Μαρία Ειρήνη Φελλά, «σαν νά ’τανε σήμερα», Εκδόσεις Morphema, 2023.
Η Μαρία Ειρήνη Φελλά, με δύο δημοφιλή ονόματα και διττή καταγωγή, την Κύπρο από την πλευρά του πατέρα της και την Ιταλία, πατρίδα της μητέρας της, μάς συστήνεται και με άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής της, δηλώνοντας μεταξύ άλλων τον τόπο της σημερινής διαμονής της στην Ούμπρια της κεντρικής Ιταλίας –με την πρωτεύουσά της Perugia να είναι η γενέτειρά της–, τις σπουδές της στην Κοινωνιολογία και τον Σχεδιασμό Κοινωνικής Πολιτικής, τη συνεργασία της στην πολιτισμική στήλη της διαδικτυακής καθημερινής εφημερίδας «Eco Internazionale», τις ιδιαίτερες προτιμήσεις και τα πιστεύω της, όπως τον Εd Sheeran από τους τραγουδιστές και την Οriana Fallaci από τους συγγραφείς, τα ταξίδια με τραίνο και το σκι στις Άλπεις, την πίστη στον Θεό και τις πνευματικές αξίες, τον συζυγικό βίο και τη σύζευξη της προόδου με την παράδοση.
Βιογραφικές Σημειώσεις στις δύο ακροτελεύτιες σελίδες του πρώτου της συγγραφικού εγχειρήματος ως σημεία αναφοράς στα αφηγηματικά της συμφραζόμενα. Η δομική τους διάταξη αποτυπώνεται χωρίς τη συμβατική ημερομηνιακή σειρά, αλλά κατ’ επιλογήν των ευχάριστων νοσταλγικών αναπολήσεων ή δυσάρεστων έως επώδυνων ενίοτε αναμνήσεων και των εντονότερων αναπαραστάσεών τους είτε κατά προτεραιότητα των καθημερινών σκέψεων και των μακρόπνοων αναστοχασμών, των βαθύτερων συναισθημάτων και των κυρίαρχων πεποιθήσεων της συγγραφέως στην οπτική του χτες και την προοπτική του αύριο μέσα από μια αδιαφοροποίητη ενότητα χρόνου «σαν νά ’τανε σήμερα», σύμφωνα με την προϊδεαστική εξαγγελία του τίτλου. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι μινιμαλιστικές αλλά περιεκτικές φιλοσοφημένων προσεγγίσεων και εύληπτων μηνυμάτων αφηγήσεις, που επιμερίζονται σε 42 κεφάλαια, συνιστούν υπό μίαν έννοια σπουδή στον χρόνο όχι ως συνεκτική ακολουθία ανθρώπινης συνθήκης, αλλά ως ετεροχρονισμένη αδιάσπαστη συνοχή βιωματικών εμπειριών και υπαρξιακών αναζητήσεων σε διαλεκτική μέθεξη φωτογραφικής στατικότητας χωροχρονικών στιγμιοτύπων και άχρονης ροής στο αέναο γίγνεσθαι. Προσφυές το πρώτο απόσπασμα στο οπισθόφυλλο: «Όταν αναπολούμε το παρελθόν μας, το νήμα των αναμνήσεων σπάνια ακολουθεί τη λογική του χρόνου. Οι εικόνες της ζωής μας έρχονται στο μυαλό μας σαν στιγμιαίες, τυχαίες φωτογραφίες, αντιπροσωπευτικές μιας άλλης στιγμής, ενός άλλου τόπου και συχνά ενός άλλου εμείς.».
Τα αφηγηματικά σημαινόμενα με τις πραγματολογικές και φραστικές επεξηγήσεις ξενόγλωσσων όρων συγκροτούν ένα είδος αυτοβιογραφικού ημερολογίου, γραμμένου με εξομολογητική διάθεση επικοινωνιακής αμεσότητας και σε μια ρέουσα ανεπιτήδευτη γλώσσα με τη χάρη της πηγαίας συνομιλίας. Οι αυτοαναφορές, ωστόσο, των ενδιάθετων διαλογικών μονολόγων είτε των αναδιηγηματικών διαλόγων θα μπορούσαν να συνιστούν ημερολογιακά σημειωματάρια πολλαπλών ετεροαναφορικών απόψεων, παρεμφερών ιδεών και ταυτόσημων βιοθεωριών. Προς διεύρυνση των εισαγωγικών σχολιασμών θα πρόσθετα εδώ την επιλογική τοποθέτηση της Alessandra Valastro, Καθηγήτριας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου της Perugia, η οποία προλογίζει το βιβλίο: «Όταν γράφει κάποιος τη δική του ιστορία, εμπλέκει έναν χορωδιακό διάλογο που του επιτρέπει να αντισταθεί: μια αντίσταση που δεν υποχωρεί στη συγκαταβατική ρητορική της ανθεκτικότητας ούτε όμως στοχεύει σ’ ένα αμυντικό και ατομικιστικό κλείσιμο. Είναι περισσότερο μια απαιτητική στάση τού να λογαριάζεται κάποιος με τον εαυτό του και τους άλλους, να ανιχνεύει συνεχώς τις δικές του “θεμελιώδεις πηγές” και να τις κάνει έδαφος διαλόγου, φιλόξενων αλλά και αδιαπραγμάτευτων αρχών».
Το εν λόγω, ωστόσο, έδαφος χρήζει πολλής και εις βάθος καλλιέργειας μέχρι την διεισδυτικότερη ενδοσκόπηση, κατά το «Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτης» του Μάρκου Αυρηλίου, όπως το επιβεβαιώνει η συγγραφέας μέσω της αυτοδιαγνωστικής και λυτρωτικής της «Ink Free» γραφής ακριβολογικά και μεταφορικά. Για να συμπεράνει ότι κάποια αποτυχία στις εξετάσεις, παρά τα πικρά αισθήματα που συνεπιφέρει, είναι μια παροδική ανατροπή των σχεδίων. Να αντιμετωπίσει το παράπονο της μοναξιάς δίχως την ενσυναίσθηση των άλλων ή ν’ αποφασίσει να ζήσει χωρίς να περιμένει να πεθάνει. Να ξαναζήσει μέρες αξιοπρεπούς αποδοχής στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου. Να δώσει όχι διαζευκτικές αλλά κατηγορηματικές απαντήσεις σε διλήμματα αινιγματικών «Αν», όπως και να πείσει έναν αμετάπειστο νεαρό Τουρκοκύπριο που γεννήθηκε στο σπίτι του πατέρα της στα κατεχόμενα ότι δεν του ανήκει, ενώ ο ίδιος όχι μόνο υποστηρίζει το αντίθετο αλλά και παραπέμπει σε άλλους την ευθύνη του διαχωρισμού της δικής τους χώρας. Μεθερμηνεύοντας άλλοτε τα δυσεύρετα γνήσια αισθήματα, σπεύδει να τα ανταποδώσει με ορμέμφυτη συγκίνηση ευγνωμοσύνης και τρυφερότητας, στον αντίποδα πειθαναγκαστικών και ατομικιστικών επιβολών, στα οποία την υποβάλλουν άλλοι. Να ανακαλύπτει τη ματαίωση αληθοφανών πεποιθήσεων, εδραιώνοντας την πίστη της αυθεντικής φιλίας, της ασφάλειας και της συνοικείωσης, όπως και της ανεξάντλητης αντοχής. Να υψώνει καταγγελτική φωνή, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα συνανθρώπων της, όπως την κατακραυγή στη μόδα, όταν υποβολιμαία οδηγεί στη νοσηρή ανορεξία των κοριτσιών. Να διακρίνει το φαίνεσθαι από το είναι, να μην αυτοπαγιδεύεται στο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», κατορθώνοντας αληθινά να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, να μη βολεύεται σε δουλικές συνήθειες και να μην υποτάσσεται σε ψευδεπίγραφες και ύποπτες υποσχέσεις της εξουσίας. Να έχει την ελευθερία να φεύγει αλλά και να επιστρέφει στο σίγουρο καταφύγιο της θαλπωρής και της στοργικής αγκαλιάς. Να γνοιάζεται όχι για το «τι θα πει ο κόσμος», αλλά για το τι θα πει στον κόσμο. Να μάθει με καρτερικότητα να αναμένει την αλλαγή προς το καλύτερο παρά την ανία της ακινησίας, χωρίς αναποτελεσματικές επαναστάσεις, όπως στην περίπτωση της πανδημίας. Να ξέρει όμως και να επαναστατεί όταν πρέπει να ακολουθήσει με σταθερά και μη παραπαίοντα βήματα τον προορισμό των σταθμισμένων επιλογών της.
Είναι μόνο μερικά από τα μηνύματα που εκπέμπουν τα μισά κεφάλαια του βιβλίου. Η εκφραστική του δύναμη υπόσχεται την επόμενη πορεία συγγραφικής δημιουργίας.
