Φοβάστε τον θάνατο; Καθόλου! Ποτέ δεν φοβόμουν το τέλος. Ούτε όταν ήμουν 20 χρόνων.

Έχετε εκκρεμότητες; Καμία. Είναι όλα οργανωμένα. Ακόμη και το σπίτι που μένω, όλο το κτήμα, το έχω δωρίσει στο «Χαμόγελο του παιδιού». Δεν έχω τίποτα δικό μου. Έκρινα πως είναι ανήθικο να έχει κανείς τίτλους ιδιοκτησίας, στα 85 του χρόνια. Έχω χαρίσει στο «Χαμόγελο του παιδιού», επίσης, ένα σπίτι στην Αθήνα κι ένα μαγαζί στο Ηράκλειο. Τι να τα κάνω εγώ αυτά; Δικά μου είναι μόνο τα ρούχα που φοράω. Καλά δεν έκανα;

ΟΙ ΣΥΓΚΥΡΙΕΣ, ο Μάκης Δελαπόρτας και η μεγάλη μου τύχη -στο σωστό timing- με είχαν οδηγήσει τον Ιανουάριο του 2018 στο («απόρθητο», για πολύ κόσμο) κτήμα της μεγάλης σταρ, στην Παιανία – τρεις σπάνιες ώρες μαζί μ’ εκείνην, τον Μάκη, τις γάτες της, τα σκυλιά της και τη γυναίκα που τη φρόντιζε τότε, τη Λαμάρα. «Είναι δύσκολη πια η μετακίνησή μου», θα μου έλεγε με ένα ποτήρι Campari στο χέρι, και ποζάροντας μ’ αυτό κάποια στιγμή στο κινητό μου απ’ το αριστερό της προφίλ («το καλό προφίλ, το προφίλ του μέρους της καρδιάς») εκείνη που κάποτε πάταγε κι έτριζαν τα σανίδια στο «είμαι γυναίκα του γλεντιού», στο «του αγοριού απέναντι», στο «έκλαψα χθες» – τα τραγούδια-ύμνους του ελληνικού κινηματογράφου που στιγμάτισαν την πέρα από μισό αιώνα καριέρα της. «Είστε η τελευταία μεγάλη Ελληνίδα σταρ, κυρία Χρονοπούλου!», της είχα αναφέρει, στην αρχή μιας μεγάλης συνέντευξης που έμελλε να ήταν και η πρώτη έπειτα από πολλά χρόνια σιωπής της – για το «Hello! Κύπρου» τότε. «Σαχλαμάρες! Ποια σταρ;», θα μου απαντούσε γελώντας, αποδομώντας την εικόνα της.

Η Μαίρη Χρονοπούλου, που έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι της Παρασκευής, δεν υπήρξε ποτέ φιλόδοξη, ποτέ ματαιόδοξη, ήταν πάντοτε γειωμένη με τη ζωή, κι είχε πια αποβάλει οτιδήποτε αφορούσε σε «καριέρες», αντιλαμβανόμενη την ματαιότητά τους. Υποθέτω -για να μην γράψω «είμαι βέβαιος»- πως στον τρόπον τινά «επικήδειο» που θα γραφόταν για εκείνην σ’ αυτό το νησί που τόσο λάτρεψε, την Κύπρο, στον τόπο όπου ευτύχησε να έχει ακριβούς φίλους, θα προτιμούσε να απομονωθούν κυρίως όσα μου είχε πει για τους έρωτες. Όχι για τη δουλειά της. Και για τ’ αγόρια. Που την λάτρεψαν και τα λάτρεψε. Για την καθαυτό ζωή, δηλαδή.

Εσείς πώς επιλέγατε τους άντρες με τους οποίους θέλατε να είστε μαζί τους; Με αντικειμενικά κριτήρια. Ήθελα να είναι ο άλλος ωραίος!

Πώς εννοείτε τη λέξη «ωραίος»; Να ‘ταν όμορφος, βρε παιδί μου. Να ‘χει ωραία φάτσα, ωραίο κορμί, πλάτες, στήθος – να ‘χει ωραία κατασκευή σωματική.

-Σας άρεσαν οι νεότεροι άντρες; Δεν μ’ ενδιέφερε η ηλικία. Αλλά, ναι, μεγαλώνοντας μ’ άρεσαν οι νέοι και όμορφοι άντρες. Πού είναι το μεμπτό; Δεν έβρισκα το λόγο να είμαι με έναν ηλικιωμένο κι άσχημο άντρα.

Ούτε κοιτούσατε πως θα ανελιχθείτε επαγγελματικά μέσα από μία σχέση σας; Εγώ; (γελάει δυνατά). Ουδέποτε! Πάντα αυτός που διάλεγα ήτανε πιο κάτω από μένα – οικονομικά και μορφωτικά, εννοώ. Είναι ταλέντο αυτό! Αν έμπαινα σε μία δεξίωση και υπήρχαν 40 άντρες οι οποίοι φορούσαν όλοι όμοια σμόκιν, εγώ θα διάλεγα τον σερβιτόρο. Τον πιο φτωχό, τον κατώτερο κοινωνικά και οικονομικά σε σχέση με τους άλλους – αλλά αυτός θα ήτανε και ο πιο ωραίος! Δεν τα ‘χα ποτέ εγώ με κανέναν παραγωγό, σκηνοθέτη ή πρωταγωνιστή. Κανένας συμβιβασμός σ’ αυτό. Εγώ πήγαινα με άντρες για το κέφι μου! Το χόρτασα όσο εκεί που δεν πήγαινε.

Πότε ερωτευτήκατε τελευταία φορά; Κοντεύω και να το ξεχάσω…

Δεν θυμάστε σε ποια ηλικία σας τελείωσε οριστικά ο έρωτας; …Στα 62. Αλλά βαστιόμουνα ακόμη τότε. Και φαινόμουνα και πιο νέα.

Δεν σας έλειψε στην πορεία ο έρωτας; Όχι. Γύρισε ένα κουμπάκι μια μέρα και είπα «τον βαρέθηκα!». Έτσι απλά. Ξέρετε, από μία ηλικία κι έπειτα δεν είναι ωραίο οι άνθρωποι να σαλιαρίζουν.

Ποιο ήταν το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που μείνατε μαζί με κάποιον άντρα; Τρία χρόνια.

-Βαριόσασταν μετά; Μου πέρναγε. Στους έξι μήνες μου πέρναγε. Μετά ήταν η παρέα… Αν ήταν κι έξυπνος ο άλλος…

Εσείς τους χωρίζατε συνήθως; Ναι.

Κι αυτοί πώς το έπαιρναν; Συνήθως βαριά. Πληγωνόντουσαν πολύ.

Νιώθατε τύψεις μετά; Ναι. Αλλά τι να ‘κανα; Με το ζόρι; Πληγωνόντουσαν, έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας, με παρακαλούσαν… Πιστεύω πως όσα τράβηξα στη συνέχεια, οφείλονται στο ότι έκανα πολλούς άντρες να πονέσουν πολύ.

-Δεν είχατε ποτέ στο μυαλό σας να κάνετε παιδιά, κι έτσι να έχετε τώρα κοντά σας τα εγγόνια σας; Ακούστε. Οι άντρες που διάλεγα δεν θα μπορούσαν να γίνουν οι μπαμπάδες των παιδιών μου. Ποτέ δεν βρήκα τον κατάλληλο εκείνον άντρα που θα μπορούσε να γίνει και πατέρας του παιδιού μου. Έτσι έτυχε. Γιατί όταν ερωτευόμουν έναν ωραίο άντρα, εγώ δεν σκεφτόμουν ούτε το γάμο, ούτε την αποκατάσταση. Αλλά ήξερα από την πρώτη στιγμή αν αυτός ο άντρας ήταν ικανός στο να μεγαλώσει ένα παιδί, αν εμένα μου τύχαινε κάτι και δεν μπορούσα να το μεγαλώσω μόνη μου.

-Αντισυμβατική και σ’ αυτό; Πες το κι έτσι. Άλλο ο πατέρας κι άλλο ο εραστής. Αν ένιωθα απολύτως βέβαιη για κάποιον πως θα μπορούσε να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί, τότε, ναι, θα το έκανα. Να είσαι βέβαιος. Εμ, μ’ αυτούς που διάλεγα… Δεν τον συνάντησα ποτέ αυτό τον άντρα.

-Τουλάχιστον, όμως, είστε χορτασμένη… Ως απάνω! Ωραία ήταν η ζωή, αλλά πέρασε… Και τι καλά που πέρασε!

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 8.10.2023