάρχει όχι μόνο συναίσθημα, αλλά και μία παραγωγική «ανάφλεξη» μεταξύ χώρας και ανθρώπου. 

Όπως το περιγράφετε μοιάζει με την εξέλιξη μιας ερωτικής σχέσης. Είχε στην πορεία τα πάνω και τα κάτω της; Είχε, βεβαίως, διακυμάνσεις όπως συμβαίνει σε όλες τις σχέσεις. Υπήρξαν φάσεις και αντιφάσεις, αλλά επιμένω πως το γεγονός ότι δεν έχω φύγει και δεν έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό, είναι καθοριστικό. 

Υπήρξε περίοδος που νιώσατε απογοητευμένος; Όχι από την απόφαση να μελετήσω επί τόπου τον ελληνισμό. Από την κατάσταση, ναι, φυσικά. Όποιος έχει έστω τη στοιχειώδη ευαισθησία, νιώθει απογοητευμένος από πολλά πράγματα σήμερα στην Ελλάδα. Βέβαια, να πω εδώ ότι είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Δεν είναι ενδημικό· είναι επιδημικό. Ωστόσο, στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες –κι όχι χρόνια πλέον- η κατάσταση είναι οδυνηρή. Την έχω ζήσει όχι ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας, αλλά ως παθών, ως πολιτικό ον που επηρεάζεται γενικά από την κατάσταση. Η κατάσταση εξακολουθεί να είναι απογοητευτική. Δεν έχουμε κλείσει το κεφάλαιο του δημοσίου χρέους, δεν έχουμε μπει σε διαφορετική ρότα, απλώς τώρα το θέμα κούρασε και δεν είναι στην επικαιρότητα. Το γεγονός ότι δεν μιλάμε γι’ αυτό είναι ακόμα και πιο ανησυχητικό.

Μήπως την είχατε αρχικά εξιδανικεύσει και γι’ αυτό στην πορεία απογοητευτήκατε; Όχι, δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Μερικές φορές, όποιος αγαπάει την Ελλάδα από απόσταση διατηρεί κάποιες εντυπώσεις που δεν ανταποκρίνονται πολύ στην πραγματικότητα. Εγώ, πριν έρθω, δεν είχα ψευδαισθήσεις, δεν είχα στο μυαλό μια υπερβολικά εξιδανικευμένη εικόνα. Ήμουν τελείως ανοιχτός στα ερεθίσματα και στην πραγματικότητα. Αν υπάρχει κάτι που με απογοητεύει είναι το ίδιο που θα μπορούσε να με απογοητεύσει και στην Ισπανία ή αλλού: η αδικία, η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, η αυθαιρεσία, ο εγωισμός. 

Δεν είναι πιο έντονα αυτά τα φαινόμενα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Ισπανία; Δεν θα έλεγα ότι είμαστε σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση. Μάλλον έχουμε παράλληλους βίους σε πολλά. Δυστυχώς, είναι δύο χώρες που βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις. Εντάξει, ίσως στην Ισπανία να υπάρχει λίγο πιο οργανωμένη κοινωνική αντίδραση. Όμως, είναι επίσης μια χώρα πολωμένη πολιτικώς, με τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της. 

Η πηγή της ελληνικότητας, διαχρονικά, εντοπίζεται στη γεωγραφία; Ναι, βέβαια. Ο ελληνικός πολιτισμός, με την ευρύτατη έννοια του όρου, όχι μόνο από την κλασική Ελλάδα μέχρι σήμερα αλλά κι από τις βαθιές ρίζες του, δημιουργείται και εξελίσσεται στον αιγαιακό χώρο, τη Χερσόνησο του Αίμου, στην Ανατολία, την Κρήτη, σ’ όλο αυτό το κομμάτι της Μεσογείου. Είναι ένας πολιτισμός βαθιά σημαδεμένος από τη γεωγραφία, από τον χώρο όπου εξελίσσεται. Επίσης, είναι παλαιόθεν βαθιά επηρεασμένος και συνδεδεμένος με το στοιχείο της ναυσιπλοΐας. Πάει πίσω τουλάχιστον 15 χιλιάδες χρόνια. Υπάρχουν μαρτυρίες για εμπόριο οψιδιανού στο Αιγαίο το 12000 π.Χ. Και υπάρχουν νησιά που κατοικούνται από την παλαιολιθική εποχή, στα οποία ο άνθρωπος μόνο με πλεούμενα μπορούσε να πάει. Ίσως ο homo sapiens να πήγαινε σ’ αυτά τα μέρη πριν από 150 ή και 200 χιλιάδες χρόνια. Το στοιχείο της ναυσιπλοΐας είναι προγενέστερο και της ίδιας της οικοδόμησης. Ίσως τα πλεούμενα ήταν πιο αναγκαία από τα σπίτια. Είναι, λοιπόν, αυτός ο συνδυασμός βουνού με θάλασσα, φωτός και εγγύτητας μεταξύ νησιών και ακτών. Ουσιαστικά, δεν είναι μια χερσόνησος περιτριγυρισμένη από θάλασσα, όπως η Ισπανία. Είναι το ακριβώς αντίθετο: μια θάλασσα περιτριγυρισμένη από ακτές και νησιά, μια υδάτινη πατρίδα. Βεβαίως, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, αλλά το στοιχείο της θάλασσας είναι αυτό που διαφοροποιεί πραγματικά τον ελληνικό πολιτισμό.

Ποιο άλλο στοιχείο κρίνετε καθοριστικό; Πολύ σημαντικό και πολύ παλαιότερο απ’ ό,τι νομίζουμε είναι το στοιχείο της γραφής, η αγάπη προς τα γράμματα. Διατρέχει τον ελληνικό πολιτισμό από τους απώτατους χρόνους μέχρι σήμερα σαν μία αναγνωρίσιμη σταθερά. Είναι ένας πολιτισμός του λόγου και μάλιστα του γραπτού. Στους περίφημους νόμους που πρόσφερε για πρώτη φορά στους Αθηναίους, ο Σόλων περιλαμβάνει και μια διακήρυξη: «Τους παίδας διδάσκεσθαι πρώτον νειν τε και γράμματα». Το πρώτο που πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά είναι το «νειν», δηλαδή να πλέουν, να είναι στη θάλασσα και τα γράμματα. Νομίζω ότι κανένας άλλος πολιτισμός δεν θα μπορούσε να περιγραφεί τόσο επιγραμματικά, με δύο και μόνο στοιχεία: τη θάλασσα και τον λόγο.

Ισχύει και σήμερα αυτό; Σήμερα, περνά μια γενικότερη κρίση με τον εαυτό της. Όπως όλος ο κόσμος, υπάρχει μια τάση προς την παγκοσμιοποίηση, με την έννοια της αφομοίωσης σ’ ένα κοινό συνονθύλευμα χωρών και πολιτισμών. 

Αυτό είναι μόνο κακό; Δεν είναι μόνο κακό, αλλά είναι κάτι που εξουδετερώνει πολλά από τα γνωρίσματα που παραδοσιακά έχει κάθε πολιτισμός. Δηλαδή, φέρνει σε θέση αναθεώρησης και αναπροσδιορισμού τους παραδοσιακούς πολιτισμούς. Σ’ αυτή τη διαδικασία, νομίζω ότι η Ελλάδα έχει τις βάσεις και τα εχέγγυα για να βγει δυνατή και κερδισμένη. Αλλά, βέβαια, ακόμη ταλαντεύεται. Και δοκιμάζεται απ’ όλες αυτές τις προκλήσεις και επιρροές που θα μπορούσαν ακόμα και να την κάνουν να εκτροχιαστεί. Δηλαδή, να χάσει την ταυτότητα και τα καλά γνωρίσματα που την ακολουθούσαν σ’ όλη την ιστορική της πορεία και ν’ αντικατασταθούν με άλλα στοιχεία κατώτερης αξίας, που θεωρούνται «σύγχρονα». Είναι μια απειλή που αντιμετωπίζουν σήμερα όλοι οι πολιτισμοί της Γης. 

Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι πιο έντονο αυτό; Πιο ανάγλυφο. Διότι υπάρχει ένα σημείο αναφοράς: ένας τεράστιος και πανάρχαιος πολιτισμός που έχει εξελιχθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων. Δεν έμεινε στάσιμος σε μία απώτατη εποχή. Σ’ αυτό έγκειται η αξία ενός πολιτισμού: στη δυνατότητα να εξελίσσεται και να εμπνέει πάντα κάτι καινούριο σε άλλους. Αυτό το είχε πάντα ο ελληνικός πολιτισμός. Όμως, τώρα νομίζω ότι έχει φτάσει σε σημείο αν όχι μαρασμού, τουλάχιστον σύγχυσης. Επηρεάζεται περισσότερο απ’ ό,τι επηρεάζει. Είναι η κατάσταση ασάφειας που λέγαμε προηγουμένως: όλα τείνουν προς μια αφομοίωση. Η Ελλάδα, που έχει γερά θεμέλια και θα μπορούσε να έχει σταθερά και ισχυρά πρότυπα για ν’ αντισταθεί σ’ αυτές τις τάσεις, δεν το κάνει. Δεν λέω ότι η περίπτωσή της είναι διαφορετική από τις άλλες. Αλλά, η αντίθεση είναι πιο ευδιάκριτη κι έντονη –ίσως και πιο τραγική- επειδή υπάρχει ένα αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς κατά τη διάρκεια των αιώνων. Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πολιτισμός, μία ασήμαντη χώρα που δεν είχε ποτέ δική της φωνή. 

Πού αποδίδετε το γεγονός ότι η απήχηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό δεν είναι αρκετά μεγάλη; Σε δύο λόγους. Ο ένας είναι η τεράστια εμβέλεια της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Ο αντίκτυπος της αρχαίας Ελλάδας στον παγκόσμιο Πολιτισμό είναι τόσο ισχυρός που επισκιάζει τον αντίκτυπο της σύγχρονης Ελλάδας. Το βάρος είναι ασήκωτο. Πάντως, υπάρχουν άνθρωποι που είχαν ανέκαθεν ενδιαφέρον για την, ας την πούμε, «κοινή Ελλάδα», τον κοινό πολιτισμό που μας ενώνει όλους κι αυτό το ενδιαφέρον τούς έφερε κοντά και στη σημερινή, τη νεοελληνική- όπως συμβαίνει με τη δική μου περίπτωση. Ο άλλος λόγος είναι ενδεχομένως η δυναμική της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό, που δεν είναι τόσο μεγάλη όσο της αγγλικής, της γαλλικής, της ισπανικής. Αυτό έχει αρχίσει ν’ αλλάζει τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Με τις σταθερές εξαιρέσεις των Καζαντζάκη, Σεφέρη, Ελύτη ή παλιότερα του Καβάφη, η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πρόσφατα άρχισε να βρίσκει απήχηση και στους μη ελληνόφωνους. 

Πού οφείλεται αυτή η μεταστροφή; Eίναι αποτέλεσμα κυρίως της ατομικής πολιτιστικής αποστολής  συγκεκριμένων ανθρώπων, που εκτιμώντας την αρχαία Ελλάδα και με γνήσιο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη έγιναν «απόστολοι» και πρεσβευτές της. Αναφέρομαι σε παθιασμένους μεταφραστές που το έχουν πάρει προσωπικά κι έχουν αγκαλιάσει αυτή την υπόθεση. Όχι μόνο εντοπίζουν έργα που θα μπορούσαν να βρουν απήχηση, αλλά μεταφράζουν, γυρεύουν εκδότες και πολλές φορές αναζητούν μέχρι και τους αναγνώστες. Κι όλα αυτά συχνά εθελοντικά και αμισθί. Έτσι ζούμε τα τελευταία χρόνια αυτή τη διεύρυνση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πλέον έχουμε φτάσει και σε μία τρίτη φάση, όπου αρχίζει να καλλιεργείται αναγνωστικό κοινό στο εξωτερικό που ενδιαφέρεται για τη σημερινή Ελλάδα και τους συγγραφείς της, για το ελληνικό γίγνεσθαι. Αναφέρομαι στο κοινό που έχουν συγγραφείς όπως ο Πέτρος Μάρκαρης ή ο Θόδωρος Καλλιφατίδης, ο οποίος έχει μεγάλη απήχηση στην Ισπανία τα τελευταία 5-6 χρόνια. 

Γιατί πιστεύετε ότι παραμένουν τόσο ριζωμένα στο εξωτερικό τα στερεότυπα που αφορούν τη σύγχρονη Ελλάδα και τους Έλληνες; Είναι κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά που αναζητεί ο μέσος τουρίστας. Θεωρώ όμως ότι υπάρχουν άνθρωποι που άρχισαν να έρχονται τακτικά, να την αγαπούν μ’ ένα βιωματικό τρόπο κι όχι μόνο με τουριστική διάθεση. Γίνονται κατά κάποιον τρόπο θαμώνες και αρχίζουν να ενδιαφέρονται όχι μόνο για την Ελλάδα των στερεοτύπων μα και για άλλες πτυχές της. Η σημερινή Ελλάδα έχει πια, επιτέλους, τους εραστές της. 

Ποια άποψη έχετε για τη λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου; Δεν έχω διαβάσει πολύ. Η συμμετοχή στο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ μού δίνει την ευκαιρία να γνωρίσω εκπροσώπους της. Στο μυαλό μου, πάντως, η Κύπρος πολιτιστικά είναι ακόμα μια Ελλάδα κι όχι κάτι διαφορετικό. Ίσως διακρίνονται στοιχεία μιας ξεχωριστής ταυτότητας, κάποιες ιδιαιτερότητες. Αλλά νομίζω ότι αυτό που τις ενώνει είναι σαφώς ισχυρότερο. 

Ως πολίτης δύο χωρών, πού βλέπετε να οδεύει σήμερα το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Έχει αποδειχθεί εδώ και καιρό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει να γίνει το προοδευτικό και αλληλέγγυο εγχείρημα που πλασαρίστηκε. Δεν είναι η Πανευρώπη του Κουντενχόβε- Καλλέργη, αλλά περισσότερο η Ευρώπη του Βάλτερ Χάλσταϊν- με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, η Ευρώπη της Μέρκελ, του Σαρκοζί, η Ευρώπη που κατάφερε να μετουσιώσει σε εξουσία de jure μία άλλη εξουσία που υπήρχε ήδη de facto.

Πώς το εννοείτε αυτό; Έχουμε ουσιαστικά δημιουργήσει ένα έννομο σύστημα, ένα σύστημα de jure, για να υπερασπιστούμε μία εξουσία de facto, προσφέροντάς της τη νομική κάλυψη που δεν είχε. Δημιουργήσαμε αυτό το μόρφωμα κι αυτούς τους μηχανισμούς για να νομιμοποιήσουμε μία υπερεθνική πολιτική ως κάλυψη σε δυνάμεις χρηματοοικονομικές και ιδεολογικές. Δηλαδή, δυνάμεις που de facto ήδη εξουσίαζαν. Αυτό δεν συμβαίνει για το καλό των λαών της Ευρώπης, αλλά για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα αυτής της de facto εξουσίας. Το είδαμε να συμβαίνει κατά τη διάρκεια των λεγόμενων σχεδίων διάσωσης. Διαπιστώσαμε στο πετσί μας ότι αυτό που κυβερνά είναι το χρήμα, ότι η κυριαρχία εδράζει στις αγορές κι όχι στις κυβερνήσεις- και σίγουρα όχι στους λαούς. Τώρα, σ’ αυτή τη θλιβερή συγκυρία με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, βλέπουμε πάλι ποιες είναι οι προτεραιότητες και ποιος κάνει κουμάντο. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Ουκρανίας. Δυστυχώς, είναι μια Ευρώπη που εμένα δεν μ’ εκφράζει καθόλου. Εδώ και καιρό ζούμε μια μεγάλη απάτη.

Προς τα πού θεωρείτε ότι οδεύει η Ενωμένη Ευρώπη; Αυτή η Ευρώπη δεν είναι συμβατή με τη Δημοκρατία γιατί τα συμφέροντα που υπερασπίζεται δεν είναι των πολιτών της. Δεν υπάρχει Ευρωπαίος πολίτης με την έννοια του «πολιτικού όντος», του πραγματικού φορέα της φύσης της κοινωνίας. Δεν είμαστε «πολίτες» ούτε στην Ευρώπη, ούτε στις χώρες μας. Οικοδομούμε μια Ευρώπη που δεν είναι συμβατή με τη δεοντολογία της Δημοκρατίας και με τις αξίες που θα ‘πρεπε να κυριαρχούν. Δεν είναι μια Ευρώπη της ισότητας, της πρόσβασης στα αγαθά, της δικαιοσύνης. Είναι ουσιαστικά μια συμπαιγνία που προσπαθεί να κατοχυρώσει τα συμφέροντα των ολίγων και ν’ ασκήσει αυτή την εξουσία πάνω από παραδοσιακά εμπόδια που προβάλλουν οι εθνικές κυβερνήσεις, η εθνική νομοθεσία, οι ιστορικές προοδευτικές κατακτήσεις των τελευταίων αιώνων στους τομείς της εργασίας, της υγείας, της παιδείας κ.λπ. Λειτουργεί πάνω κι από τα εμπόδια που προβάλλει η ίδια η Δημοκρατία. Προς τα εκεί οδεύει και με γοργούς ρυθμούς μάλιστα. 

-Επιδέχεται διόρθωσης, κατά τη δική σας άποψη; Πριν από μερικές δεκαετίες η κατάσταση δεν ήταν τόσο ευδιάκριτη. Αλλά τώρα, αναλύοντας την πορεία των τελευταίων 15-20 ετών -τουτέστιν όλο αυτό που ζήσαμε με τα σχέδια διάσωσης και βλέποντας ποιος πραγματικά αφεντεύει, ποια είναι ημερήσια διάταξη και ποια τα συμφέροντα που διακυβεύονται- δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς πλέον να έχει αυταπάτες. Αν πραγματικά θέλουμε κάτι να αλλάξει, απαιτείται μια επανασύσταση των Ηνωμένων Εθνών και μια επανασύσταση της Ενωμένης Ευρώπης σε τελείως διαφορετική βάση. Να καταλήξουμε στις αξίες που πραγματικά μάς ενδιαφέρουν και πρέπει να υπερασπιζόμαστε, διότι τώρα δεν υπερασπιζόμαστε αξίες, αλλά μόνο συμφέροντα. 

Υπάρχει προοπτική για να γίνει αυτό; Υπάρχει, εφόσον υπάρξει επίγνωση της κατάστασης, εφόσον μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά τα θέματα. Εφόσον υπάρχει και η δυνατότητα να σχολιάσουμε- γιατί τη χάνουμε κι αυτή. Φθίνει η ελευθερία της έκφρασης και η δυνατότητα διαφωνίας απέναντι στο μονολογικό κυρίαρχο αφήγημα, το οποίο ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Το είδαμε να συμβαίνει με την πανδημία, με τους πολέμους, με το Ουκρανικό. Είναι δύσκολο πλέον να διαφωνήσει κανείς και να μην τον εξοστρακίσουν, να μην τον χαρακτηρίσουν «ψεκασμένο». Αλλά, κάποτε έρχεται η πραγματικότητα και αποκαλύπτει πώς έχουν τα πράγματα. Ελπίδα υπάρχει, αλλά χρειάζεται οργάνωση. Όπως προανέφερα, με θλίβει το γεγονός ότι στην Ελλάδα η κοινωνική και πολιτική οργάνωση της αντίδρασης δεν έχει ακόμα πήξει. Έχουμε κερδίσει σε επίγνωση, διότι έχουμε πάθει πολλά κι εν τέλει έχουμε καταλάβει και πολλά. Αλλά δεν έχουμε προχωρήσει πολύ ως προς στην οργανωμένη αντίσταση απέναντι στη λογική του μονόδρομου. 

Σε ποια εποχή θεωρείτε ότι ζούμε; Σε μια κραυγαλέα και επικίνδυνη εποχή εκκένωσης των εννοιών. Τα όρια έχουν θολώσει και υπάρχει μια γενικότερη σύγχυση. Για παράδειγμα, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία πάλι τώρα να μιλήσουν για πόλεμο μεταξύ πολιτισμών. Όμως, ο μόνος πόλεμος είναι ο πόλεμος του Πολιτισμού -με κεφαλαίο- ενάντια στη βαρβαρότητα. Τα άλλα είναι προφάσεις για να εναντιώνονται οι άνθρωποι και αντί να υπερασπίζονται τον Πολιτισμό να υπερασπίζονται συμφέροντα. 

Ελεύθερα, 3.12.2023