Νάγιας και Γιάννη Ρούσου 1/1000 [ένα προς χίλια]. Ο Λόγος στην Εικόνα. Ποίηση γραμμένη σε Φωτογραφία
Εύστοχος ο τίτλος του ωραίου πρωτοποριακού λευκώματος «1/1000 [ένα προς χίλια]», που παραπέμπει στον κοινότοπο πλέον ορισμό «Μια εικόνα χίλιες λέξεις», αλλά και κατ’ αντιστροφή, σύμφωνα με τον υπότιτλο «Ο Λόγος στην Εικόνα», μια λέξη μπορεί να σηματοδοτεί χίλιες εικόνες, εν προκειμένω φωτογραφίες με τον καλλιτεχνικό φακό του Γιάννη Ρούσου, που ενέπνευσε την ποιητική γραφίδα της μητέρας του Νάγιας Ρούσου. Μια συνδημιουργία μέθεξης εύρυθμων επιγραμματικών στίχων ζωηρής εικονοποιίας σε πανδαισία χρωμάτων, πλαστικών καλλίγραμμων σχημάτων και ζωντανών μορφών ζωγραφικής φωτογραφίας. Μια αντιστικτική πολυφωνία ποίησης και ιμπρεσιονιστικού μετεικάσματος.
Ευλόγως η Φύση προτάσσεται ως μία από τις τέσσερεις ενότητες των ποιητικών και φωτογραφικών συμφραζομένων στο βιβλίο. Η επίκλησή της στο ποίημα «Φύση Παρακλητική» δεν είναι μόνο επιτακτική της κοσμογονικής δύναμης του σύμπαντος, αλλά και εγγενής αναγκαιότητα της συνύπαρξής της με τον ψυχισμό των δημιουργών. Μέσα από την αλληγορική οπτική του παμψυχισμού τα δέντρα, όπως και οι άνθρωποι υψώνουν, κατά την εκκλησιαστική υμνολογία, «Κανόνα παρακλητικό» προς τον Ύψιστο Δημιουργό, εκζητώντας: «Στείλε νερό/ Να πιούμε/ Ν’ ανθοβολήσουμε». Η φύση στο ποίημα «Φάρος αέναος» καθίσταται φερέφωνο των ενδότερων σκοτεινών μεταπτώσεων στον πεσσιμισμό του ανθρώπου και των φωτεινότερων ενατενίσεων στις αισιόδοξες προσδοκίες του: «Πίσω όμως, στο βάθος/ Πάντα μένει ένα όνειρο-φάρος/ Που σώζει ζωές και ταξίδια». Φιλοσοφεί η ποιητική γραφίδα και αναστοχάζεται ο φωτογραφικός φακός στο αντίκρισμα της αράχνης μέσα από το ποίημα «Μεταμορφώσεις», που εικονογραφεί με φωτογραφική ποιητική και ποιητική φωτογράφηση το πολεμικό πεδίο «της μάχης και του τρόμου» και της συντριβής έως τη μετεμψυχωτική, προφανώς, μεταμόρφωσή της σε βρέφος, που θα ακολουθήσει την απαρέγκλιτη φθίνουσα πορεία του αφανισμού: «Πριν η ψυχή του/ Πίσω πάλι/ Στους Πέντε ανέμους.». «Ευλογία», όμως, σύμφωνα με το ομώνυμο ποίημα, τα πλάσματα της φύσης, που ανυποψίαστα στο κακό και την κατάπτωση της αλλοτρίωσης ονειρεύονται «Στης αγάπης τον ύπνο». Μιας αγάπης σε άλλη όψη μεταμόρφωσης και που καταξιώνεται όχι σε απόρριψη και ατομικιστικό ερμητισμό παρά σε «Αποδοχή και Μοίρασμα» στην υπέρτατη ομορφιά του φυσικού κόσμου της ταπεινοσύνης, της πνευματικής και συναισθηματικής νόησης και όχι της επηρμένης τεχνητής νοημοσύνης. «Υπόδειγμα» το αντίστοιχο ποίημα, που φωτογραφίζει το αισθητικής απόλαυσης εξαίσιο φωτογραφικό στιγμιότυπο των φλαμίγκο στην Αλυκή Λάρνακας. Μας σταματά ο συγχρωτισμός ποιήματος και φωτογραφίας, καθώς συνδιαλέγονται με την αγαπητική γλώσσα της τέχνης: «Πουλιά παράξενα/ Ψιλόλιγνη ομορφιά/ Μαζί πετούν/ Ταξιδευτές παράξενοι/ Χαρίζοντας περήφανα/ ειρήνη και χαμόγελα/ την ταπεινή, την αγαθή τους επιβίωση.».
Με άλλο θαλασσινό πουλί συνταξιδεύουμε στη δεύτερη ενότητα που τιτλοφορείται «Άνθρωποι» σε συμπόρευση πάλι με τη Φύση. Με τον ανθρώπινο γλάρο Ιωνάθαν όχι της συμβολικής μυθοποίησης του Ρίτσιαρντ Μπαχ, αλλά της Νάγιας και του Γιάννη σε μια συμμετρικού κάλλους αναπαράσταση μπαλετικής κίνησης μέσα από το ποίημα «Πέταγμα».
Τον σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες του πολιτισμού αιώνων και την ευγνωμοσύνη στην πατρογονική «Κληρονομιά» διεκδικούν τα ποιήματα της τρίτης φερώνυμης ενότητας. Δείγμα πολιτιστικής συντήρησης και διάσωσης της αρχιτεκτονικής γεφυροποιίας με τις πελεκημένες πέτρες του τόπου το Γεφύρι του Τζιελεφού σε σύμπλευση εναρμόνισης με τον ποταμό κάτω και τα δέντρα πάνω από την αγέρωχη καμάρα του Γοτθικού του τόξου. Δεν θα μπορούσε να αποδοθεί αλλιώς παρά μόνο στο Κυπριακό ιδίωμα η αυθιγενής «Αρμονία» στο ομώνυμο δημοτικοφανές ποίημα αριστοτεχνικής αρτιότητας: «Ο ποταμός τζαι το γιοφύριν/ Εσυμπλαστήκασιν/ Τζαι τα δεντρά εσμίξασιν/ Τζι’ εστεφανώσαν τους/ Ως πούταν φως τζ’ ανώρας/ Πριν να πλακώσει η σιημωνιά/ Πριν πκιάσει ανεμοβρόσιη.» Αρχιτεκτονικό κέντημα το γείσο και το ακροκέραμο της στέγης διατηρητέου αρχοντικού στο ομώνυμο ποίημα της ενότητας, καλώντας μας να βυθιστούμε σε μιαν άλλη διάσταση: στην ομορφιά της χειροποίητης τέχνης σε αντιπαραβολή με τη μαζική βιομηχανία της ομοιογενειοποίησης, αποτιμώντας τη διαφορά του σήμερα με το χτες: «Τότε που οι πηγές γινόντουσαν πλουμί/ Τότε που οι κολώνες κι η σκέπη/ Σμίγανε, φυλάγανε την ιστορία.». Αλλά και ο καλλιτέχνης φωτογράφος μάς καλεί με φωνή αμιγώς ποιητική, διαχέοντας μαζί το φως της τέχνης του στο δικό του ακροτελεύτιο ποίημα της ενότητας υπό τον βιβλικό τίτλο «Ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος»: «Δεύτε λάβετε φως…». «Το παρελθόν να ενώνεται με το παρόν».
Τα ποιήματα της τέταρτης ενότητας, που επιγράφεται «Καταγγελία» με την αιχμηρή γραφίδα του απροκάλυπτου ποιητικού «κατηγορώ» και τη φωτογραφική εστίαση του μεγεθυντικού φακού, αποπνέουν την οδύνη του σπαραγμού και το άλγος της αιμάσσουσας ερειπωμένης πόλης μας, της Αμμοχώστου της αλλοτινής κοσμοπολίτισσας και επί 50 και πλέον δίσεκτα χρόνια αιχμάλωτης από το κατοχικό τουρκικό καθεστώς της παρανομίας και της βαρβαρότητας. Δεν σχολιάζουμε περαιτέρω, παρά μόνο αφήνουμε τους ελεγειακούς στίχους και τις μαυρόασπρες πένθιμες φωτογραφίες μαζί με όσες άλλες στα θλιβερά χρώματα της σέπιας να καταθέσουν την απόγνωση της οδύνης και τον δριμύ καταγγελτικό λόγο της έντονης διαμαρτυρίας μας. Σταχυολογούμε: «Ραγισμένη η ψυχή μας/ […]/ Κι η γοργόνα χαμένη/ Κρύβει πια τη ντροπή της/ Στην Άμμο». «Μια πόλη/ Κατάθεση οδύνης/ Βουλιάζει στον πλανήτη της Σιωπής/ Καταγγελία ασίγαστη/ –Ντροπή.». «Κι οι πάσσαλοι/ Εμβρόντητοι, ανήμποροι/ Αφοπλίζονται/ Μπροστά στην τροχοφόρα αναίδεια.». «Τώρα/ Όλα μια χούφτα μνήμες». «Τέτοια λεηλασία/ Δεν την αντέχουν πια οι αιώνες». «Άγιε Νικόλα μου/ του Πελάγου της Γης/ Της Χαράς, των Παιδιών». Να χαθεί η Ντροπή/ Να λάμψει ξανά η Άφταιχτη Πόλη/ Που καταστράφηκε/ Δίχως μάχη δίχως δόρυ/ Με μόνη ασπίδα την Ιστορία της/ Κι ο Περικλής να αιμάσσει/ Να φεύγει ο Φειδίας να κρυφτεί/ Ανάμεσα στα περιστύλια…/ Κι εμείς να Καταγγέλουμε/ το Ασίγαστο Τραύμα».