Σε τούτο το νησί ειδικευόμαστε στην πολιτική του ελέφαντα στο δωμάτιο, κατά την περίφημη αγγλική ρήση. Παρότι ορισμένα προβλήματα στη λειτουργία του κράτους είναι πασιφανή, προτιμούμε να κλείνουμε τα μάτια, να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν και, βεβαίως, να μη συζητάμε γι’ αυτά.
Συχνά δε, συνδυάζουμε την πολιτική του ελέφαντα με την πολιτική των συμπτωμάτων: αγνοούμε την ασθένεια ως γενεσιουργό αιτία των δεινών και προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα με βιταμίνες.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει, πιστεύω, και στον τομέα του πολιτισμού. Το Υφυπουργείο Πολιτισμού κατέθεσε πρόσφατα το νομοσχέδιο για την εφαρμογή θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει το καθεστώς και την επαγγελματική ιδιότητα του καλλιτέχνη. Το νομοσχέδιο έχει απογοητεύσει το μεγαλύτερο μέρος του καλλιτεχνικού κόσμου κι έχει εξοργίσει αρκετούς οργανισμούς που είχαν εμπλακεί στις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της κατάθεσής του.
Θα επιχειρήσω μια σύντομη αξιολόγησή του, ξεκινώντας από εκείνο που θεωρώ ότι είναι το βασικότερο πρόβλημα: το νομοσχέδιο έχει εξαγγελθεί χωρίς να αποτελεί μέρος ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου σχεδίου Πολιτιστικής Πολιτικής. Ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει καταρτιστεί. Ο Στρατηγικός Σχεδιασμός για τον Σύγχρονο Πολιτισμό με Ορίζοντα το 2035 είναι ένα γενικόλογο κείμενο καλών προθέσεων, που δεν διαθέτει την απαιτούμενη εξειδίκευση ώστε να καθίσταται εφαρμόσιμος.
Ελλείψει ενός σύγχρονου μοντέλου πολιτισμικής διακυβέρνησης, που θα εγγυάται ένα ουσιαστικό σχέδιο αναπτυξιακής προοπτικής για τον πολιτισμό και τους δημιουργούς, το υφυπουργείο συνεχίζει να ασκεί πολιτική μέσω επιμέρους δράσεων και διορισμού ad hoc επιτροπών. Επόμενο, είναι, λοιπόν οι δημιουργοί να αντιμετωπίζονται ως επαίτες (όπως, ορθά, ανέφεραν αρκετοί σύνδεσμοι και σωματεία καλλιτεχνών στις ανακοινώσεις τους) και ο πολιτισμός ως «παραπονιάρικο» παιδί.
Επί των δομικών αστοχιών του νομοσχεδίου, τώρα. Ο «Περί της Δημιουργίας Μητρώου Καλλιτεχνών και Θέσπισης Καλλιτεχνικής Χορηγίας Νόμος» έχει δύο βασικούς στόχους: τη δημιουργία Μητρώου Καλλιτεχνών και τη θέσπιση Καλλιτεχνικής Χορηγίας. Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι το Μητρώο Καλλιτεχνών συμπεριλαμβάνει ομάδες εργαζομένων που προέρχονται από εντελώς διαφορετικά πεδία, των οποίων η φύση αλλά και οι συνθήκες εργασίας είναι μεταξύ τους πολύ διαφορετικές (από εικαστικούς καλλιτέχνες, μέχρι ηθοποιούς, γραφίστες και τεχνικούς παραγωγών). Παράλληλα, το έργο της εγγραφής στο μητρώο- που θα έπρεπε να γίνεται από κρατική υπηρεσία– αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα διάφορα σωματεία που μπορούν να εγγράφουν μέλη, που στη συνέχεια ουσιαστικά αυτόματα θα μπορούν να εγγράφονται στο Μητρώο Καλλιτεχνών.
Σε αντίθετη περίπτωση– εάν, δηλαδή, καλλιτέχνες δεν επιθυμούν να είναι εγγεγραμμένοι σε σωματείο, θα πρέπει να περάσουν από μια αχρείαστα περίπλοκη διαδικασία πιστοποίησης, στην οποία θα έχουν λόγο επιτροπές εμπειρογνωμόνων που θα συγκροτούνται από άτομα που θα προτείνουν τα ίδια τα σωματεία.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι σε αυτό το χαοτικό πεδίο ταλαιπωρίας για τους καλλιτέχνες εγκαθιδρύονται περαιτέρω εξαρτήσεις εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει αντικειμενικότητα και επιστημοσύνη. Ακατανόητο μου φαίνεται, επίσης, γιατί απαιτείται ανά τριετία ο καλλιτέχνης να ανανεώνει το πιστοποιητικό εγγραφής του στο μητρώο.
Αλλά και οι προβλέψεις για την καλλιτεχνική χορηγία, ως ασπιρίνη για το πρόβλημα του συνταξιοδοτικού των καλλιτεχνών, όχι μόνο δεν θα βοηθήσουν επαγγελματίες του πολιτισμού, αλλά μάλλον θα περιπλέξουν τα πράγματα γι’ αυτούς. Αρκεί να συνυπολογίσουμε ότι οι καλλιτέχνες στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εγγραφούν ως αυτοτελώς εργαζόμενοι στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Περαιτέρω, τα οικονομικά κριτήρια που θέτει (ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα έως €40.000 και ακίνητη ιδιοκτησία έως €200.000) δεν είναι ορθώς στοχευμένα. Αμφιβάλλω, επομένως, ότι το νομοσχέδιο στην μορφή που έχει κατατεθεί μπορεί να αποτελέσει ακόμη και τη βάση για επεξεργασία άλλων λύσεων.
Ο καλλιτεχνικός κόσμος και η κοινωνία αναμένει ένα πλήρες σχέδιο πολιτιστικής πολιτικής, εντός του οποίου θα ρυθμίζονται ζητήματα νομικού και θεσμικού πλαισίου (νομοθεσίες και κανονισμοί που θα διέπουν τις πολιτιστικές δραστηριότητες, τα ιδρύματα και τη χρηματοδότηση).
Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να καθορίζει το ρόλο των κυβερνητικών δομών και των αποκεντρωμένων αρχών στην πολιτισμική διακυβέρνηση, τις συνέργειες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, την επαγγελματική εξέλιξη και δια βίου εκπαίδευση των καλλιτεχνών, το φορολογικό πλαίσιο επενδύσεων στον πολιτισμό και το ρυθμιστικό πλαίσιο εργασίας, εισφορών, εργασιακών δικαιωμάτων και επαγγελματικής ανάπτυξης. Και άλλα ακόμη, που αφορούν την πολιτισμική κληρονομιά, τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτισμική διπλωματία και την ψηφιακή μετάβαση και καινοτομία.
Εάν στο υφυπουργείο «πέφτουν πολλά», ας μου επιτραπεί ευγενικά να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν και πανεπιστημιακά ιδρύματα και τμήματα (δημόσια και ιδιωτικά), που ασχολούνται με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Οι συμβουλές δεν κοστίζουν και οι δημόσιες διαβουλεύσεις δεν είναι ανάγκη να είναι πάντα προσχηματικές.
* Η Έφη Κυπριανίδου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αισθητικής και Φιλοσοφίας στο Τμήμα Καλών Τεχνών του ΤΕΠΑΚ