Γιάννης Νικολάου, «Αλληγορίες», Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου 2024.
Ομολογώ ότι με αιφνιδίασε ευχάριστα η νέα συγγραφική σύλληψη του αγαπητού Γιάννη Νικολάου ως προς τον τρόπο της εκφραστικής αποτύπωσης στο παρόν δημιουργικό του εγχείρημα, στοχεύοντας προφανώς στην πρόκληση ενδιαφέροντος από ένα ευρύτερο ηλικιακό φάσμα αναγνωστών, μικρών και μεγάλων.
Αν τα προηγούμενα τρία βιβλία του «Το φάντασμα της Κοπεγχάγης» (2009), «Η Κυρά της Λαπήθου» (2011, 2020) και «243 ατέλειωτες ώρες» (2021) ενέπνευσαν συγκλονιστικά συμβάντα της πολιτικής, ιστορικής και κοινωνικής μας πραγματικότητας, για να τα αφηγηθεί με την αμεσότητα απροκάλυπτης διαφάνειας και ενός αλάθητου δημοσιογραφικού αισθητηρίου, προεκτείνοντας επίσης το νήμα μιας οιονεί μυθιστορηματικής εξιστόρησης στην κατάθεση αποκαλυπτικών μαρτυριών και ζωντανών προσωπικών βιωμάτων, η τωρινή γραφή κομίζει άλλες θελκτικές επιλογές μυθοπλαστικής νοηματοδότησης.
Έμμεσοι πλην σαφείς οι εύληπτοι αλληγορικοί συνειρμοί των μεταφορικών συμβολισμών στο ανά χείρας μυθιστόρημα, που ευστόχως ο συγγραφέας τιτλοφορεί Αλληγορίες. Εξ ου, και μετά την εύλογη αφιέρωση στη νέα γενιά προς μεταλαμπάδευση του οράματος από το φως των ιδεών και των επιταγών της τουρκοσκλαβωμένης πατρίδας, προτάσσει ως προμετωπίδα τους εμβληματικούς στίχους του Σεφέρη: «Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…».
Ωστόσο, η μυθοποίηση της παραβολικής μέθεξης στα δυσβάστακτα δεινά και τις επώδυνες τραυματικές εμπειρίες δεν παραμυθιάζει παρηγορητικά, επουλώνοντας προσωρινά πληγές και επιφέροντας παροδικά την λήθη των λωτοφάγων, αλλά υπερβαίνει τα κατ’ επίφασιν άλλοθι, για να διεισδύσει στο βάθος των υπαρξιακών προβλημάτων. Καθότι το αλληγορικό σύμβολο, αν μεταμφιέζει με προκλητικά ερωτήματα και σιβυλλικές ενίοτε αμφισημίες, επιβάλλει εν τέλει την αναγκαιότητα της αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων και την απομυθοποίηση των συγκεκαλυμμένων είτε ψευδεπίγραφων μυθευμάτων στους δυστοπικούς, ιδίως, επιλήσμονες καιρούς μας.
Επειδή ακριβώς το ζητούμενο δεν είναι τα όποια επικοινωνιακά υποκατάστατα μαζικής ουτοπίας και ιδεοληπτικής φενάκης, αλλά η αφύπνιση από τη ψευδαίσθηση της άγνοιας και η εγρήγορση της γνώσης για την επίγνωση της ατομικής ιδιοπροσωπίας, την παιδαγωγία της εθνικής ταυτότητας και την εδραίωση της συλλογικής συνείδησης. Γιατί όσο κι αν «ακούς γλυκότερα», κατά τον ποιητή, τους γρίφους των παραβολών και τους μεταφορικούς υπαινιγμούς των μύθων, άλλο τόσο πρέπει να αφουγκραστείς τα σήματα των κινδύνων και να ερμηνεύσεις τα σημεία των ορατών οιωνών. Καθώς ο στίχος αμείλικτος συνεχίζει: «… κι η φρίκη/ δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή».

Η έκδοση, επομένως, του νεότευκτου πονήματος δεν είναι τυχαία ούτε ευκαιριακή του τραγικού επετειακού μας ορόσημου. Η παρέλευση μισού αιώνα από την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή σηματοδοτεί τον νοήμονα αναστοχασμό του συγγραφέως μέσα από τη βάσανο των προβληματισμών, των ώριμων σκέψεων και των πικρών αισθημάτων του για τις αλυσιτελείς προσπάθειες και τους ατελέσφορους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού απέναντι στο τείχος του κατοχικού καθεστώτος, που εξακολουθεί να υψώνει η κυνική αδιαλλαξία και η υποχθόνια κατακτητική βουλιμία της Τουρκίας.
Αυτήν που επί χρόνια εξέθρεψε η συμπαιγνία των δυτικών της συμμάχων και ενεθάρρυνε η ολιγωρία των ισχυρών συμφερόντων, ώστε σύμφωνα με την υπόρρητη εδώ αλληγορική εκφορά «ο μικρός μακρινός τόπος» να μένει μοιρασμένος από «το ρυάκι» του διαχωρισμού. Ένα όμως ρυάκι του ορμητικού σαρωτικού ποταμού, που ευστόχως κατονομάζεται έτσι, αφού έχει τις πηγές του στην Τουρκιά και που έχει διαβρώσει τη γη στερεύοντας τα κεφαλόβρυσά της με τον βανδαλισμό και τον βίαιο ξεριζωμό της γενοκτονίας, τη διαρπαγή και τον εποικισμό του σφετερισμού της. Είναι ο δράκος της σκοτεινής σπηλιάς στο παραμύθι και στην υπαρκτή εκδοχή του, όπως εμφατικά επισημαίνουν οι τελευταίες μυθιστορηματικές σελίδες, «ο δράκος που ποτέ δεν ικανοποιείτο, ποτέ δεν εξευμενιζόταν, αντίθετα κάθε φορά γινόταν και πιο λαίμαργος και απαιτητικός…».
Κατανοητά, εξάλλου, στην πρόσληψη του αναγνώστη τα παρωνύμια του «άγριου Μπίλι» και του «βρομερού παππού», ενώ στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των μικρών αναγνωστών ηχούν παράφωνα, σχηματίζοντας μισητές μορφές και αποτρόπαιες δυσοίωνες εικόνες. Δεν είναι ακόμη άσχετη με την πλοκή της ιστορίας και τα υποχθόνια πλοκάμια της εξέλιξής της η τοποθεσία του «Φαρ Γουέστ», όπου πρωταγωνιστούν οι «καουμπόηδες» και οι «σερίφηδες» με τη συνεπικουρία των «δικαστών» και τη συνέργεια των «καταραμένων».
Όλων αυτών που άλωσαν και κατασπάραξαν τον τόπο, που «κάποτε ήταν παράδεισος». Υποβλητικές οι σκηνές των δραματικών επεισοδίων, των ζωηρών περιγραφών και των εντεινόμενων ρυθμών κορύφωσης σε ευθύγραμμη αφήγηση, εγκιβωτισμένη στην αναδρομική αναδιήγηση του παππού στα εγγόνια του. Μια αληθινή ιστορία που μοιάζει με παραμύθι και που την είχε ζήσει ως μικρός Τζίμης, ορφανός από πατέρα, βιώνοντας με τη μητέρα του τις δοκιμασίες της προσφυγιάς. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσε το παιδικό του πουκάμισο με το κεντημένο ρυάκι, που το φύλαγε ως ιερό κειμήλιο και που δεν θα το άφηνε ποτέ να ξεθωριάσει.
Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα, στο οποίο συγκλίνουν τα ευρηματικά συμφραζόμενα της μυθοποιητικής ιστορίας των γεγονότων ή της ιστορικής απομύθευσης των δρώμενων στην τραγωδία του 1974. Η μνήμη απέναντι στη λήθη ως στεντόρεια φωνή αλήθειας και αγωνιστική διεκδίκηση των δικαίων μας για απελευθέρωση και επιστροφή στις πατρογονικές μας εστίες. Απαράγραπτο το οφειλόμενο χρέος από τις νυν και τις επερχόμενες γενεές.
Στο ως άνω προλόγισμά μου στο βιβλίο ενδεικτικό των ευνόητων παραμυθιών- παραβολών το μικρό απόσπασμα από το προτελευταίο κεφάλαιο: «Κι όσο αποθρασυνόταν ο βρομερός παππούς άλλο τόσο αποθρασυνόταν και ο βρομερός Μπίλι. […] Σαν βρομερός ληστής του Φαρ Γουέστ, ο οποίος αισθάνεται ότι με τη δύναμη των όπλων του μπορεί να κλέβει και να λεηλατεί τραίνα, σαλούν, καταστήματα, φάρμες, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν και χωρίς κανένας να μπορεί να του ζητήσει λογαριασμό. Αυτό ακριβώς ήταν ο βρομερός Μπίλι: ένας σφετεριστής που έπαιρνε ό,τι ήθελε, χωρίς να πληρώνει, φτάνοντας σε σημείο να απαιτεί να του τα προσφέρουν λες και δικαιωματικά του ανήκαν!».