Ο Εβρίτης θεατρικός σκηνοθέτης υπογραμμίζει ότι μόνο αν μετακινηθεί ο ηθοποιός θα μπορέσει να μετακινήσει και τον θεατή

Δεκαπέντε χρόνια μετά τις «Σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας» του Λούκας Μπέρφους, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος επιστρέφει στην Κύπρο και τον ΘΟΚ. Αυτή τη φορά σκηνοθετεί ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, την κωμωδία του Γιώργου Καπουτζίδη «Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του». Είναι ένα κείμενο που γνωρίζει πολύ καλά, αφού μόλις πριν από μερικούς μήνες χρημάτισε βοηθός σκηνοθέτη του ίδιου του συγγραφέα, στη δεύτερη εκδοχή που ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Έχοντας περάσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Ορεστιάδα και την Αλεξανδρούπολη, αγκυροβόλησε στη Θεσσαλονίκη το 1988, όπου δραστηριοποιείται ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, ενώ την περίοδο 2019-2022 διετέλεσε Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Με αφορμή την τρίτη εκδοχή του έργου του Καπουτζίδη, που αποκαλύπτεται στο κυπριακό κοινό σε λίγες μέρες, ο έμπειρος σκηνοθέτης εξηγεί γιατί θεωρεί την περιέργεια κινήριο δύναμη κι επισημαίνει ότι στην τέχνη αυτό που εκτίθεται δεν είναι το αποτέλεσμα αλλά η διαδικασία.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Γιώργο Καπουτζίδη στη Θεσσαλονίκη; Ο Γιώργος χρειαζόταν έναν σκηνοθέτη που να μένει στη Θεσσαλονίκη για να μπορεί για μία περίοδο να συντονίζει τις πρόβες. Πρότειναν εμένα. Γνωριστήκαμε ουσιαστικά στις πρώτες πρόβες. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μια ωραία συνεργασία. 

Νιώθετε ότι κατά κάποιον τρόπο παίρνετε τη σκυτάλη; Έτσι ακριβώς. Και μου την έδωσε γενναιόδωρα, διότι είδε πώς δούλεψα, δίνοντας μου και χώρο. Έφτασε να πει: «αυτούς τους χαρακτήρες μπορεί να τους έγραψα εγώ, αλλά νομίζω ότι ο Γιάννης τους ξέρει λίγο καλύτερα». Μετά, όταν προέκυψε η συνεργασία με τον ΘΟΚ, χάρηκε κι εκείνος, γιατί θέλει να το δει με άλλη ματιά, από άλλους ανθρώπους, σε διαφορετικό κλίμα και γεωγραφικό χώρο. Αυτό που του άρεσε πολύ ήταν και η τελείως διαφορετική σκηνική συνθήκη, ότι δηλαδή στην Κύπρο θα παιχτεί στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ, σε διαφορετική κλίμακα απ’ ότι στα μεγάλα θέατρα των 500-800 θέσεων.

Πώς καταλήξατε στη διανομή; Ήρθα κι έκανα μία μεγάλη ακρόαση και αφιέρωσα χρόνο. Δεν ήθελα να έχω τίποτα έτοιμο, αλλά ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτό που ήξερα στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, φυσιογνωμικά και ερμηνευτικά να πάω σε άλλη κατεύθυνση. Είναι και βαρετό, ούτως ή άλλως, να κάνεις τα ίδια. Παιδεύτηκα, γιατί μιλάμε για ένα έργο σχέσεων και πρέπει να βρεις τους σωστούς συνδυασμούς προσώπων και χαρακτήρων. 

Είναι απαραίτητα πλεονέκτημα το γεγονός ότι είχατε πρόσφατα ξαναδουλέψει το έργο; Όχι, θα μπορούσε να είναι και μειονέκτημα. Απλώς, εγώ όταν δουλεύω μού συμβαίνει το εξής: νιώθω όπως στην πρώτη μέρα στο σχολείο. Δηλαδή, είναι σαν να τα ξεχνάω όλα, λες και δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα. Αυτό είναι ένας δικός μου μηχανισμός. Κι αυτό με σώζει. Από εκεί και πέρα επενδύω στους συνεργάτες. Δηλαδή, θεωρώ ότι η δουλειά μου δεν είναι να τους λέω τι και πώς να κάνουν, αλλά να τους εμπνεύσω. Να δώσω ερεθίσματα, να ξυπνήσω πράγματα που υπάρχουν μέσα στους ηθοποιούς για να νιώσουν συνδημιουργοί. Το ίδιο και με τον σκηνογράφο, τον μουσικό κ.λπ.

Δηλαδή, δεν υπάρχει σκηνοθετικό όραμα ή πλάνο; Υπάρχει. Βάζω μία βάση, πάνω στην οποία θέλω να κινηθούν. Από εκεί και πέρα η δουλειά στηρίζεται πολύ στη δομή του ίδιου του κειμένου. Το διαβάζω πρώτα σαν δομημένο κείμενο και δουλεύω χτίζοντας. Αλλά για να πάνε εκεί που θέλω, δεν τους κρατώ από το χέρι. Τους δίνω το υλικό για να μπορέσουν να μετακινηθούν. Αυτό είναι το πιο δύσκολο: να μπορέσεις να κάνεις τους συνεργάτες σου να μετακινηθούν, να βγουν από τη ζώνη της άνεσης και της συνήθειας. Μόνο αν μετακινηθεί ο ηθοποιός θα μπορέσει να μετακινήσει και τον θεατή. Αλλιώς δεν γίνεται. Θα είναι μια παράσταση που θα ξεχάσεις την επόμενη μέρα.

© Δημήτρης Λούτσιος

Αν κάποιες φορές βλέπουμε την τέχνη να λειτουργεί προφητικά είναι επειδή άγγιξε κάποια χορδή στην ψυχή μας. Η συνεχής τριβή δεν μπορεί να μη σε κάνει λίγο πιο διορατικό. Αυτό δεν είναι μεταφυσικό ή απόκοσμο. Είναι απολύτως φυσικό. Ούτε εξωγήινοι είμαστε, ούτε μέντιουμ.

Ανήκει το συγκεκριμένο στα έργα που μπορούν να μετακινήσουν; Είναι ένα δυνατό και σύγχρονο έργο. Γράφτηκε το 2019 και θίγει καίρια ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που ζούμε και πώς καταλήγει σε μία παγίδα, μέσα στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι και δεν ξέρουμε πώς να αποδράσουμε. 

Ποια στοιχεία της γραφής του Καπουτζίδη είναι τα πιο ενδιαφέροντα, ως προς τη δραματουργία, την πλοκή; Εντάξει, γράφει πολύ ωραίες ιστορίες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το πώς πυροδοτείται αυτή τη δυναμική των σχέσεων και πώς ο καθένας από τους χαρακτήρες, που είναι όλοι φίλοι, θεωρεί ότι το δικό του πρόβλημα είναι πιο σημαντικό και προσπαθεί να το επιβάλλει στους άλλους. Κάπου εκεί προκύπτει το κωμικό στοιχείο. 

-Πώς αντιμετωπίζετε την κυπριακή εμπειρία, σε σχέση με την προηγούμενη φορά; Επειδή ξαναδούλεψα στο εξωτερικό, πάντα με ιντριγκάρει να καταλάβω σε ποια κοινωνία, σε ποιους ανθρώπους απευθύνομαι. Κι εδώ, παρόλο που η γλώσσα είναι θεωρητικά κοινή, υπάρχουν διαφορές. Καταρχάς, η δομή της καθομιλουμένης, της κυπριακής διαλέκτου, έχει βασικές δομικές διαφορές σε σχέση με την ελλαδική καθομιλουμένη. Αυτό έχει να κάνει και με τον τρόπο σκέψης. Εγώ καλούμαι να κάνω μια παράσταση που θα βγάζει μια «καθαρότητα» για να μπορέσει να επικοινωνήσει. Είναι ένα έργο που στηρίζεται στην κωμικότητα του λόγου κι όχι μόνο των καταστάσεων. Δηλαδή, αστείο είναι αυτό που λέγεται. Συνεπώς, απαιτείται μεγάλη ακρίβεια στον τρόπο με τον οποίο εκφέρονται οι διάλογοι. 

Δηλαδή καθίσατε και μελετήσατε τους κατοίκους της Κύπρου στο διάστημα που βρίσκεστε εδώ; Είναι βασικό στοιχείο της δουλειάς μας να γνωρίζουμε το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε, τις συνήθειες, τις προτεραιότητες, τις πραγματικότητες, τη νοοτροπία του, όσα το απασχολούν στην καθημερινότητα. Εγώ κυκλοφορώ, επικοινωνώ με τους ανθρώπους. Δεν είμαι πολύ κοινωνικός, αλλά βγαίνω, ακούω, παρακολουθώ, πηγαίνω να φάω και παρατηρώ τους ανθρώπους: πώς συμπεριφέρονται, την ταχύτητα με την οποία μιλάνε, τον τρόπο που κινούνται.

Νιώθετε ότι πορεύεστε λίγο στο άγνωστο; Ναι, όμως μ’ αρέσει αυτό. Ούτως ή άλλως, μέχρι το έργο να έρθει σε επαφή με το πρώτο του κοινό, σε μία γενική πρόβα, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για τίποτα. Μετά επαναπροσδιορίζονται τα πράγματα, ακόμη κι όταν είναι έτοιμη η παράσταση. Θέλω να δω πώς ο κόσμος προσλαμβάνει αυτά που είναι γραμμένα στο κείμενο ή αυτά που συμβαίνουν. Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω από τώρα, γιατί όσοι δουλεύουμε πάνω του το βλέπουμε με μεγεθυντικό φακό. Ξαναφτάνεις σ’ αυτό το ωραίο άγνωστο μόνο όταν έχεις πια δίπλα σου ανθρώπους που το βλέπουν για πρώτη φορά. Κάθε πρόβα κι έπειτα κάθε παράσταση είναι σαν μια φλούδα που μπαίνει από πάνω και το ωριμάζει, το βελτιώνει. Δηλαδή, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι η πρώτη παράσταση, αλλά η τελευταία.

-Το γεγονός ότι μεγαλώσατε στον Έβρο, στην ελληνική επαρχία, πώς έχει διαμορφώσει τη ματιά σας πάνω στα πράγματα; Εμένα αυτό που με απασχολούσε πάντα είναι η επαφή με την τέχνη. Που είναι ελάχιστη. Δηλαδή, πρέπει να το κυνηγήσεις πεισματικά. Η ανάγκη για τέχνη είναι σαν ένας σπόρος που υπάρχει κι απλώς πρέπει να βρει το έδαφος και τις συνθήκες για να καρπίσει. Αυτό που με προβληματίζει γενικά είναι το πώς αυτό που έχει μέσα του ένας άνθρωπος θα βρει την κατάλληλη συνθήκη για να ευδοκιμήσει. Στην ελληνική επαρχία είναι δύσκολο. Αν είσαι τυχερός, θα βρεθεί κάποιος καθηγητής στο γυμνάσιο ή στο λύκειο να σου δώσει τη σπίθα. Νομίζω ότι σημαντικό ρόλο παίζουν οι δάσκαλοι.

Ο συγγραφέας προέχει; Πάντα. Το βασικό που με απασχολεί είναι ποιος είναι ο άνθρωπος που το έγραψε. Αυτό κάνει γοητευτικό το ταξίδι και ξεχωριστό το ανέβασμα. Αλλιώς, θα σημαίνει ότι έχω βρει μια συνταγή που ακολουθώ πιστά. Νομίζω ότι το μεγάλο κακό που μάς συμβαίνει στην τέχνη είναι ότι κυνηγάμε το αποτέλεσμα. Αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει. Αυτό που πάντα εκτίθεται είναι η διαδικασία. Ειδικά στις ζωντανές τέχνες: το θέατρο, τον χορό, τη μουσική. Η παράσταση είναι ένα ζωντανό πράγμα, το οποίο συμβαίνει μπροστά στους θεατές. Κι εγώ οφείλω αυτό να το λαμβάνω υπόψη. Για να μπορώ να νιώθω κι εγώ ζωντανός. 

Ποια είναι η δουλειά του σκηνοθέτη και των ηθοποιών; Είμαστε φορείς της επικοινωνίας του συγγραφέα με το κοινό. Ένα μέσο. Για μένα αυτό είναι λυτρωτικό.

-Μεταφέρετε ένα μήνυμα που ενδεχομένως καθρεφτίζει την κοινωνία και με κάποιον τρόπο ασκεί κριτική. Αυτό δεν είναι και λίγο… Ο Καπουτζίδης πάντως, δεν κρίνει· δείχνει. Εσύ μετά βγάζεις το δικό σου συμπέρασμα. Διερωτάσαι «μήπως υπερβάλλω με το κινητό;», «μήπως έχω εγκλωβιστεί σε κάτι;», «μήπως έχω ανάγκη να ζήσω αλλιώς;». 

-Έρχεται κάποια στιγμή για τους καλλιτέχνες που η απήχηση τούς δίνει μια αίσθηση ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Αυτό δεν ενέχει κινδύνους; Είναι πολύ επικίνδυνο. Πολύ συχνά λειτουργούμε λες κι αυτό που κάνουμε τροφοδοτεί τη ζωή, αλλά εγώ υπερασπίζομαι την άποψη ότι είναι η ζωή τροφοδοτεί την τέχνη. Αυτό που με γειώνει και με φέρνει σε επαφή με την πραγματικότητα είναι όταν φτάνω σπίτι και μαγειρεύω ή όταν γιος και η κόρη μου μοιράζονται μαζί μου κάποιο πρόβλημά τους. Αυτό με κάνει να συνειδητοποιώ ότι αυτό που κάνω δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Συχνά μεγεθύνουμε υπερβολικά αυτό που συμβαίνει στο μικρόκοσμό μας. Πρέπει να έχουμε τις άμυνες για να μη φουσκώνει το μυαλό από την εικόνα που έχουν κάποιοι άλλοι για μας. Σημαντικό ρόλο παίζουν αυτοί που επιλέγουμε να έχουμε δίπλα μας, πώς δηλαδή δημιουργούν μια αντικειμενική «ασπίδα» γύρω μας και δεν φουσκώνουν ακόμα περισσότερο το αερόστατο. 

© Δημήτρης Λούτσιος

Συχνά μεγεθύνουμε υπερβολικά αυτό που συμβαίνει στο μικρόκοσμό μας. Πρέπει να έχουμε τις άμυνες για να μη φουσκώνει το μυαλό από την εικόνα που έχουν κάποιοι άλλοι για μας.»

Ποια είναι μεγαλύτερη φιλοδοξία σας στη ζωή; Θέλω να μπορώ να είμαι καλά με τα παιδιά μου και με τους ανθρώπους που έχω επιλέξει γύρω μου. Το ζητούμενο είναι η ελευθερία και η ισορροπία. Φιλοδοξία μου είναι να μπορώ να νιώθω όσο γίνεται ελεύθερος μέσα σ’ αυτό που κάνω. Σε ό,τι κάνω: στις σχέσεις μου, στη δουλειά μου. Αυτό δεν έχει να κάνει με το θέατρο ή με το ποιο έργο θα ήθελα να κάνω μετά.

Δεν κυνηγάτε συγκεκριμένα έργα και συνεργασίες; Όχι, ιδιαίτερα. Εννοείται ότι δεν κάνω ό,τι κάτσει. Μπαίνω σε μια διαδικασία να προτείνω. Αλλά, μου αρέσει και το πώς φέρνει τα πράγματα η ζωή. Αν κυνηγάς κάτι με μανία, συνήθως βγαίνει ξινό.

Ως άνθρωπος, έχετε κι εσείς τις αντιφάσεις, τις ανατροπές σας; Αλίμονο. Εννοείται ότι αυτό που μας κάνει καλλιτέχνες είναι ότι έχουμε μια αγωνία για τα πράγματα. Αυτό δεν μπορεί πάντα να εκφράζεται με τον απλό και εύκολο τρόπο. Οφείλεις να είσαι τίμιος και ειλικρινής. Όταν είμαι σε διαδικασία οργάνωσης και δημιουργίας μιας παράστασης βρίσκομαι σε εσωτερική αναστάτωση, διότι είναι και για μένα κάτι σαν «γέννα». Δεν κάθομαι σε μια καρέκλα πίσω από ένα γραφείο. Είμαι σαν «αρπακτικό» πάνω από τον ηθοποιό, τους συνεργάτες, για να μπορέσω να πάρω το καλύτερο που μπορούν να μου δώσουν και να μπορέσω κι εγώ να τους βοηθήσω να εγκλιματιστούν. Δεν είναι απλό. Συχνά είσαι αιχμηρός απέναντι στους άλλους, αλλά κυρίως απέναντι στον εαυτό σου. Αν δεν στραπατσαριστώ εγώ, δεν θα στραπατσαριστεί κανένας. Είμαστε όλοι μαζί. Τρώμε τα μούτρα μας μαζί, χαιρόμαστε μαζί, στεναχωριόμαστε μαζί, πάντως προχωράμε μαζί. Αυτός είναι κι ο λόγος που κάνω θέατρο. Αλλιώς δεν μ’ ενδιαφέρει. 

Νοείται καλλιτεχνικό έργο χωρίς κοινό; Όχι, βέβαια. Εκεί άλλωστε διαπιστώνεις αν αυτό το «στραπατσάρισμα» είχε λόγο να συμβεί και πώς συναντιέται ο άλλος μ’ όλο αυτό. Η δουλειά μας έχει να κάνει με συναντήσεις. Είναι συνάντηση του συγγραφέα με τον σκηνοθέτη, του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες, των ηθοποιών με το κοινό. Αυτό είναι το όμορφο. Το θέατρο είναι μια συνάντηση. Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα τιμιότητας και ειλικρίνειας, ποιον αξιακό κώδικα έχει ο καθένας. Είχα κάνει μια παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στη Ρουμανία, στην Κραϊόβα, που παιζόταν γεμάτη για 7-8 χρόνια. Αυτό δεν μπορεί να μη σε κάνει χαρούμενο. Έχω πάντα μια αγωνία να μοιραστώ αυτό που έχω μέσα μου. Επιθυμώ να το δει ο άλλος.

Ο θεατής έχει κάποια υποχρέωση; Ο θεατής ντύνεται, βάζει τα καλά του, αφήνει το σπίτι του, πληρώνει εισιτήριο κι έρχεται για να δει κάτι που θα του αρέσει. Δηλαδή, έρχεται θετικός και ανοιχτός. Μπαίνει με κατάφαση στην αίθουσα. Αυτό είναι το 50%. Το άλλο 50% είναι δική μας δουλειά, ώστε τελικά να δει μια παράσταση που θα τον κάνει να πάρει μαζί του «κάτι» για το σπίτι. Να σκεφτεί, να επεξεργαστεί.

Η εμμονή είναι απαραίτητη προϋπόθεση στην ενασχόληση με την τέχνη; Εμμονές όλοι έχουμε, αλλά νομίζω ότι με τα χρόνια όσο πιο υγιής είναι η σχέση με την τέχνη σου, τόσο πιο υγιές είναι κι αυτό που εκθέτεις στον κόσμο. Το να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη στη δουλειά σου, είναι φυσιολογικό. Συμβαίνει με όλες τις δουλειές. Αν εννοούμε την εμμονή σε μια συγκεκριμένη φόρμα και σ’ ένα συγκεκριμένο μήνυμα, τότε νομίζω ότι αυτό είναι πρώτιστα εμάς που δυσκολεύει.

Η περιέργεια ποιο ρόλο παίζει στη ζωή σας; Είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Είναι κινητήριος δύναμη το να μπορώ να τα ανακαλύπτω όλα απ’ την αρχή, να είμαι περίεργος απέναντι στους ανθρώπους, στη ζωή, σε όλα όσα συμβαίνουν. Και το να επιτρέπω στον εαυτό μου να εκπλήσσεται ακόμα. Είναι μια ικανότητα στη θέαση των πραγμάτων. Εγώ τα ξεχνάω όλα και μπαίνω από το μηδέν.

-Λείπει η περιέργεια από τη νεότερη γενιά; Η νέα γενιά είναι αυτό που λέμε «surprise proof»- αδιάβροχη στην έκπληξη. Λειτουργούν σαν να τα έχουν δει όλα. Πολλές φορές νιώθω πιο παιδί από τα παιδιά. Ελπίζω να είναι απλώς ένα χαρακτηριστικό της σύγχρονης εφηβείας.

Ως θεατή τι σας εξιτάρει; Ζητούμενο είναι η απόλαυση και η διασκέδαση ή ο προβληματισμός και μια διανοητική ανατάραξη; Μ’ εξιτάρει αυτό που θα με εκπλήξει. Θέλω να μου ξυπνάει την παιδικότητα και να μου ερεθίζει την περιέργεια. Να νιώθω όπως ένα παιδί που ενθουσιάζεται και παρασύρεται. Με απασχολεί τι δεν έκανε ο σκηνοθέτης, αλλά μόνο σε δεύτερη φάση. Ας πούμε, είδα πρόσφατα τις «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου και ενθουσιάστηκα. Ούτε που με απασχόλησε τι έκανε και τι δεν έκανε. Φτάνει που πέρασα εγώ ωραία. Προβληματίστηκα, γέλασα, συγκινήθηκα, είδα κάτι που με παρέσυρε και με πήγε παρακάτω κι όχι μια απ’ τα ίδια που παρακαλάς να τελειώσει. 

Μπορεί υπό οποιαδήποτε έννοια η τέχνη να είναι πιο σπουδαία από τη ζωή; Αυτό που με απασχολεί είναι ν’ αλλάξει ή να βελτιωθεί ο δικός μου κόσμος. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Η τέχνη είναι ανάγκη. Είναι μέρος της ζωής. Είναι η ζωή που την τροφοδοτεί. Αν κάποιες φορές βλέπουμε την τέχνη να λειτουργεί προφητικά είναι επειδή άγγιξε κάποια χορδή στην ψυχή μας. Η συνεχής τριβή δεν μπορεί να μη σε κάνει λίγο πιο διορατικό. Αυτό δεν είναι μεταφυσικό ή απόκοσμο. Είναι απολύτως φυσικό. Ούτε εξωγήινοι είμαστε, ούτε μέντιουμ.

Ελεύθερα, 1.10.2023