Βούλα Κοκκίνου Το σιωπηλό δάκρυ της πόλης – παλιά Λευκωσία. Εκδόσεις Εν Τύποις, Λευκωσία 2024.

Η φωτογραφία, όταν είναι δημιούργημα όχι απλώς μιας υψηλών τεχνικών προδιαγραφών κάμερας στον φακό ενός έμπειρου επιδέξιου χειριστή, αλλά κάτω από τη διεισδυτική πανοραμική ματιά του καλλιτέχνη φωτογράφου, συνιστά αληθινό έργο τέχνης, καθώς προσλαμβάνει διαστάσεις περιγραφικής εικονοπλασίας και αφηγηματικής αποτύπωσης, ζωντανής ποιητικής έκφρασης και αισθητικής πρόσληψης με την ιδιώνυμη γλώσσα των πολυσχιδών μηνυμάτων και την πολυσημία των εύληπτων νοηματικών της συμβολισμών.

Αυτή την ποιότητα πιστοποιεί η προσωπική σφραγίδα της φωτογράφου, γραφίστριας και εκδότριας Βούλας Κοκκίνου στο άρτιας καλαισθητικής επιμέλειας νεοκδοθέν δίγλωσσο λεύκωμα, στα Ελληνικά και Αγγλικά, των φωτογραφιών της από τις δικές της γνωστές Εκδόσεις Εν Τύποις. Μια λίαν ενδιαφέρουσα περιδιάβαση εμπεριστατωμένης ξενάγησης σε δρόμους, πλατείες, γραφικά στενοσόκακα και αθόρυβες νοσταλγικές συνοικίες της παλιάς Λευκωσίας μέχρι τα κράσπεδα της λαϊκής γειτονιάς, της πολυσύχναστης τουριστικής της όασης.

Εκεί όπου σε κάθε βήμα θέασης και φιλοπερίεργο σταμάτημα συγκινησιακής προσήλωσης νοιώθουμε ν’ αναβλύζει από παντού «το σιωπηλό δάκρυ της πόλης», κατά τον εύγλωττο προσδιορισμό του παρόντος εικαστικού τόμου. Καθώς η εντός των τειχών Λευκωσία, η μόνη μοιρασμένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, των επονείδιστων συρματοπλεγμάτων, των κατοχικών οδοφραγμάτων και των ένθεν και ένθεν στρατιωτικών φυλακίων, όπως εξακολουθούμε να επαναλαμβάνουμε σε ώτα μη ακουόντων, υψώνει φωνή διαμαρτυρίας και κραυγή σπαραγμού καταγράφοντας τη δική της οδυνηρή μαρτυρία.

Από την πιο αδιόρατη σκοτεινή χαραμάδα των παλαιικών αρχοντικών και των εγκαταλελειμμένων μικροαστικών σπιτιών έως τη μεγαλύτερη ρωγμή των επιβλητικών νεοκλασικών κτηρίων, των μικρομάγαζων και των πάλαι ποτέ ονομαστών καταστημάτων είτε των εμπορικών και εργαστηριακών της υποστατικών μιας περασμένης εποχής εκπέμπει τη μελαγχολία του μαρασμού μαζί με το λυγμικό παράπονο της χαμένης σφύζουσας ζωής και της αλλοτινής ιστορικής της αίγλης.

Ένας ολόκληρος κόσμος, που παρότι αφημένος στη δίνη της φθοράς και ξεχασμένος στη λήθη του χρόνου, δεν παύει ανάμεσα στο φως και τις σκιές να αφυπνίζει μνήμες, παρακαταθήκες και βιώματα, έργα και ημέρες, εναγώνιους αγώνες, αισθήματα και οράματα ανθρώπων. Όλα όσα με το αισθητήριο της εξερεύνησης και τη γοητεία της ανακάλυψης αποθησαυρίζει το βιβλίο της Βούλας Κοκκίνου, η οποία με τη μηχανή της και προπάντων με τον άοκνο ζήλο της αγάπης της για την πόλη από το 1997 μέχρι σήμερα αναδεικνύει την ανεκτίμητη αξία τους, φωτίζοντας λεπτομέρειες της χειροποίητης αυθεντικότητάς τους. Ενδεικτικά τα όσα προϊδεαστικά τονίζει στον πρόλογό της: «Εκτός από τις σκηνές καθημερινής ζωής, μέσα από τα λιγοστά επαγγέλματα που παραμένουν εν ζωή, αρχικά με συνεπήρε η ομορφιά των σκουριασμένων ρόπτρων και οι ιστορίες τις οποίες έπλαθα με τη φαντασία μου, που διαδραματίζονταν πίσω από τις πόρτες που κοσμούσαν. Με γοήτευε και η ομορφιά που είχαν οι πόρτες, είτε ξύλινες ή σιδερένιες, τα λιθανάγλυφα που ανακάλυπτα από σπίτι σε σπίτι και σε κάθε δρομάκι, οι πινακίδες των άλλοτε ένδοξων επιχειρήσεων, η θαυμάσια αρχοντική αρχιτεκτονική των παλιών σπιτιών και γενικά ο ανεκτίμητης αξίας πολιτιστικός θησαυρός της Παλιάς Πόλης σε σπίτια, εκκλησίες κ.λπ.».

Στις οκτώ θεματικές ενότητες, στις οποίες επιμερίζονται οι 383 σελίδες του λευκώματος, «καθεμία από αυτές τις φωτογραφίες μπορεί να λειτουργήσει σαν αφορμή για μια ιστορία, ένα μικρό διήγημα ή για κάποιους λιτούς στίχους», όπως επισημαίνει στο δικό της προλόγισμα η Φλώρα Μανακίδου. Οι λεζάντες, εξάλλου, που συνοδεύουν τις εμβληματικές φωτογραφίες, με την ποιητικότητα που αποπνέουν πυροδοτούν δημιουργικά εναύσματα τέτοιων εξιστορήσεων.

Στην αρχή του φωτογραφικού οδοιπορικού χαρακτηριστικά τα στιγμιότυπα από τις «Σκηνές Καθημερινής Ζωής», που διαδραματίζονται στις οδούς Τρικούπη, Ονασαγόρου και Λήδρας, στην Πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μέχρι και την Κατεχόμενη Λευκωσία. Μια πολυχρωμία από νεαρούς μετανάστες που νωχελικοί περνοδιαβαίνουν χαζεύοντας, επιταχύνουν το βήμα με τα λιγοστά τους ψώνια ή κάθονται ανέμελοι στις υπαίθριες καφετερίες και τα παγκάκια των πεζόδρομων, παρέες ηλικιωμένων ταβλαδόρων, μοναχικοί  γέροντες και μικρά χαμογελαστά ή αγέλαστα Τουρκόπουλα. Επί πλέον, ο φακός εστιάζει σε μια φιγούρα από κολάζ αυτοσχέδιας κατασκευής, όπως και στους «άλλους κατοίκους της πόλης», σύμφωνα με την αναγραφή της σχετικής λεζάντας: σε πειναλέους γάτους  γύρω από τη γατόφιλη που τα ταΐζει στο πλακόστρωτο, έναν όρθιο σκύλο-παρατηρητή και μια νυσταλέα γάτα πίσω από κιγκλιδώματα.

Προμετωπίδα στα «Επαγγέλματα» ο γηραλέος καταστηματάρχης ανάμεσα σε τόπια υφασμάτων και ο βιβλιολάτρης –ανιψιός του ζωγράφου Πολ Γεωργίου– στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Εν Τύποις. Ακολουθούν αναψυκτήρια, εστιατόρια, ψησταριές και ζαχαροπλαστεία με τους ιδιοκτήτες και τους υπαλλήλους τους, καταστήματα νεωτερισμών, υφασματοπωλείων και έτοιμων γυναικείων ή ανδρικών ενδυμάτων, κρεοπωλείων, κουρείων, κομμωτηρίων και κινητών καταστημάτων παιγνιδιών, καθώς και μικρο-εργαστήρια του ράφτη, του υποδηματοποιού και άλλων παραδοσιακών τεχνών, που επιμένουν να αντιστέκονται ενάντια στη μαζική βιομηχανοποίηση. Παρότι πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες έσβησαν από τον εμπορικό χάρτη της πόλης, εντούτοις δεν χάθηκαν οι ονομασίες τους στις «Ταμπέλες» του επόμενου σημαντικού κεφαλαίου.

Αρχιτεκτονικά Στοιχεία, Πόρτες και Παράθυρα, Φυλακτά και Διακοσμητικά, Λεπτομέρειες και Άλλα επιγράφονται σε συνάρθρωση αδιάσπαστης συνοχής οι επόμενες τέσσερεις ενότητες, όπου ο καλλιτεχνικός φακός της Βούλας αιχμαλωτίζει μαζί με την έξαρση του δικού μας αμείωτου ενδιαφέροντος τον πλούτο της αρχιτεκτονικής μας εντοπιότητας. Μια πανδαισία οικοδομικών υλικών, με προεξάρχοντα τον πωρόλιθο, κλασικότροπων ρυθμών, ενίοτε μωαμεθανικών επιδράσεων, ποικιλόμορφων σχημάτων και χρωμάτων από κίονες, θριγκούς, γείσα και αετώματα, εξώστες και μπαλκόνια, περίτεχνα αψιδωτά και λιθανάγλυφα περιθυρώματα, μεταλλικές ή ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις στις πόρτες, σαρακοφαγωμένα παραθυρόφυλλα και φεγγίτες, φυλακτά, σταυροί και τεχνουργήματα του καλωσορίσματος στις εξώθυρες των κατοικημένων σπιτιών.

Μνησιπήμων όμως πόνος στάζει σιωπηλό το δάκρυ στα ερείπια, την εγκατάλειψη και το μαράζι της Πράσινης Γραμμής στην τελευταία ενότητα του εικαστικού αυτού λευκώματος αναφοράς.