Τα ταξίδια είχαν ανέκαθεν μια επιδραστική δύναμη στον εαυτό που είναι αξεπέραστη, είτε η τεχνολογία θριαμβεύει, είτε νέοι άνθρωποι εισρέουν στη ζωή σου πιστεύοντας πως την κάνουν πιο συναρπαστική, είτε αποκτώντας -γερνώντας πια- νέες ιδιότητες, νέες αναφορές, νέες συνήθειες: Καίνε τις ακαθαρσίες του μυαλού.
Ή, αν μη τι άλλο, περπατώντας σε λεωφόρους ή σε στενά δρομάκια -όχι επιπόλαια και όχι πασαλείβοντας τις ουσιαστικές ανάγκες σου με shopping therapy- επανακαθορίζοντας μόνο ό,τι σου είναι απολύτως απαραίτητο. Ασυνείδητα συμβαίνει. Κυρίως αν ταξιδεύεις χωρίς σκοτούρα καμιά.
Γι’ αυτό και, όσο μεγαλώνω, κι αρχίζουν να φυτρώνουν άσπρες τρίχες στο κεφάλι και στο στήθος μου, εκτιμώ όλο και περισσότερο τις αγέλες, το πλήθος, τον αρχηγό του τουριστικού γκρουπ που προσπαθεί να συγκεντρώσει καμιά εικοσαριά ιδρωμένους ξένους με μικρά ανεμιστηράκια στην άκρη των δαχτύλων τους για υποτυπώδη δροσιά – ήξεραν πώς να εξοπλιστούν για τη ζέστη, όλα τα γνωρίζει η υπόκωφη αγέλη. Αυτή η σιγανή λιτανεία των μικροαστών που μη ξέροντας προς τα πού γέρνει η βάρκα τους -από τον Μάρτιο, όταν είχαν υπολογίσει ακριβώς τα χρήματα που θα ήταν διαθέσιμα για το Καλοκαίρι και επέλεξαν «την καλύτερη εκδρομή στο μικρότερο δυνατό κόστος»-, διαθέτει το μεγαλύτερο δυνατό χάρισμα των διακοπών: Την εκτίμηση στην ύπαρξη των air-condition που έχουν επάνω από τα καθίσματά τους τα μεγάλα λεωφορεία καθώς ανεβάζουν τις στροφές με το πούλμαν προς την Θεσσαλονίκη, προς το προσκύνημα στο σκήνωμα του Άνθιμου που μπήκε εκτάκτως στο «πρόγραμμα».
Μόνο καλά έχει η απόφαση για «οργανωμένες εκδρομές»– από αυτές που γέμισε το e-mail μου πρόσφατα- και με προσφορές για early booking- από κρουαζιερόπλοια, μέχρι τρένα και λεωφορεία: Το μη άγχος της οργάνωσης και η παράλληλη ελευθερία τού να μην τα ακολουθείς όλα– αρκεί να είσαι συνεπής στο «πρόγραμμα» των κύριων μετακινήσεων.
Όταν είσαι νέος λαχταράς τη χαρά της περιπέτειας του ταξιδιού και τις «αναποδιές» του. Μα, όσο μεγαλώνεις, αυτό που αποζητάς πια είναι τις δέκα λιγότερες έγνοιες που κάποιος άλλος επωμίζεται για σένα. Αρκετό στρες είχε ο Χειμώνας που πέρασε, άλλωστε.
Πέρσι, Ιούλιο μήνα, είχα πάει με τη μάνα μου στις Μυκήνες. Με συνταξιδιώτες κάτι κυρίες με σταφιδιασμένα πρόσωπα και κατσαρά μαλλιά κομμωτηρίου Σαββάτου, που μόλις είχαν βγει από τη θεία λειτουργία, έτοιμες να ευλογήσουν οτιδήποτε τους δίνεται μετρώντας ανάποδα τις μέρες.
Η τσιριχτή φωνή της συνοδηγού θυμάμαι να σπάει κρύσταλλα απ’ το μικρόφωνο: «Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας», απνευστί σχεδόν από ένα έτοιμα γραμμένο κείμενο που κράταγε στα χέρια, τα κάπως νευρικά. Κάπου κάπου γούρλωνε τα μάτια, αλλά ακούραστη (πρωτοξαδέλφη της Ζωής Κωνσταντοπούλου μάλλον), κοίταγε τους ηλικιωμένους με συμπάθεια και με θέρμη – δεν ήταν απλώς «πελάτες» της.
Στο τραπέζι, στο εστιατόριο κάτω από το λόφο με τους πλαστικούς κίονες ριγμένους στο γρασίδι για ντεκόρ, είχα μείνει με το πιρούνι στα χέρια όταν η γηραιότερη απ’ όλες, κάποια κυρία Ευφροσύνη, είχε ανοίξει τα χέρια επάνω από τα ζωγραφιστά πλακάκια, ίδια με σκηνή από παλιά ελληνική ταινία και την καταγεγραμμένη ποίηση του Δαμιανού, επειδή το cd του μαγαζιού έφτασε στον Μητροπάνο, στο «Μια στάση εδώ», στην «Εθνική μας μοναξιά», υποβασταζόμενη από ένα σώμα που ήδη παρέπαιε: «Εδώ που μάθανε τα μάτια μας να κλαίνε / που συνηθίσαμε σε κάλπικους καιρούς / εδώ θα μείνουμε γιατί έχουμε και λέμε / ένα φιλότιμο και λόγους σοβαρούς». Όπα!
«Η πίκρα μέσα της», σκέφτηκα. Να φτάσω κι εγώ στα ογδόντα… Πώς θα ‘μαι; Ποια Φιλιππινέζα θα με σέρνει από εκδρομή σε εκδρομή, από τον ένα φρικτό καύσωνα του δεκαπενταύγουστου στον άλλο σαν σε ταινία του Γιάνναρη; Πόση χαρά θα μου δίνει κι εμένα ένας απλός χρωματιστός ανεμιστήρας, αυτό το μικρό αξεσουάρ απ’ τα φθηνοπράγματα στα κυριακάτικα ανοιχτά μαγαζιά της Ονασαγόρου; Πόση ευτυχία να θελήσει ένα πρόσωπο γεμάτο από ρυτίδες και ζωή που ξέρει πως είναι ήδη τελειωμένη, με την κλεψύδρα να ρίχνει πια και τον τελευταίο της κόκκο στη βάση της;
Κάποτε πίστευα πως τα ταξίδια είναι φυγή. Ή και δειλία. Όταν μεγάλωσα λίγο παραπάνω συμφώνησα σ’ αυτό που κάποτε μου είχε πει η Μάγια Τσόκλη, σε μια παλιά μας συνέντευξη, πως «δεν αξίζει να πολυμιλάς γι’ αυτά» (την τύφλα σου, άλλωστε, βλέπεις κάθε φορά), γι’ αυτό και αφού τα νιώσεις σού είναι και αδύνατον να τα ξεχωρίσεις– τι νόημα έχει να συγκρίνεις τη θέα από τον Πύργο του Άιφελ με εκείνην από τον Πύργο του Γαλατά; Ή το Κολοσσαίο με την Αγιά Σοφιά; Τι νόημα έχει όλο αυτό;
Την προηγούμενη βδομάδα πήγα για άλλη μια φορά στη Σμύρνη για μερικές «ανάσες». Περπατώντας από το Basmane, απ’ την είσοδο, δηλαδή, του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της πιο υποβαθμισμένης μεριάς της πόλης, εκεί όπου ξεκινάει η λεωφόρος με τα night clubs και τις όμορφες τουρκάλες που κρατάνε τσιγάρο στο χέρι, μία μικρή τσάντα που στριφογυρίζουν κρατώντας την -συνήθως- από μία χρυσή αλυσίδα, κοντή φούστα και σκυμμένες σε ανοιχτά παράθυρα αυτοκίνητων, γίνεται βεβαιότητα πως παντού, όλα, τα κυβερνάει μία αδιόρατη δύναμη -παγκόσμιας γλώσσας- που μπορεί να μεταβάλει τους απλούς ανθρώπους σε ανθρωπάκια ή θηρία. Αναλόγως. Από ένα μόνο κοίταγμα.

Τα ταξίδια είναι, επίσης, συγκίνηση. Που πηγάζει είτε μέσα από τη μνήμη -τη δική σου ή εκείνων που διέγραψαν ιστορία σε όσα παρακολουθείς- είτε ανακαλώντας όσα βίωσες στο παρελθόν, με αφορμή ένα κτήριο, ένα βλέμμα, ένα αντικείμενο, τραυματικά συνήθως σαν μικροί τυφώνες.
Τρώγοντας καζάν ντιπί μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο με ανοιχτή σκεπή, κατά μήκος νερών που κάποτε είχαν ματώσει από εφιαλτικές ιδεοληψίες αιώνων, έκανα ασυναίσθητα τον χριστιανικό σταυρό μου -μέρα των Β’ Χαιρετισμών που ήταν- κι είπα ξανά, πίσω από το τζαμί Salepcioglou (που πρέπει να ρωτήσεις 5-6 ντόπιους μέχρι να το βρεις, αφού μοιάζει αχαρτογράφητο πλάι στο παλιό παζάρι), με το google translate στα χέρια για «συνεννόηση» πως «ναι, όλα είναι τώρα! Τώρα!».
Ελεύθερα, 23.3.2025