Ο Σπύρος Σταυρινίδης ήταν ο ίδιος το μάθημα· δίδασκε μόνο και μόνο με τη στάση του απέναντι στο θέατρο.
Σαν να ακούω από κάπου το κελαρυστό, ελεγειακό γέλιο του Σπύρου Σταυρινίδη στη σκέψη ότι ξεκινώ τη νεκρολογία του με μια στιχομυθία από τον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, εκεί που μια κοπέλα ρωτά τον Τζίμη Πανούση «τι δουλειά κάνετε;» κι εκείνος απαντά «δεν δουλεύουμε, είμαστε καλλιτέχνες». Για μερικά χρόνια, όταν τελείωσε την Τεχνική Σχολή πήγε να γίνει ηλεκτρολόγος, σαν τον πατέρα του. Τελικά, κόλλησε το ανίατο «μικρόβιο» της υποκριτικής από τον μεγαλύτερό του αδερφό, τον Τάκη, τον οποίο έχασε κάπως πρόωρα το 2001. Έτσι, έγινε κι αυτός καλλιτέχνης και… σταμάτησε να δουλεύει. Τουλάχιστον όσο εξασκούσε το κύριο επάγγελμά του.
Δεν «δουλεύεις», δηλαδή δεν είσαι δούλος, κυριολεκτικά ομιλώντας, όταν βιοπορίζεσαι από το πάθος σου. Θεράπων, ίσως. Κοινωνός, σίγουρα. Δούλος, όχι. Το σανίδι είναι το απόλυτο πεδίο δράσης για ένα πνεύμα ελεύθερο. Για 57 -αν δεν κάνω λάθος- συναπτά έτη αισθανόταν καθημερινά ταπεινός και ευγνώμων. Σαν να μην πίστευε στην τύχη του που μπορούσε να επαγγέλεται, όσο βαστούν τα πόδια και το μυαλό του, αυτό στο οποίο ήταν ταγμένος και που τον διατηρούσε για πάντα παιδί. Το είπε και ο ίδιος δημόσια, το 2022 όταν παρέλαβε το Μεγάλο Βραβείο ΘΟΚ από τα χέρια του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας: «Θα ήθελα να πω στους συναδέλφους μου ότι κάνουμε το καλύτερο επάγγελμα του κόσμου».
Αυτό δεν σημαίνει ότι αντιμετώπιζε το μετερίζι του χαλαρά και αψήφιστα. («Δεν είναι γραφειακή η δουλειά μας. Τα σώψυχά μας βγάζουμε»). Αντίθετα, πέρα από τη φυσική συστολή, ένιωθε ένα μόνιμο δέος μπροστά στο οικουμενικό θαύμα της σκηνής. Ήταν διαρκώς στην τσίτα, σαν πρωτάρης, αμετάκλητα ανήσυχος και φιλοπερίεργος. Κάπως έτσι, ολοκλήρωσε τον βίο του διψασμένος. Δεν ξεδίψασε ποτέ. Λες και μεγάλωνε με τα χρόνια η λαχτάρα του για το θέατρο. «Είναι μια δίψα που δεν σβήνει» είχε πει σε μια από τις τόσο γενναιόδωρα εξομολογητικές συνεντεύξεις που μού είχε δώσει. «Η δουλειά μας είναι μια συνεχής αναζήτηση. Όταν το ξεχνάς αυτό, στερεύεις».
Γι’ αυτό θα τολμήσω να πω ότι ενδεχομένως η πιο εύφορη περίοδος της σκηνικής του πορείας να ήταν η στερνή. Και εννοώ τα τελευταία δέκα χρόνια, που κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με την Αθηνά Κάσιου έμοιαζε λες και μόλις ξεκινούσε, τη στιγμή που οι πλείστοι συνομήλικοί του είχαν ο ένας μετά τον άλλο αρχίσει να αποσύρονται. Εκείνος ξαναγεννήθηκε. Με εφηβική κάψα και παροιμιώδη προσήλωση έπαιζε, έπαιζε, έπαιζε, μέχρι τελικής πτώσης, σχεδόν κυριολεκτικά. Όπως δηλαδή το επιθυμούσε.
Στον τελευταίο του ρόλο, αυτόν του Λάμπερτ στο «Celebration» του Πίντερ, έπαιζε με ρινικό καθετήρα οξυγόνου σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες μέρες πριν επιδεινωθεί η υγεία του και εισαχθεί στο νοσοκομείο είχε ξεκινήσει και αναγνώσεις για την επόμενη πρόκληση, τη «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία και πάλι της Κάσιου. Πολύ χειρότερο κι από τον θάνατο ήταν γι’ αυτόν το ενδεχόμενο ενός παροπλισμού στο σπιτικό θάλπος. Η ιδέα τον ανατρίχιαζε. Ήθελε, λοιπόν, να πεθάνει «καβάλα στο άλογο». Και κατά κάποιο τρόπο το πέτυχε.

Έπαιζε με την ίδια ζέση και προσήλωση όπως τον καιρό που ενσάρκωνε στην Επίδαυρο τον -θρυλικό πια- Αγγελιοφόρο στις Ικέτιδες του Χαραλάμπους, τον Παρμένωνα στη Σαμία του Γαβριηλίδη, τον Καρίωνα στον Πλούτο, τον Ξανθία στους Βατράχους, τον Ευριπίδη στις Θεσμοφοριάζουσες. Ή όπως τον καιρό που ενσάρκωνε τον Ντον στον «Αμερικανικό Βούβαλο» του Μάμετ μαζί με τον Αντώνη Κατσαρή και τον Ανδρέα Τσουρή. Και τον καιρό που, όντας στα δημιουργικά του ντουζένια, συνεργαζόταν στο σινεμά με σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο Βαγγέλης Σεϊτανίδης.
Η θεατρική κοινότητα, ειδικότερα οι εκπρόσωποι της νεότερης γενιάς, ένιωσαν ένα είδος ορφάνιας στο άκουσμα του θανάτου του. Μια αίσθηση βαριάς απώλειας. Σαν να έφυγε πρόωρα ένα βασικό και αναντικατάστατο γρανάζι του μηχανισμού που είναι σήμερα το κυπριακό θέατρο. Με την ίδια ταπεινότητα και ζέση και επιστρατεύοντας στοιχεία από προσωπικές εμπειρίες, όπως έκανε πάντα, βρέθηκε δίπλα στους νεότερους, στην πρώτη γραμμή πυρός της θεατρικής δράσης.
Όχι ως μέντορας, πυγμαλίων και φωτοδότης με ύφος αφ’ υψηλού, αλλά ως ισότιμο μέλος και παραστάτης των νέων. Δεν νουθετούσε, δεν καθοδηγούσε και σίγουρα δεν ποιμεναρχούσε. Έχαιρε σεβασμού και αγάπης, όχι ως ένας καλοκάγαθος, ασπρομάλλης, δασυπώγων γκουρού, αλλά ως ένας συνταξιδιώτης. Μετέδιδε και μοιραζόταν απλόχερα όλη του την εμπειρία με την παρουσία του και μόνο, με τη συμμετοχή του ως απλό κομμάτι ενός συνόλου. Ήταν ο ίδιος το μάθημα. Δίδασκε μόνο και μόνο με τη στάση του απέναντι στο θέατρο· τη στάση ζωής και έκφρασης με την οποία πορευόταν για σχεδόν έξι δεκαετίες.
Δεν συζητούσε καν να αναλάβει κάποια σκηνοθεσία, παρόλη την πείρα και τη γνώση που είχε συγκεντρώσει. Λειτουργούσε σαν ένας πιστός, πειθαρχημένος στρατιώτης της τέχνης του, που αν χρειαζόταν θα έκανε και «λάντζα» και «σκοπιά» και θα το καταευχαριστιόταν κιόλας. Αντιμετώπιζε και τον πιο μικρό ρόλο σαν ζήτημα ζωής και θανάτου. «Σ’ ένα σπουδαίο έργο όλοι οι ρόλοι είναι καλοί και απαιτητικοί, μικροί ή μεγάλοι» έλεγε. Άλλωστε, η ανέμελη φιγούρα του έκλεβε άμα τη εμφανίσει την παράσταση, ανεξαρτήτως ρόλου.
Ειδικοί εκτιμούν ότι η αισθητική μνήμη της φωνής ενός οικείου προσώπου είναι από τις πιο ισχυρές. Ο εγκέφαλος αποθηκεύει το χρώμα της σαν ένα είδος «ηχητικής οσμής», που επιστρέφει συχνά ως ανάμνηση ή και στα όνειρά μας. Ο Σπύρος είχε μια φωνή- σήμα κατατεθέν. Χαρακτηριστική, διαπεραστική, καθησυχαστική- μια φωνή που ξάφνιαζε κάθε φορά που την άκουγες. Λαρυγγική. Γδαρμένη. Σαν βαρύς ψίθυρος. Αντιβοούσε σαν να είχε περάσει από φωτιά και καπνό, σαν να έσκαβε τον αέρα για να βγει. Δεν κυλούσε απαλά· τριβόταν σαν γυαλόχαρτο στις αιχμές των λέξεων.
Εκείνο το γρέζι, το «γρατζούνισμα» στο τέλος κάθε συλλαβής, εκείνη η βιωματική, τραχιά χροιά έδινε την αίσθηση της κόπωσης, της φθοράς, ενός ανθρώπου που κουβαλά μόνιμα το άλγος μιας παλιάς θλίψης. Και κούμπωνε με το μποέμικο, το «επιμελώς ατημέλητο», παρουσιαστικό του. Αυτή η φωνή, σαν μια βραχνή ανάμνηση, σαν ήχος από μια παλιά, χιλιοπαιγμένη κασέτα, θα τρίζει για πολλά- πολλά χρόνια ακόμη στην καρδιά όσων απευθύνθηκε. Ένας αντίλαλος παρηγοριάς.
Ελεύθερα, 19.4.2025