Επανήλθε η ζέστη στην Αθήνα μετά από τις ξαφνικές βροχές του Μαρτίου που δεν θύμιζαν σε τίποτα πως ο πρώτος μήνας της Άνοιξης θα έπρεπε να είχε κάτι από την τρυφερότητα του ήλιου που εμμονικά παρέμενε πίσω από γκρίζα σύννεφα στον Αττικό ουρανό.

Κι έτσι οι περισσότεροι βγήκαν για βόλτα. Τις Κυριακές παρατηρώ πάντα διαφορετικούς ανθρώπους να μετακινούνται με τα Μέσα της μεγαλούπολης απ’ ότι σ’ εκείνες τις μέρες της πολλής δουλειάς, των εκνευρισμών, των φευγαλέων νοημάτων και του θυμού για το χρόνο που πάντα κυνηγάμε αλλά ποτέ δεν τον προφταίνουμε για πενταροδεκάρες. Ακόμη κι οι κουβέντες έχουν κάτι από τη γλύκα εκείνων των στιγμών που κανονικά θα μπορούσαν να είναι μόνιμες στην καρδιά, αλλά παραμένουν σπάνιες και ασύλληπτες.

Στο διπλανό κάθισμα, κάποιο κοριτσάκι το απασχολούσε το τηλεφώνημα που περίμενε από το αγόρι-σχέση αλλά δεν πήρε ποτέ. «Όταν οι δεσμοί γίνονται στο ισοζύγιό τους επιβλαβείς συναισθηματικά, τότε απομακρύνσου και γιατρέψου», είπε η μεγαλύτερή της φίλη – σοφή φίλη, με σκουλαρίκι στη μύτη και τατουάζ αητό στο μπράτσο.

«Μα, πως; Εγώ, τον αγαπάω ακόμα. Θέλω να είμαι μαζί του», είπε το ανυποψίαστο από μάχες κορίτσι. «Αυτά, Τούλα μου, δεν είναι πραγματικά προβλήματα. Αυτά είναι προβλήματα πολυτελείας», επισήμανε η σοφή φίλη ξανά και κούνησε απαξιωτικά το χέρι της, κατά μήκος της χειρολαβής που βρισκόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Πράγματι. Σε μια πόλη που η σχιζοφρένεια έχει γίνει δεύτερη πατρίδα των μισών κατοίκων της, οι συναισθηματικές υπερβάσεις των εφήβων από αυτό που τους περικλείει, μοιάζουν με ουρανοξύστη στην πλατεία Συντάγματος. Ωστόσο, αυτό κάποτε ονομαζόταν «ζωή». Και «ελπίδα». Και «φως». Όχι πια.

«Υπάρχει άγχος για το μέλλον που είναι αβέβαιο», μου έλεγε τις προάλλες ο Μ. που -πολύ σωστά- θέλει να μεταναστεύσει στα 26 του χρόνια με μεταπτυχιακό, δύο ξένες γλώσσες αλλά καμία γνωριμία – «κάπου με προοπτική, κάπου που να μπορώ να αναπνέω, κάπου που να αισθάνομαι πως εργάζομαι με όραμα και όχι για να επενδύσω στα χρεολύσια που δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές». Έτσι σκέφτονται οι περισσότεροι πια. Απογοητευμένοι. Και κυρίως παραιτημένοι. Σαν ήδη γέροι σε φρέσκο δέρμα.

Δεν είναι αυτοί, οι νέοι ψηφοφόροι της Ζωής Κωνσταντοπούλου που τις τελευταίες εβδομάδες την εκτόξευσαν σε θέση «αξιωματικής αντιπολίτευσης– ούτε καν. Είναι το ματαιωμένο πλήθος που, όπως κι αν το παρατηρήσεις, δεν αγγίζεται πια σε κόμματα, μα σε μια παρατημένη από ελπίδα νεολαία που αφέθηκε απαθής να περιλούζεται σαν χαμένη και να περιφέρεται αενάως δεξιά κι αριστερά, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας πια και με κάθε νέα αφορμή.

Κι από που να πιαστείς; Κάτι γίνεται, κάπως οι πλατείες γεμίζουν -σε Αθήνα, αλλά και σε Κωνσταντινούπολη πια- μα μετά γίνονται όλα ξανά «χαμένη υπόθεση». Σα να πρέπει πρώτα να πέσει ολόκληρο το κτήριο για να χτιστεί το νέο επάνω στο κενό -απ’ όλα- οικόπεδο. Περιμένοντας, λοιπόν.

Όταν είχα συναντήσει πριν από μερικά χρόνια την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ μου είχε πει κάτι μαγικό: «Εγώ, λέω ζήτω η κρίση! Η κάθε είδους κρίση! Γιατί όταν υπάρχει κρίση υπάρχει και μία τάση να αντιμετωπίσεις την κρίση, οπότε υπάρχει μία τάση για αναγέννηση». Είχε δίκιο. Στη δική μου περίπτωση, όποτε συναντούσα τις μεγάλες δυσκολίες -συνήθως όταν τα φεγγάρια μου παραήταν παλαβά σε εποχές μεγάλης ανομβρίας ψυχικών αντοχών- η καταστροφή από την ανασύνταξη απείχε πάντα ένα τσιγάρο δρόμο.

Και πάντα -μα πάντα!- όταν συνέβαινε αυτό, η αφορμή ήταν κάτι απλό: Μια ετοιμόγεννη γάτα, ένα δέντρο που έβγαλε καρπούς κάτω απ’ το μπαλκόνι μου, ένας άνθρωπος που γέλασε στο δρόμο χωρίς λόγο – κάτι που να σε επαναφέρει «στην αγία καθημερινότητα», όπως θα ‘λεγαν κι οι ποιητές που τόσο πολύ τους υπολήπτομαι.

Ή επειδή άνθισαν οι τουλίπες στον Κορμακίτη. Που επιμένουν ν’ ανθίζουν σε πείσμα των μετεωρολόγων που θέλουν τις tulipa cypria σε «ειδικές συνθήκες ζωής». Κάθε χρόνο, εδώ. Στους τζιύπους ή στα σπαρμένα χωράφια βόρεια του μικρού φράγματος του κατεχόμενου χωριού, σκόρπια κι όχι μαζεμένα, μα ανθηρά και σπάνια, αντέχοντας κι επιμένοντας πως πάντοτε η φύση το κακό θα το νικάει και θα υπερίπταται των ανθρωπίνων γεγονότων όποτε θέλησαν να την στραβώσουν.

© Γιάννης Χατζηγεωργίου (Κορμακίτης, Μάρτιος 2025)

Τι ωραία που ξάπλωσε ο Θ. ανάμεσά τους πατώντας το κλικ του κινητού, σαν ολοκόκκινος κι ο ίδιος σκεπάζοντάς τον το χρώμα τους, στιγμή πολύτιμη επάνω στο χώμα, πιο πολύτιμη από όλα αυτά τα εστιατόρια, τα ακριβά ξενοδοχεία και τα σεσουάρ της άλλης πλευράς που σουσουδίζει ηλιθιωδώς πάντα – η ουσία είναι στους σπόρους και στο ρουμπινί του αίματος. Ή της αγάπης. Όπως το εκλάβει ο καθένας.

Μαζεύοντας πάντως αναμνήσεις-καύσιμο για τις πικρές μέρες που θα ‘ρθουν στη ζωή μας και που μόνο το οξυγόνο απ’ τις ωραίες αυτές μέρες -μέρες σαν αυτές ανάμεσα στις κόκκινες τουλίπες του Κορμακίτη- θα ‘ναι η αιτία για αναπτέρωση και το αποθεματικό ενός ταλαιπωρημένου απ’ όλα νου.

Αλλά είμαι ξανά στην Αθήνα. Σκεπτόμενος το προηγούμενό μου σαββατοκύριακο στην Κύπρο, και κατεβαίνοντας στη στάση «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, εκεί όπου η μικρή που την έλεγαν Τούλα υποσχέθηκε τελικά στη φίλη της να μην τηλεφωνήσει σ’ εκείνο το αγόρι – να μη συρθεί. Θα ‘θελα πολύ να της επισημάνω πως κάτι νομίζει πως χάνει, αλλά κερδίζει – όπως λέει σοφά, κι ένα τραγούδι της Νικολακοπούλου. Πως χάνει έναν ερωτικό παφλασμό, μα κερδίζει μια δύναμη που δεν ήξερε πως κατείχε· υποθήκη για το σκληρό μέλλον που θα ανοιχθεί μπροστά της όταν «αποφοιτήσει». Και πως αυτή της η δύναμη θα την θωρακίσει όταν θα ‘χει κατανοήσει πως σε αυτό το παιχνίδι -το ωραίο, μα μάταιο- τα λάθη δεν συγχωρούνται, αλλιώς θα μετατρέπεται πάντα σε ένα αξιολύπητο θέαμα για τρίτους λόγω απειρίας ή επειδή υπήρξε ανεπίδεκτη μαθήσεως.

Κάνε, λοιπόν, τα λάθη σου, κι εσύ, Τούλα μου. Για να εμπεδώσεις από τώρα πως όλα γεννιούνται για να πεθάνουν. Πως η πραγματικότητα δεν είναι αγγελάκια σε αναγεννησιακούς πίνακες. Δεν ήταν ποτέ. Ούτε σοκολατένιες καρδούλες που λιώνουν ηδονικά στο στόμα – αλλά, πολλές φορές, μπελάς. Με μερικά ωραία διαλείμματα: Ξαπλωμένος ανάμεσα στις κατακόκκινες ρουμπινί τουλίπες του τόπου σου, κοιτώντας τον ουρανό και κάνοντας μέσα σου τον πιο μεγάλο σταυρό γι’ αυτό το μεγάλο θαύμα της ζωής που αποκαλύπτεται και επιμένει. Και επιμένει!

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 30.3.2025