«Ο Επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου.
Θα ξεκινήσω με έναν αβίαστο συνειρμό. Άραγε, αν ο Θωμάς Μοσχόπουλος αποτολμούσε να βάλει «γκολ από τα αποδυτήρια» με μια παρέμβαση στον τίτλο και η παράσταση από «Ο Επιθεωρητής» γινόταν «Ο Γενικός Ελεγκτής», η αναγωγή αυτή θα γείωνε ή θα απογείωνε την πρόταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου;
Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο ενημερωμένος ήταν για τα της… επαυξημένης κυπριακής πραγματικότητας, ή πόσο πρόλαβε να μπει στο πνεύμα κατά τους δύο μήνες που βρέθηκε στο νησί για να περατώσει την κοτσονάτη, αριστουργηματική «τραγωδία συν τω χρόνω» του Νικολάι Γκόγκολ.
Εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι οι ευθύβολες, οι απερίφραστες αναγωγές ήταν περιττές σε μια παραγωγή με οικουμενικές και διαχρονικές στοχεύσεις. Στην Κύπρο, άλλωστε, που δεν υπάρχει πιο περιφρονημένος αλλά και πιο περιζήτητος επαγγελματικός προσανατολισμός από αυτόν του κυβερνητικού υπαλλήλου, παίρνει άλλες διαστάσεις.
Ο ΘΟΚ αναμετριέται για 3η φορά στην ιστορία του με ένα από τα πιο ανελέητα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, προτείνοντας μια γκροτέσκα αντανάκλαση της εγγενούς διαφθοράς και του τέλματος ενός συστήματος που εξακολουθεί απτόητο να λειτουργεί ως καλοκουρδισμένος μηχανισμός διαπλοκής. Είναι ένα κατεστημένο σύστημα διορισμένων ή εγκάθετων μικροεξουσιαστών, που αντί να λειτουργούν ως υπηρέτες των πολιτών, προωθούν μέσα σ’ ένα σχεδόν θεμιτό, προσαρμοσμένο πλαίσιο, προσωπικά οφέλη και ιδιωτικές ατζέντες.
Το κάτοπτρο που κρατά ο Γκόγκολ, φιλοτεχνημένο και εγκατεστημένο από τον Μοσχόπουλο, δεν αντανακλά μόνο τη ζοφερή πραγματικότητα, αλλά ίσως την ωραιοποιεί κιόλας, αφού κανονικά είναι πιο εφιαλτική.
Θα αξιοποιήσω εδώ τη γνωστή αποστροφή του Ιονέσκο ότι «ένας δημόσιος υπάλληλος δεν αστειεύεται ποτέ» για να την αντιπαραθέσω με το γεγονός ότι η ρεπετοριακή επιλογή του κρατικού θεάτρου θα μπορούσε να εκληφθεί και ως πράξη αυτοσαρκασμού. Ας μην παραβλέπουμε ότι είναι ένας ημικρατικός οργανισμός που διόλου δεν απέχει από το σύστημα το οποίο σατιρίζει, απλώς η φύση του ως καλλιτεχνικός φορέας επιτρέπει υπαινικτικούς ελιγμούς ανάμεσα στις γραμμές μιας καφκικής ακριβολογίας. Έχει την πολυτέλεια –και το καθήκον- να δημιουργήσει το πλαίσιο για μια δημιουργική ομάδα που θα έρθει να μιλήσει για σκοινί μέσα στο σπίτι του κρεμασμένου.
Κι όσο επιτυχημένη, αιχμηρή και εύστοχη κι αν είναι μια τέτοια πρόταση, όσο γέλιο κι αν βγάζει, όσο κι αν στο τέλος ο ίδιος ο Γκόγκολ επιβάλλει το γκρέμισμα του Τέταρτου Τοίχου με τον Κυβερνήτη να απευθύνει το αμείλικτο ερώτημα «Τι γελάτε; Με τα χάλια σας γελάτε!», αμφιβάλλω αν οι μισοί τουλάχιστον από τους θεατές πείθονται να εγκαταλείψουν το όνειρό τους να καμαρώσουν τον εαυτό τους -ή τους γόνους τους- κυβερνητικό υπάλληλο. Διότι οι άλλοι μισοί ίσως να το έχουν ήδη εκπληρώσει.

Ο Μοσχόπουλος παρεμβαίνει μόνο στον τίτλο του προύχοντα πρωταγωνιστή, επιλέγοντας το πιο απρόσωπο «Κυβερνήτης», αντί «Έπαρχος» ή «Δήμαρχος», που ειδικά μετά την πρόσφατη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης θα περιοριζόταν σ’ έναν σχετικά στενό κύκλο 20-25 ατόμων. Θα ήταν άκομψο. Το γκροτέσκο ύφος της σκηνοθεσίας αποτυπώνεται στη χρωματική παλέτα με άλικους τόνους που προσδίδουν στο γέλιο υποψία τρόμου. Ο θεατής γελά, αλλά μηχανικά. Είναι το γέλιο της αμηχανίας, της αναγνώρισης, της συνενοχής.
Προκύπτει ένα φορμαλιστικό κομοψοτέχνημα, όπου τα πρόσωπα μεταμορφώνονται σε οπτικά σύμβολα, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση θεάτρου και θεατών. Η εικαστική σύνθεση του Βασίλη Παπατσαρούχα– μαθητή του Γιώργου Ζιάκα- προτείνει ένα χαμηλοτάβανο παραλληλεπίπεδο πεδίο δράσης που, δημιουργεί μια αίσθηση ασφυκτικής παγίδευσης.
Οι (αντι)ήρωες, είναι κολλώδη εξαρτήματα μιας δαιδαλώδους γραφειοκρατίας, που κινούνται όπως τα τρωκτικά μέσα στα λαγούμια. Η παράσταση ενσωματώνει ζωντανή μουσική που έγραψε η Αναστασία Δημητριάδου, με φωνητικά στα ρωσικά που ερμηνεύει επί πλατείας η Γιούλια Μαλιάσοβα Μιλάσα συνεπικουρούμενη από τους μουσικούς Αντρέα Θεοχάρους και Θωμά Δασκαλάκη.
Η λυρική και ιδιοσυγκρασιακή κινησιολογία και χορογραφία του Φώτη Νικολάου προσθέτει στο θέαμα έναν τελειοθηρικό μαγνητισμό εικονολατρικής έντασης. Η σωματικότητα των ηθοποιών γίνεται βασικός φορέας νοήματος με τους χαρακτήρες του Γκόγκολ να μην έχουν ουσιαστικά πρόσωπο, αλλά ιδιότητα. Η μεθυστική χορεία των 17 ηθοποιών αναδεικνύει έναν σφιχτοδεμένο συρφετό όπου κυβερνούν η διαφθορά, η ανικανότητα και η εξαπάτηση.
Όλοι οι ηθοποιοί ωθούνται σε μια σωματοποιημένη ερμηνεία τραγελαφικής φυσικότητας. Θα σταθώ, ωστόσο, στους δύο πρωταγωνιστές.
Ο επιθεωρητής του Χρήστου Στρινόπουλου αναδύεται σαν μια φυσιογνωμία σχεδόν απόκοσμη, ενσάρκωση της απειλής, της αποκάλυψης και της ανατροπής. Είναι μια «παπαϊωαννική» φιγούρα που κινείται με την αέρινη χάρη ενός ονείρου ή, καλύτερα, ενός εφιάλτη που διαπερνά τα σώματα και τις βεβαιότητες των άλλων, χωρίς ποτέ να εντάσσεται ολοκληρωτικά στο σύμπαν τους. Η ίδια του η παρουσία αποσταθεροποιεί τους άλλους χαρακτήρες, γιατί δεν μπορούν να τον κατατάξουν, να τον ορίσουν, να τον αποκωδικοποιήσουν. Κάθε του κίνηση μοιάζει να προκύπτει από εσωτερική ροή, σαν να μην υπακούει σε γραμμικό χρόνο ή στις αυστηρές συντεταγμένες του χώρου. Το σώμα του είναι δήλωση. Και ο ίδιος δεν είναι άνθρωπος, αλλά συμβάν.

Η ερμηνεία του δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση ενός χαρισματικού τυχοδιώκτη. Δεν λειτουργεί απλώς ως εισβολέας στον μικρόκοσμο των διεφθαρμένων αξιωματούχων. Είναι η ίδια η αρχή της αποκάλυψης, το σκοτεινό στοιχείο που φέρνει στο φως τη σήψη χωρίς να χρειάζεται να την καταγγείλει. Το βλέμμα του έχει το κενό της μάσκας και ταυτόχρονα τη διαπεραστικότητα ενός καθρέφτη που αντανακλά τους χειρότερους φόβους μας.
Εμφανίζεται σαν ρεύμα αέρα που αλλάζει τη θερμοκρασία ενός δωματίου, σαν σκιά που πριν από μια στιγμή δεν τη βλέπαμε, σαν χαμόγελο που δεν ταιριάζει με την περίσταση. Σαν να ξεπήδησε από τους εφιάλτες ενός γραφειοκράτη που γνωρίζει ότι είναι ένοχος, αλλά δεν είναι σίγουρος για τι ακριβώς. Στο τέλος, όπως κάθε στοιχειό, χάνεται, έχοντας απογυμνώσει εντελώς το σύστημα. Αφήνει πίσω του ένα κενό, ακόμη πιο απειλητικό.
Ο έτερος πόλος, ο κυβερνήτης του Νεοκλή Νεοκλέους μεταμορφώνει σώμα και φωνή σε όργανα πολιτικού σχολιασμού. Έχει την ικανότητα να ελέγχει κάθε μυ του προσώπου, κάθε νεύρο του κορμιού του. Το παίξιμό του είναι μια σπουδή στην αντίφαση: μπορεί να είναι απολύτως στιβαρός, επιβλητικός και κυριαρχικός και ταυτόχρονα γλοιώδης, χαμερπής, τιποτένιος.
Σουλούπι αναγνωρίσιμο, μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από την ίδια την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Κύπρου, ο μέσος τοπικός άρχοντας, όπως τον ξέρουμε κι όπως τον ανεχόμαστε. Αποτυπώνει τη χαμηλή εξουσία ως θέαμα, ως περφόρμανς αντοχής. Κινείται στη σκηνή σαν να παίζει σε προεκλογικό σποτ που δεν τελειώνει ποτέ. Ένας αξιολύπητος τυραννίσκος, καταφερτζής, κλασικός βλαχοδήμαρχος της νέας εποχής, σύμβολο μιας παθογένειας που δεν λέει να θεραπευτεί.
Το βλέμμα του, όπως τυφλώνεται στην τελική σκηνή από το φως της νέμεσης, είναι μια από τις πιο σκληρές αλήθειες που μπορεί να αποτυπώσει η ευγενής τέχνη του θεάτρου.
Ελεύθερα, 16.3.2025