«Θέλω να σου κρατάω το χέρι» του Τάσου Ιορδανίδη σε σκηνοθεσία Νεοκλή Νεοκλέους.

Τον Μάιο του 2022 είδαμε και στην Κύπρο την ορίτζιναλ παραγωγή με το έργο «Θέλω να σου κρατάω το χέρι», μια από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της αθηναϊκής σκηνής εκείνης της χρονιάς, την οποία φιλοξένησε ο ΘΟΚ στις εγκαταστάσεις του. Μεγάλο της ατού η φυσικότητα και η οικειότητα των πρωταγωνιστών που ήταν λες και υποδύονταν τον εαυτό τους. Υπό μία έννοια, αυτό μπορεί και να συνέβαινε, αφού Τάσος Ιορδανίδης και Θάλεια Ματίκα είναι για χρόνια συνοδοιπόροι στη ζωή και τη σκηνή και ο πρώτος, που είναι κι ο συγγραφέας του έργου, παραδέχτηκε ότι αυτό περιλαμβάνει αρκετά δραματοποιημένα βιογραφικά στοιχεία με έμπνευση από προσωπικές εμπειρίες και την κοινή τους συμβίωση.

Συνεπώς, η μεγάλη πρόκληση για οποιοδήποτε άλλο ντουέτο ηθοποιών που θα το αναλάμβανε είναι να φανεί αντάξιο του αυθεντικού που είχε «ράψει» το έργο στα μέτρα του. Μάλιστα, η Ματίκα είχε αναλάβει και τη σκηνοθεσία, καταμερίζοντας -εκτός από ρόλους- και αρμοδιότητες, έχοντας την ευκαιρία να ενορχηστρώσει με ακρίβεια τις προβλεπόμενες συναισθηματικές μεταβάσεις.

Η παραγωγή της ΘéMart Productions που σκηνοθετεί ο Νεοκλής Νεοκλέους αποδεικνύει ότι ένα έργο, ακόμη κι αν γράφτηκε για συγκεκριμένους ερμηνευτές, έχει πολλά περιθώρια να αποκτήσει νέα, σφύζουσα ζωή. Μιλάμε άλλωστε για ένα κείμενο έμνοστο, με πολλές αρετές και δυνατότητες και με απήχηση στο κοινό.  

Τέτοιου είδους θεατρικά ντουέτα βασίζονται στην ικανότητα δύο ανθρώπων να δημιουργήσουν έναν ολόκληρο κόσμο πάνω στη σκηνή, με όχημα αποκλειστικά τη μεταξύ τους δυναμική. Καλούνται να διατηρήσουν τη ένταση, να διαχειριστούν χωρίς «ανάσα» τον ρυθμό της παράστασης, να χτίσουν πειστικές σχέσεις που λειτουργούν στη λογική της «αντισφαίρισης». Αλέξανδρος Μαρτίδης και Αντωνία Χαραλάμπους έχουν την ικανότητα και το «άστρο» να μαγνητίζουν το βλέμμα του θεατή, πείθοντας για μια σχέση που εξελίσσεται οργανικά, δημιουργεί την αίσθηση μιας κοινής διαδρομής και μεταδίδει υποκείμενα συναισθήματα και ανείπωτες σκέψεις.

Υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη, ανταποκρίνονται στις τεχνικές προκλήσεις και καταθέτουν μια συμπαγή θεατρική εμπειρία. Κι έτσι, παρά την τόσο προσωπική αφετηρία, το κείμενο του Ιορδανίδη αποκτά νέες διαστάσεις στο πετσί των Κύπριων συντελεστών.

Στα χέρια του Νεοκλή Νεοκλέους, μάλιστα, αποκτά και μια πιο λεπτοδουλεμένη, υπόγεια φόρτιση. Η σκηνοθετική γωνία επεξεργάζεται σχολαστικά παύσεις, σιωπές και βλέμματα, υπεμφαίνοντας τα ανείπωτα που κρύβονται πίσω από τις ατάκες. Οι ρυθμικές κορυφώσεις είναι όσο ανομοιόμορφες χρειάζεται. Το χιούμορ αποκτά μια πιο πιπεράτη νευρικότητα που όμως δεν προϊδεάζει τον θεατή για όσα του διαφεύγουν, για τη συνθήκη που ξεπερνά τις φαινομενικές ισορροπίες μεταξύ των δύο χαρακτήρων.

Η «κυπριακή» εκδοχή αναμετράται όχι μόνο με την επιτυχία της πρωτότυπης, αλλά και με την ίδια τη φύση ενός έργου που απαιτεί αριστοτεχνική ισορροπία. Οι ηθοποιοί, μπορεί να μην έχουν το προσωπικό «παρελθόν» των Ιορδανίδη- Ματίκα, αυτό όμως τους κάνει πιο προσεκτικούς, πιο συγκεντρωμένους και εν τέλει πιο διαχυτικούς στην επεξεργασία της ψυχολογικής και σωματικής τους χημείας. Διαχειρίζονται με ακεραιότητα και δεινότητα το υλικό τους συμβάλλοντας σε μια πρόταση που δεν μιμείται, αλλά στέκεται αυτόνομα και άξια, παρά το γεγονός ότι φέρει το βάρος της σύγκρισης.

Ο Μαρτίδης πείθει σε μια πιο εσωτερική ερμηνεία, εκφράζοντας τις αντιφάσεις ενός άντρα που παλεύει με τις επιλογές του και τις επιπτώσεις τους. Η Χαραλάμπους αποδίδει με ακρίβεια τη σταδιακή απασφάλιση του πιο εκδηλωτικού χαρακτήρα, καθώς η σχέση ξεκλειδώνει τις εύθραυστες συμμετρίες της.

Το όλο πρότζεκτ δίνει έμφαση στη διακύμανση του φλερτ, στην αβεβαιότητα και στο παιχνίδι εξουσίας μεταξύ του ζευγαριού. Το ανάβγαλμα του τέλους λειτουργεί σαν μια εσωτερική εκτίναξη, σχεδόν σαν αναδρομή, όπου όλες οι προηγούμενες στιγμές αποκτούν νέο νόημα. Η στρωτή, καθημερινή γλώσσα των ηρώων μετουσιώνεται σ’ έναν θεατρικό λόγο που αναδύει αλήθεια. Μέσα από μια πλασματικά απλή ιστορία, ο συγγραφέας αποδομεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια τα στερεότυπα των φύλων και εξελίσσει το εγχείρημα σε μια διεισδυτική ματιά πάνω στις σύγχρονες σχέσεις, στο ζήτημα της συντροφικότητας και της αληθινής επικοινωνίας μέσα στον αφυκτικό κυκεώνα της εποχής μας.

Αποφεύγοντας επιδέξια – οριακά ενίοτε- τις σειρήνες του μελοδραματισμού, η παράσταση σκιαγραφεί με διαύγεια το πορτρέτο δύο μάλλον καθημερινών ανθρώπων που παλεύουν να συμφιλιώσουν την προσωπική τους ελευθερία και το δικαίωμα στην επιθυμία με τις επιταγές της κοινωνίας κι έναν κόσμο καθημερινών ασφυκτικών συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό έρχονται αντιμέτωποι με τα ίδια τους τα όρια- ηθικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά ακόμη και σωματικά- καθώς η σχέση τους χαροπαλεύει στο περιθώριο της καθημερινής ζωής.

Το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου ημιδιαμονής, στο οποίο έχει μετατραπεί η Πάνω Σκηνή του Σατιρικού Θεάτρου δεν είναι ένα αμέτοχο σκηνικό, αλλά ένα μεταιχμιακό πεδίο, αποκομμένο από την καθημερινότητα των ηρώων. Ο Λάκης Γενεθλής το σχεδίασε έτσι ώστε να μοιάζει με ουδέτερη ζώνη, αλλά και με αρχιμήδειο σημείο όπου ξετυλίγονται σιγά- σιγά οι αλήθειες και οι ψευδαισθήσεις τους. Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος όπου μπορούν ελεύθερα να εκτεθούν. Το άκομψο και κάπως απρόσωπο περιβάλλον λειτουργεί ως καμβάς για τις δραματικές τους διακυμάνσεις, ενώ τα ευπρεπώς άνετα και μελετημένα κοστούμια ενισχύουν τη ρεαλιστική διάσταση της ιστορίας και την αίσθηση οικειότητας μεταξύ των πρωταγωνιστών.

Ο φωτιστικός σχεδιασμός του Βικέντιου Χριστιανίδη σκιτσάρει τις εναλλαγές της διάθεσης, ενώ η μουσική επιμέλεια της Χριστίνας Ψαρά επαυξάνει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, η οποία ενώνει τις τελείες της όλης συνθήκης με τη νοσταλγική υπόμνηση του τραγουδιού των Beatles που δανείζει τον τίτλο του.

Ελεύθερα, 9.2.2025