Σε αντίθεση με το στερότυπο, που θέλει τον ποιητή και συγγραφέα απομονωμένο στο γραφείο του αναζητώντας την έμπνευση, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους με μια γραφομηχανή για να αποτυπώσει την ίδια την κοινωνία μέσα από τα γραπτά του. Στη νέα του ποιητική συλλογή «Σκιές στο σκοτάδι» γράφει για τις σκιές και όσα αφήνει ένας έρωτας ως ανάμνηση.
-Σε βλέπουμε συχνά σε δημόσιους χώρους να γράφεις με τη γραφομηχανή σου. Η επαφή σου με τον κόσμο τροφοδοτεί την έμπνευσή σου; Τα γράμματα και οι τέχνες είναι γέννημα της ίδιας της κοινωνίας. Κάπως έτσι ξεκίνησε και η ιδέα της γραφομηχανής. Μια ανάγκη να φτάσω, να νιώσω, να καταλάβω, και τέλος να αποτυπώσω την ίδια την κοινωνία μέσα στα γραπτά μου. Να μεταφέρω το βάθος των συναισθημάτων που όλοι μας νιώθουμε, και ενίοτε κρύβουμε και κρυβόμαστε από αυτά. Η επαφή με τον κόσμο, οι συζητήσεις, οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο καθένας μας, αποτελούν τη μαγιά, το προζύμι με το οποίο θα μπορέσω να φτιάξω την επόμενη ιστορία ή το επόμενο ποίημα. Η μοναξιά της δημιουργίας γίνεται μια μεγάλη αγκαλιά από περαστικούς.
-Πώς προέκυψε η νέα σου ποιητική συλλογή «Σκιές στο σκοτάδι»; Ο έρωτας, ο αποχωρισμός απ’ αυτόν, η επιστροφή του και τέλος ο αποχαιρετισμός του. Το βράδυ, στο σκοτάδι, οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι, αφήνονται να νιώσουν και να δουν την αλήθεια τους, να την αντιμετωπίσουν. Κάπως έτσι άρχισε και η συγγραφή των ποιημάτων της συλλογής. Μεταμεσονύχτιες ώρες όπου οι σκέψεις για τον έρωτα ή την απουσία του ενοχλούσαν την ηρεμία μου, έβρισκα για καθρέφτη την ποίηση και εξασκούσα μπροστά του όσα δεν μπορούσα να πω κατά πρόσωπο. Ήταν το δικό μου μικρό αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Οι σκιές, όσα αφήνει ένας έρωτας ως ανάμνηση, να περπατούν γύρω μας και μέσα μας.
-Τι συμβολίζει για σένα ο έρωτας που κυριαρχεί στο συγγραφικό σου έργο; Ένα κατ’ εξοχήν στοιχείο που άλλοτε χρησιμοποιείται ως υπαρκτό πρόσωπο, άλλοτε ως ο αντίποδας στον θάνατο και άλλοτε ως ένα μέσο για να βγουν στην επιφάνεια άλλες θεματικές, όπως για παράδειγμα μια κοινωνική κριτική στο σήμερα. Μέσα στον έρωτα βρήκα τον τρόπο να μιλήσω για την ψυχική υγεία, για τον πόλεμο, για την άνοιξη και το όνειρο. Ο έρωτας για μένα αποτελεί αφενός το φως προς το οποίο βαδίζουμε οι άνθρωποι, αλλά και προς την αιωνιότητα την οποία επιζητούμε. Αυτός είναι η γενεσιουργός δύναμη της αλληλεγγύης, της επανάστασης στην ανθρώπινη ύπαρξη.
-Ποιοι συγγραφείς ή ποιητές υπήρξαν φάροι για σένα; Επιγραμματικά, και αρχίζοντας από τους Κύπριους ποιητές, οι Παύλος Λιασίδης, Δημήτρης Λιπέρτης, Μιχάλης Πασιαρδής, και λαϊκοί ποιητές που μου μετέφεραν ποιήματα τους οι γιαγιάδες μου, και τέλος ο Βασίλης Μιχαηλίδης από τον οποίο αρχίζω να ψάχνω περισσότερο την αφηγηματική ποίηση. Από Έλληνες οι Νίκος Καββαδίας, Γιάννης Ρίτσος, Μενέλαος Λουντέμης, Κώστας Καρυωτάκης και Χρόνης Μίσσιος. Ενώ από εξωτερικό θα αρκεστώ στους Pablo Neruda και Federico Garcia Lorca. Σε όλους αυτούς καταφεύγω όταν νιώσω να ξεχνώ γιατί ερωτεύτηκα την τέχνη του λόγου.
-Πώς βλέπεις τον ρόλο του σύγχρονου ποιητή; Στον κόσμο της εικόνας, της ταχείας πληροφορίας και της κατάληψης από την συνθηματολογία και το τσιτάτο, ένας σύγχρονος ποιητής χρειάζεται να συνεχίσει να προσφέρει νοήματα, βάθος και ουσία. Δεν είναι ούτε καθήκον, ούτε υποχρέωση παρά μόνο επιλογή, να συνεχίσει να υπενθυμίζει έναν κόσμο που ξεχνά, πως το μοναδικό πράγμα που έχει να ορίζει ο άνθρωπος, είναι αυτά που νιώθει μέσα του, πως ένας κόσμος δίχως λέξεις, θα γίνει άχρωμος, άοσμος, άηχος, ανύπαρχτος. Ο ποιητής θα γεννήσει μαζί με κάθε άνθρωπο την ελπίδα, το φως και το μέλλον.
–Αλήθεια, πώς έγινες συγγραφέας και ποιητής; Είχα την τύχη και την ευτυχία να μεγαλώσω σ’ ένα χωριό, στο Ξυλοφάγου, με γιαγιάδες και παππούδες εν ζωή, να μου αφηγούνται και να απαγγέλνουν κυπριακή ποίηση. Είχα δύο υπομονετικούς γονείς που έκαναν το ίδιο ενώ ταυτόχρονα μου εξηγούσαν όλες τις άγνωστες λέξεις από τα κυπριακά ποιήματα. Μεγαλώνοντας, άρχισα να λαλώ τσιαττιστά με τη γιαγιά μέχρι που ήρθα Λευκωσία για σπουδές. Για να αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο, άρχισα να τα γράφω για να της τα διαβάσω όταν πάω χωριό, ώσπου στο τέλος άρχισαν να αυξάνονται και να πληθύνονται. Η μητέρα μου ζήτησε να φτιάξω ένα βιβλίο, έστω ένα αντίτυπο, για να τα κρατήσω όλα σε αρχείο, και όταν άρχισα τη διαδικασία κατέληξα να εκδώσω την πρώτη συλλογή, το «Καρδκιά μου, μίλα σιγανά..». Μετά ήρθαν οι ιστορίες και τα διηγήματα και τέλος, λόγω ενασχόλησης με το θέατρο, ήρθαν τα θεατρικά κείμενα. Έτσι, πριν κάποιους μήνες, πήρα και την απόφαση να μείνω αποκλειστικά στη συγγραφή και να βιοποριστώ απ’ αυτήν.
-Τι ετοιμάζεις για τη νέα χρονιά; Για τη νέα χρονιά, σύντομα πάει προς έκδοση στην Ελλάδα «Ο Βιολιστής του Θανάτου», μια νουβέλα στην ελληνική γλώσσα, κλείνοντας έτσι για την ώρα την περίοδο του μαύρου, συγγραφικά, χρώματος. Στην Κύπρο, ετοιμάζουμε τα «Κυπριακά Πεζογραφήματα» ή όποιος θα είναι ο τίτλος, που θα περιέχει μονολογικά αφηγηματικά και διαλογικά θεατρικά τα οποία παρουσιάστηκαν ή θα παρουσιαστούν τη χρονιά που έχουμε μπροστά μας. Από πλευράς θεατρικού και μουσικοθεατρικού, ετοιμάζονται «Η πάλη των στοισσιών», το «Αυτοκτονικό ΑΙ», το «Ομνέθια» και το «Ματζιελλεμένες». Όλα σε συνεργασία με αγαπημένους καλλιτέχνες στον χώρο της μουσικής και του θεάτρου.
-Αντιμετωπίζεις ως πρόκληση τον βιοπορισμό από τη συγγραφή; Η πρόκληση είναι εκεί, εγώ απεναντίας προσπαθώ να την αποφύγω ή ίσως και να την προλάβω στη στροφή. Κάθε μέρα προσπαθώ να ετοιμάσω το επόμενο βήμα, την επόμενη ιδέα ή την επόμενη έκδοση. Φυσικά, μια ιδιαίτερη συγκυρία είναι η ανάπτυξη και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το αναγνωστικό κοινό της Κύπρου, οι συνεργασίες με τη Ελλάδα και άλλες χώρες, με προηγούμενα έργα να ετοιμάζονται προς έκδοση, αλλά και η συνεχής στήριξη από φίλους και συνεργάτες μέσα στα χρόνια, που κάνουν τον δρόμο πιο ομαλό και ευοίωνο. Κάποτε η πρόκληση του βιοπορισμού από την τέχνη αποτελεί και το εργαλείο για να συνεχίσουμε να δημιουργούμε με την ίδια διάθεση και αγάπη, είναι στο χέρι μας αν θα επιτρέψουμε στη μαγεία να χαθεί ή να μας συνεπάρει. Κάθε μέρα και μια καινούργια ιστορία.

«Σκιές στο σκοτάδι»
Εκδ. Όγδοο
Σελ. 120
Τιμή €9,90
Ελεύθερα, 9.2.2025