Η διακεκριμένη σκηνοθέτρια και Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών- Επιδαύρου επέστρεψε φέτος στην Επίδαυρο έξι χρόνια μετά την Άλκηστη και για πρώτη φορά από τότε που ανέλαβε τα ηνία του φεστιβάλ, το 2019. Αυτό έγινε με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, μια παραγωγή που παρουσιάζεται και στο Κούριο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος. Μια εβδομάδα πριν από το άνοιγμα των φετινών Επιδαυρίων (που έγινε στις 7 Ιουλίου), εν μέσω υπέρμετρου φόρτου εργασίας, η Κατερίνα Ευαγγελάτου μάς υποδέχτηκε στο γραφείο της στις νέες διοικητικές εγκαταστάσεις του Φεστιβάλ στα Κάτω Πετράλωνα για μια συζήτηση με αντικείμενο τον Ιππόλυτο, τη φιλοσοφία της διοργάνωσης και την Επίδαυρο που έζησε από παιδί με τον πατέρα της Σπύρο και τη μητέρα της Λήδα Τασοπούλου. Δεν αρνήθηκε να δώσει απαντήσεις ούτε σχετικά με την πολυσυζητημένη -στην Κύπρο- μη ευοδωθείσα πρόταση του ΘΟΚ για επιστροφή στο αργολικό θέατρο.
– Ποιος είναι ο πυρήνας του κειμένου για σας; Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για έναν σκηνοθέτη. Ακριβώς, επειδή ανοίγει διάπλατα μπροστά μας πολλά αιώνια και πανανθρώπινα ζητήματα. Κινείται ανάμεσα σε δίπολα: άνδρας- γυναίκα, φως- σκοτάδι, σιωπή- ομιλία, αγνότητα- σεξουαλική ηδονή, όνειρο- πραγματικότητα. Το δικό μας εγχείρημα φιλοσοφικά περιστρέφεται κυρίως γύρω από το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του ή όχι. Δηλαδή, αν υπάρχει κάτι που λέγεται είτε μοίρα, είτε θεός, είτε ανώτερη δύναμη, το οποίο ορίζει τις πράξεις μας ή αν ενεργούμε αυτοβούλως. Αν υπάρχει το ένα ή το άλλο ή και τα δύο ή και τίποτα. Η τραγωδία αντιμετωπίζει τα πράγματα με πιο ακραίο τρόπο κι αυτό είναι το συναρπαστικό. Βρίθει διπόλων και τέτοιου είδους συγκρούσεων.
– Ειδικότερα ο Ευριπίδης ή γενικότερα; Προσωπικά, έχω ασχοληθεί περισσότερο με τον Ευριπίδη και γι’ αυτό μπορώ να επιβεβαιώσω ότι στον Ευριπίδη αυτό συμβαίνει σίγουρα.
– Τι σας αρέσει περισσότερο στον Ευριπίδη; Τον βρίσκω πάρα πολύ σύγχρονο.
– Πού εστιάζει η δική σας πρόταση; Στο πρόσωπο της Αφροδίτης, η οποία εμφανίζεται στην αρχή και αναγγέλλει ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί. Στη δική μας περίπτωση, πρόκειται καθαρά για ένα παιχνίδι εκδίκησης. Η Αφροδίτη εμφανίζεται ως η «απόλυτη σκηνοθέτρια», με μια κάμερα στο χέρι. Η ηθοποιός Έλενα Τοπαλίδου που την υποδύεται, κινηματογραφεί την παράσταση παράλληλα με την πραγματική δράση που συμβαίνει με γυμνό μάτι. Το βίντεο προβάλλεται σε πραγματικό χρόνο πάνω στο παλάτι του Θησέα, αποκαλύπτοντας έτσι στον θεατή κρυφές λεπτομέρειες και πτυχές που είναι αόρατες στη μεγάλη κλίμακα ενός θεάτρου όπως η Επίδαυρος. Οι πτυχές αυτές αναδεικνύουν την ψυχή των ηρώων.
Δεν είναι αντι-θεατρική η υπερβολική χρήση του βίντεο; Εξαρτάται από το πώς το χρησιμοποιείς. Εγώ είναι η πρώτη φορά που το χρησιμοποιώ μ’ αυτό τον τρόπο και πρόκειται για ειδική χρήση. Κινηματογραφείται σε μονοπλάνο όλη η δράση από ηθοποιό που υποδύεται και ρόλο. Δεν είναι απλώς κινηματογράφηση. Είναι δραματουργία.
– Ο Ιππόλυτος είναι από τα λιγότερο πολιτικά έργα του Ευριπίδη. Αναζητήσατε την πολιτική χροιά του έργου; Δεν είναι τόσο σημαντικό το πολιτικό στοιχείο, ειδικά στο δικό μας ανέβασμα. Στην Άλκηστη, για παράδειγμα, ήταν. Εδώ δεν με απασχολεί τόσο. Ωστόσο, δεν θα πω εγώ στον θεατή τι θα σκεφτεί και τι συνειρμούς θα κάνει. Η πολιτική, ψυχολογική, κοινωνική και κάθε άλλη σκοπιά βρίσκονται εκεί κι ο καθένας μπορεί να το δει αλλιώς. Αυτό είναι το ωραίο μ’ αυτά τα κείμενα. Είναι τόσο πλούσια και πυκνά που ο καθένας τα ερμηνεύει διαφορετικά. Ανοίγουν παράθυρα, δεν κλείνουν. Δεν σου λένε «κοίταξε μόνο εκεί». Κι αν ανοίγουν 15 παράθυρα, ένα καλό ανέβασμα μπορεί ν’ ανοίξει άλλα 15. Και τελικά αποχωρείς από το θέατρο συζητώντας. Αυτό είναι το ζητούμενο.
– Τελικά ποιος είναι στόχος με το ν’ ανοίξουμε αυτά τα παράθυρα; Ν’ αλλάξει κάτι στη γενικότερη οπτική του κοινού, της κοινωνίας; Για μένα είναι απλώς μια λαχτάρα να παρουσιάσω τη δική μου ματιά πάνω σ’ αυτά τα αιώνια κείμενα. Αν τώρα αυτό αλλάξει την οπτική κάποιων ανθρώπων απέναντι στον κόσμο, αυτό θα είναι ευτύχημα.
– Δηλαδή, είναι προσωπικό το θέμα; Και βέβαια είναι προσωπικό. Καλλιτέχνης είμαι.

– Κάποιοι καλλιτέχνες θεωρούν ότι με το έργο τους μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο… Μα κι εγώ θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο με το έργο μου. Εννοείται. Εφόσον επιχειρώ να παρέμβω μέσα από τη δική μου ερμηνεία στον τρόπο που βλέπει κάποιος ένα κείμενο 2500 ετών, με κάποιον τρόπο «αλλάζω τον κόσμο», με όχημα αυτό που θ’ αποτυπωθεί στη σκηνή. Και με τις σκέψεις που θα προκύψουν, τα συναισθήματα που θα αναδυθούν.
– Εσείς ως θεατής το νιώσατε ποτέ αυτό; Δηλαδή, να συμβαίνουν μέσα σας καθοριστικές αλλαγές παρακολουθώντας μια παράσταση; Αυτό που περιγράφετε είναι κάτι που λειτουργεί υπόγεια. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που άλλαξε η ζωή τους μετά από μια παράσταση. Άλλοι πήραν την απόφαση να γίνουν καλλιτέχνες. Κάποιοι άλλοι ν’ αλλάξουν επάγγελμα ή να βγουν από μια σχέση. Ή κάποιοι να διαβάσουν όλο τον Ευριπίδη.
– Υπήρξε για σας μια συγκεκριμένη παράσταση που έκανε το μεγάλο «κλικ» κι έγειρε την πλάστιγγα για την πορεία σας; Στην περίπτωσή μου, δεν ισχύει αυτό. Δεν μπορεί κανείς να το διαχωρίσει ή να το συγκεκριμενοποιήσει. Εγώ ήμουν στην κοιλιά της μαμάς μου κι έπαιζα στη σκηνή. 40 ημερών βρέφος με πήραν σε περιοδεία στο Ισραήλ. Είναι αυτό που λένε από τα γεννοφάσκια μου- στην κυριολεξία. Πιο κυριολεκτικά δεν γίνεται. Για μένα είναι αξεδιάλυτο, είναι μέρος του ποια είμαι. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν κάποια άλλη που ξαφνικά είδε μια ή δυο παραστάσεις και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Ήταν αναπόφευκτο, αφού μιλάγαμε προηγουμένως και περί μοίρας ή βούλησης. Δεν έχω μετανιώσει, πάντως. Η ζωή μου είναι δοσμένη στην τέχνη.
– Επιστρέφετε στην Επίδαυρο μετά από έξι χρόνια. Σας είχε λείψει; Βέβαια. Όπως ξέρετε, έχω μεγαλώσει στην Επίδαυρο. Έχω έναν ιδιαίτερο δεσμό με τον χώρο. Δεν τη βλέπω μόνο από τη σκοπιά του καλλιτέχνη, αλλά κι ως κομμάτι της προσωπικής και οικογενειακής μου ιστορίας. Οπότε προκύπτει μια ιδιαίτερη συγκίνηση κάθε φορά που επιστρέφω. Μπορώ να πω ότι είναι μεγάλη η λαχτάρα μου για την παράσταση αυτή, που σε επίπεδο εικαστικό είναι φτιαγμένη ειδικά για την Επίδαυρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υπολείπεται όταν θα ταξιδέψει σε χώρους όπως λ.χ. το Κούριο.

– Πέρα από τη νοσταλγία και την ιδιαίτερη σχέση σας με τον χώρο, τι είναι αυτό που τον κάνει ιδιαίτερο; Η Επίδαυρος είναι ένα θέατρο που δεν συγχωρεί. Αυτό το έχουν διαπιστώσει πολλοί άνθρωποι, πριν από μένα. Το καλό το κάνει καλύτερο και το κακό να μη βλέπεται. Λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός κι είναι πάντα ένα τεράστιο μάθημα για όλους όσοι βρίσκονται εκεί, επί σκηνής ή κάτω από τη σκηνή. Όμως, δεν είναι για κάθε χρόνο. Για μένα χρειάστηκε να περάσουν έξι.
– Είναι όμως κάθε φορά η πρώτη; Όπως στον έρωτα; Βέβαια. Κάθε φορά είναι η πρώτη κι έχει πιο πολύ άγχος από την προηγούμενη. Μόνο με τη σεμνότητα του πρωτάρη μπορείς να πηγαίνεις εκεί.
– Είναι πιο περίπλοκη η επιστροφή υπό τη διπλή σας ιδιότητα; Εξασκήθηκα σ’ αυτό, ήδη από πέρυσι, που είχα αναλάβει τη μεγάλη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι στο Ηρώδειο. Είναι δύσκολο, γιατί η ευθύνη είναι διπλή, πολλές οι ώρες καθημερινής εργασίας και λιγοστές οι ώρες ξεκούρασης. Αλλά, ένας καλλιτέχνης που διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής οφείλει να μην ξεχνά την ιδιότητά του, αφού άλλωστε ως καλλιτέχνης βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση κι όχι ως μάνατζερ. Οφείλει να καταθέτει και την προσωπική του δουλειά.
– Είναι δύσκολο το πηδάλιο της κυβερνήτριας; Δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα και γοητευτικό. Έχει πολλές ευθύνες, κούραση αλλά και στιγμές αγαλλίασης που σου δίνουν κουράγιο να συνεχίσεις.
– Υπάρχει κι η άχαρη πλευρά. Πώς ανταποκρίνεστε σ’ αυτή; Έτσι είναι, αλλά το καλό είναι ότι δεν είμαι μόνη. Υπάρχει πρόεδρος, γενικός διευθυντής, πανάξιοι συνεργάτες. Αισθάνομαι μεγάλη υποστήριξη απ’ όλη την ομάδα του Φεστιβάλ.
– Τι καινούριο να αναμένουμε τα επόμενα χρόνια; Υπάρχει ήδη σχεδιασμός για έργα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας για τα επόμενα χρόνια. Δεν μπορώ να ανακοινώσω κάτι ακόμα. Ανακοινώσεις κάνουμε συνήθως γύρω στον Μάρτιο. Υπομονή μέχρι τότε.
– Τι απαντάτε στις αντιδράσεις που προκάλεσε στην Κύπρο η υπόθεση με τη συμμετοχή του ΘΟΚ στην Επίδαυρο και την εντύπωση ότι επιχειρήσατε να επιβάλετε τον σκηνοθέτη; Θα ήθελα να απαντήσω επ’ αυτού. Ο εκάστοτε καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ έχει και την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγράμματος. Όπως περιγράφεται και στο σχετικό ΦΕΚ, έχει και την ευθύνη για όλους τους καλλιτέχνες, τις διανομές, για κάθε παράσταση που παρουσιάζεται. Αυτό σημαίνει ότι με τον εκάστοτε επικεφαλής μιας παραγωγής, βρισκόμαστε συνεχώς σε δημιουργικό διάλογο όταν πρόκειται μια παράσταση να ενταχθεί ή όχι στο πρόγραμμα. Μπορεί να έρχεται με κάποιες προτάσεις, αλλά πάντοτε τις συζητάμε. Έτσι έγινε και στην περίπτωση αυτή με τον παλιό και αγαπημένο συνεργάτη, τον Σάββα Κυριακίδη, με τον οποίο γνωριζόμαστε από τα χρόνια του Εθνικού. Προσήλθε αρχικά με μια πρόταση για ένα έργο που εγώ είχα ήδη συμφωνήσει με άλλο σκηνοθέτη για την Επίδαυρο: την Έφη Μπίρμπα. Αρχίσαμε λοιπόν να συζητούμε για την πρόταση και για τους συντελεστές, εφόσον από τη στιγμή που δεν υπήρχε καν έργο, ουσιαστικά δεν υπήρχε τίποτα. Βεβαίως, προσήλθε με πρόταση συγκεκριμένου σκηνοθέτη, τον οποίο μελέτησα προσεκτικά επειδή δεν έτυχε να έχω δει δουλειά του. Είδα περίπου πέντε παραστάσεις του σε βίντεο και έτσι διαμόρφωσα την άποψή μου. Εν τέλει κρίναμε ότι στη φάση αυτή και με το πρόγραμμα που είχε ήδη διαμορφωθεί, χρειαζόμασταν κάτι διαφορετικό.
– Καλλιτεχνικά μιλώντας; Ακριβώς. Το συζητήσαμε με τον Σάββα κι αρχίσαμε μαζί να ανταλλάσσουμε σκέψεις γύρω από πιθανά ονόματα. Από κοινού καταλήξαμε και στην πρόταση που τέθηκε στο ΔΣ του ΘΟΚ κι έγινε αποδεκτή. Οπότε, νομίζω ότι αυτά τα ερωτήματα δεν θα έπρεπε ν’ απευθύνονται σε μένα. Από πλευράς μου θα ήθελα να πω ότι λυπάμαι πολύ που ενώ ο ΘΟΚ θα εμφανιζόταν φέτος στα Επιδαύρια, το γενικότερο κλίμα οδήγησε στην παραίτηση του σκηνοθέτη και τελικά στη ματαίωση της παραγωγής. Επιπροσθέτως, ο ΘΟΚ έχει πάει στην Επίδαυρο αρκετές φορές με Ελλαδίτες σκηνοθέτες. Εννοώ ότι δεν θα ήταν και καμιά τρομερή καινοτομία να συμβεί αυτό και φέτος. Είναι κάτι που έχει ξαναγίνει.
– Αυτή η διαδικασία είναι συνηθισμένη και για άλλους οργανισμούς εκτός Ελλάδας; Εγώ προσκαλώ συνεχώς θεατρικούς οργανισμούς από το εξωτερικό και δεν αποτελεί προϋπόθεση για ένα θέατρο από τη Γερμανία λ.χ. ότι πρέπει να είναι Γερμανός κι ο σκηνοθέτης. Είναι μια κατεξοχήν καλλιτεχνική απόφαση. Εξάλλου, μια άλλη παραγωγή από την Κύπρο, «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν» εντάχθηκε στο πρόγραμμά μας, στην Πειραιώς 260 και ήταν και sold out. Ουδόλως έχουμε κλειστές τις πόρτες μας σε προτάσεις από την Κύπρο ή προτάσεις Κυπρίων. Δεν είναι προσωπικό το ζήτημα, ούτε βεβαίως είναι εθνικό. Είναι καθαρά καλλιτεχνικό. Έπραξα, απλώς, αυτό που ο ρόλος μου απαιτεί και τίποτε περισσότερο. Επάνω σε μία πρόταση που δεχτήκαμε, συνομίλησα δημιουργικά συνδιαμορφώνοντάς τη σύμφωνα με τους άξονες του συνολικού προγραμματισμού μας. Από εκεί και πέρα φαίνεται ότι κάποιοι έκαναν μια παρανάγνωση αυτής της συνεννόησης, τη μετέφρασαν ως επιβολή. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Μάλιστα, γνωρίζω καλά ότι στο πρόσφατο παρελθόν παρόμοιες συζητήσεις γύρω από τη συμμετοχή του ΘΟΚ στην Επίδαυρο έχουν γίνει με τους προκατόχους μου, όμως ποτέ δεν υπήρξαν ανάλογες αντιδράσεις.
– Το ζήτημα της συμμετοχής του ΘΟΚ στην Επίδαυρο, πάντως, δεν προέκυψε φέτος. Είναι μια πονεμένη ιστορία, επειδή ο οργανισμός έπαψε να συμμετέχει τόσο συχνά όσο παλιότερα… Αυτό συνέβη αρκετά χρόνια πριν αναλάβω εγώ. Οργανισμοί που έχουν μεγάλη διαδρομή και πορεία οφείλουν να κοιτάζουν τα πράγματα με ματιά που έχει σεβασμό στην παράδοση, αλλά και το βλέμμα στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει οι άνθρωποι να είναι ανοιχτοί. Όταν κάτι καθαρά καλλιτεχνικό αντιμετωπίζεται με εσωστρέφεια και καψυποψία, τότε ξεκινούν τα προβλήματα.
– Εσείς θεωρείτε ότι ο ΘΟΚ θα έπρεπε να εμφανίζεται θεσμικά στην Επίδαυρο, όπως το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ; Δεν είναι το ίδιο. Το Εθνικό Θέατρο ξεκίνησε να παίζει στην Επίδαυρο προτού καν υπάρξει το Φεστιβάλ.

– Απολαμβάνετε ως καλλιτεχνική διευθύντρια την ίδια ελευθερία που απολαμβάνετε ως δημιουργός; Μιλάμε για δύο διαφορετικές λειτουργίες. Ως καλλιτέχνης έχω την απόλυτη ελευθερία στο δικό μου έργο, όπου βάζω την υπογραφή μου. Στο καλλιτεχνικό πρόγραμμα επίσης βάζω την υπογραφή μου κι έχω ελευθερία, αλλά παρόλα αυτά πρέπει να λαμβάνω υπόψη κι άλλες πολλές και διαφορετικές παραμέτρους.
– Οι ευθύνες των καθηκόντων σάς αλλάζουν ως άνθρωπο; Σίγουρα η όλη η εμπλοκή με το Φεστιβάλ τα τελευταία τέσσερα χρόνια μ’ έχει αλλάξει ως άνθρωπο, μου έχει προσφέρει εξαιρετικές εμπειρίες. Έχω γνωρίσει κορυφαίους καλλιτέχνες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, έχω ταξιδέψει. Μα πάνω απ’ όλα έχω τη χαρά, παρά τα εμπόδια λόγω της πανδημίας, να βλέπω σιγά- σιγά ν’ ανθίζουν ή να ξεκινούν πρωτοβουλίες όπως το grape (GREEK AGORA OF PERFORMANCE), η πλατφόρμα μας για εξαγωγή του ελληνικού θεάτρου και χορού στο εξωτερικό. Από την άλλη, υπάρχει σίγουρα αυξανόμενη κούραση, λιγότερες ώρες για το δικό μου προσωπικό καλλιτεχνικό έργο και την προσωπική μου ζωή. Αυτό είναι το τίμημα. Δεν είμαι τόσο ελεύθερη όσο πριν γιατί εδώ υπάρχει μια δουλειά που απαιτεί καθημερινή παρουσία σε επίπεδο γραφείου. Ναι, η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως από το 2019 και μετά.
– Η θέση αυτή δεν ενέχει και φθορά; Υπάρχει φθορά. Κυρίως γιατί υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν προσωπικά τις καλλιτεχνικές αποφάσεις. Σου λέει «με απέρριψε ως καλλιτέχνη, άρα δε με εκτιμά». Ενώ μπορεί απλώς η συγκεκριμένη πρόταση να μην ταιριάζει με το πρόγραμμα όπως το διαμορφώνουμε τη συγκεκριμένη χρονιά. Δυστυχώς, αναγκάζεσαι να δυσαρεστήσεις συναδέλφους πολύ άξιους, γιατί τα όρια του φεστιβάλ είναι πεπερασμένα και δεν μπορούν όλες οι ενδιαφέρουσες προτάσεις να γίνουν δεκτές. Αυτό συμβαίνει, με στεναχωρεί και είναι το δυσκολότερο κομμάτι για μένα. Να πρέπει δηλαδή ν’ ανακοινώσω σε συναδέλφους που σέβομαι και θαυμάζω ή που έχουν διαγράψει πορεία πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου, ότι δεν μπορούμε να συνεργαστούμε φέτος. Αλλά είναι μέρος της δουλειάς.
– Πώς αποτιμάτε τις αποφάσεις που ελήφθησαν αυτά τα χρόνια, όπως για τη μετακίνηση των γραφείων, την αναμόρφωση στο Ηρώδειο και την Πειραιώς κ.λπ.; Έχουμε κάνει κινήσεις απαραίτητες που επέφεραν σημαντικές αλλαγές. Μετακομίσαμε στον νέο μας χώρο στα Κάτω Πετράλωνα, τα τελευταία δύο χρόνια, εν μέσω πανδημίας. Είναι μια τεράστια αναβάθμιση για το Φεστιβάλ και το προσωπικό του. Είναι υπερσύγχρονα, φωτεινά γραφεία, σε πολύ καλό σημείο. Έχει ανακοινωθεί από την Υπουργό Πολιτισμού ότι οι διοικητικές μας υπηρεσίες θα μεταφερθούν στην Πειραιώς 260- υπολογίζω μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Φτιάξαμε από την αρχή όλες τις δομές του Ηρωδείου και θα γίνει και ένας μεγάλος αρχιτεκτονικός ανασχεδιασμός για τα υπόγεια καμαρίνια μετά από 50 χρόνια. Επιτέλους, έχουμε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και προχώρησαν πολλές απαραίτητες βελτιώσεις. Παράλληλα, έχουμε ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα με διεθνείς συμπαραγωγές και πρεμιέρες. Είμαι ιδιαιτέρως χαρούμενη για την πλατφόρμα του grape, που προανέφερα. Ξεκινά φέτος με 14 παραγωγές θεάτρου και χορού κι έχουμε καλέσει 60 curators από όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη για να γνωρίσουν την ελληνική σκηνή. Αυτό είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει συγκροτημένα και σε τέτοιο επίπεδο από κρατικό φορέα. Ήταν πάγιο αίτημα της καλλιτεχνικής κοινότητας, αλλά εδώ και δεκαετίες έλλειπε η στρατηγική και η οργανωμένη αντιμετώπιση του θέματος. Όλα αυτά θέλουμε να τα αφήσουμε να ριζώσουν για να τα βρουν και να τα εξελίξουν οι επόμενοι. Θεωρώ ότι πολλές απ’ αυτές τις πρωτοβουλίες έχουν εξαιρετική προοπτική εξέλιξης.
– Θα φανταζόσασταν τον εαυτό σας σε μια θέση ακόμη πιο επιτελική από αυτή της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου; Όχι. Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ. Ελπίζω να καταφέρω όσα θέλω από την πολύ τιμητική θέση που βρίσκομαι τώρα.
– Μετά το φεστιβάλ, ποιες είναι οι φιλοδοξίες σας; Να είμαι χρήσιμη στον χώρο τον οποίο έχω επιλέξει να υπηρετήσω και σε αυτόν να αφιερώσω τη ζωή μου. Και να κάνω παραστάσεις που θ’ αφήσουν κάποιο στίγμα στη συνείδηση του κόσμου.
- INFO Ο Ιππόλυτος σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου παρουσιάζεται στις 4 & 5 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 9μ.μ. (προσέλευση 8.15μ.μ.)