Τανέρ Μπαϊμπάρς, «Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό», εκδόσεις Βακχικόν, 2024.

Ο Τανέρ Μπαϊμπάρς, είναι ίσως ο σπουδαιότερος λογοτέχνης της κυπριακής διασποράς στη σύγχρονη εποχή. Και σ’ αυτή την αποτίμηση δεν εξαιρώ τους Ελληνοκύπριους λογοτέχνες της ίδιας εποχής και με το ίδιο μεταναστευτικό ιστορικό. Έφυγε από την Κύπρο το 1956 σε ηλικία 20 ετών και δεν επέστρεψε ποτέ στα πάτρια εδάφη μέχρι το θάνατό του το 2010.

Το ελληνόφωνο κοινό γνώρισε την ποίησή του μέσα από την ανθολογία «Γράμμα στην πατρίδα» που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Βακχικόν το 2016 σε μετάφραση Αγγελικής Δημούλη. Το ποιητικό αυτό βιβλίο παρουσιάσαμε από τη στήλη στον «Φ» στις 23 Οκτωβρίου 2017.

Το μυθιστόρημα «Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό», είναι το μοναδικό πεζογράφημα του Μπαϊπάρς και το μοναδικό που διαδραματίζεται εξολοκλήρου επί κυπριακού εδάφους. Είναι στην ουσία η αυτοβιογραφία του συγγραφέα που εκτείνεται από τις πρώτες παιδικές του μνήμες μέχρι και τις παρυφές της εφηβείας του. 

Ο συγγραφέας παρουσιάζει μια Κύπρο που δεν υπάρχει πια, αλλά μας θέλγει τόσο και ταυτόχρονα μας πονεί εξίσου. Μιλά για τα χρόνια της κυπριώτικης αθωότητας, που είχε άλλους ηθικούς κώδικες και κανόνες, άλλες αρχές και άλλες νοοτροπίες. Περιγράφει πράγματα και ιστορικές στιγμές, τόσο μακρινές και τόσο κοντινές συνάμα. Χρονικά, τα διαδραματιζόμενα στο βιβλίο, καλύπτουν την περίοδο λίγο πριν την έναρξη και λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Καταγράφεται μια εποχή αθώα σε σχέση με τα όσα ζούμε σήμερα και ταυτόχρονα περιγράφεται με τη ματιά της παιδικής αθωότητας του συγγραφέα, στην ηλικία που είχε όταν βίωνε αυτά τα γεγονότα. Το μυθιστόρημα εμπεριέχει τόση Κύπρο, όση δεν συναντήσαμε ποτέ σε ανάλογα έργα. Μόνο γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλες τις νεότερες γενιές του τόπου μας, Ε/κ και Τ/κ. Κι αυτό διότι μιλά για μια Κύπρο αξιοθαύμαστη πλην άγνωστη. Το βιβλίο έχει ιδιαίτερη αξία για το ελληνόφωνο κοινό, διότι φωτίζει το ελληνικό στοιχείο της εποχής μέσα από τη ματιά ενός παιδιού. Ένα τουρκάκι, μας κοιτάζει κατάματα και ανεπιτήδευτα, αθώα και απονήρευτα και μας λέει ποιοι είμαστε.

Το ελληνικό στοιχείο έχει διακριτική μα αισθητή παρουσία σε όλο το βιβλίο. Τα συναισθήματα του θαυμασμού, της περιέργειας, της απορίας, αλλά και της απόστασης, αναμειγνύονται συχνά: «Όταν καλά δεν μιλούσα, ο πατέρας άρχισε να μου μαθαίνει μερικές ελληνικές λέξεις». (σελ. 38)

Διαβάζοντας αυτές τις «παιδικές» διαπιστώσεις, συνάγεις ευχάριστα, εκπληκτικά, χρήσιμα συμπεράσματα για τη μετέπειτα ιστορία του νησιού μας και την πορεία των διακοινοτικών σχέσεων μέσα στο χρόνο: «…κάποιες φορές ήταν δύσκολο να καταλάβεις αυτούς τους Παφίτες. Σε γενικές γραμμές μιλούσαν καλύτερα τα ελληνικά παρά τα τουρκικά». (σελ. 86)

Κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα παντελώς άγνωστα στις νεότερες γενιές και τη σύγχρονη εποχή, ξεπροβάλλουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Κάποια πράγματα, όπως τα καταγράφει ο συγγραφέας, φαντάζουν εξωπραγματικά και ανήκουστα, ήταν όμως πραγματικότητες: «…σε κάποια πολύ απομακρυσμένα χωριά της Πάφου, οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να μιλήσουν καθόλου τουρκικά. Στα τζαμιά τους προσεύχονταν στα ελληνικά». (σελ. 214)

Ώρα όμως να σταθούμε και σε κάποιες αναφορές στο μυθιστόρημα, ενδεικτικές για το πως διαμορφώθηκε ο ποιητής Μπαϊπάρς, ποια ήταν τα πρώτα ποιητικά του σπάργανα. Το βιβλίο ξεχειλίζει από ποιητικές εικόνες γεμάτες φως, αρώματα, γεύσεις και χρώματα που δεν έχουν τελειωμό: «Άκουγα τις φωνές του παγωτατζή, μύριζε αγριοκέρασο και βανίλια. Το μικρό καρότσι του έτριζε όπως περνούσε από το παράθυρο φωνάζοντας αξιολύπητα, φωνάζοντας για να τον ακούσουν τα αγόρια που είχαν ήδη υπνωτιστεί από την πληθώρα πεπονιών και χρυσαφιών δαμάσκηνων». (σελ. 64)

Η λογοτεχνική φλέβα που είχε παιδιόθεν ο συγγραφέας είναι ευδιάκριτη παντού. Π.χ. όταν η δασκάλα μητέρα του, διάβαζε μυθιστορήματα σε άλλες γυναίκες του χωριού, αυτός παρενέβαινε ιδιοτύπως: «Τα περισσότερα βράδια, τούς χαλούσα τη διασκέδαση. Έλεγα στους πάντες πώς τελείωνε η ιστορία. Όποτε ήξερα την υπόθεση. Εάν όχι, επινοούσα μια ιστορία από το μυαλό μου. Οι γυναίκες δεν ήθελαν να με ακούσουν, αλλά το έκαναν». (σελ. 119)

Ο συγγραφέας βρίσκει τρόπο να ψέξει τον εθνικισμό, με παιδικό και καθόλου παιδιάστικο στυλ, εύστοχα, ραφιναρισμένα, αστεία και ευτράπελα: «Τα ποιήματα τα επέλεξα ο ίδιος στο βιβλιοπωλείο του Χικμέζ, από ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι που λεγόταν εθνικά ποιήματα για τουρκόπαιδα. Θυμάμαι πως άλλαξαν ξαφνικά τα αισθήματά μου προς τα γειτονόπουλα που ήταν Έλληνες και Αρμένιοι, ενώ έκανα πρόβα τα ποιήματα όρθιος σε ένα περβάζι. Έπαψα να είμαι Κύπριος». (σελ. 164) Στην ίδια σελίδα, λίγο παρακάτω, γίνεται ακόμα πιο αποκαλυπτικός: «…μόνο τις ημέρες των εθνικών εορτών αισθανόμασταν ότι υπήρχε μια τάφρος ανάμεσα στις δύο κοινότητες».

Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθώ στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του συγγραφέα και τη σταδιακή σεξουαλική αφύπνισή του. Τα επεισόδια είναι πολλά και είναι όλα σπαρταριστά, αποδομητικά για τον ίδιο, αυτοσαρκαστικά και με άφθονο χιούμορ. Π.χ. περιγράφοντας πως έπαιζε για πρώτη φορά τον «γιατρό» με «ασθενή» μια παιδούλα της ηλικίας του, ομολογεί: «Χωρίς να συνειδητοποιώ τι έγινε, αποφάσισα να αλλάξω τα σχέδιά μου και να παρατήσω τη νομική για να γίνω γιατρός». (σελ. 53)

Μεγάλη πηγή έμπνευσης ο έρωτας, ως συναίσθημα, ως εικόνα, ακόμα και ως υπόνοια μέσα στην παιδική του φαντασία. Οι ποιητικές εικόνες σχηματίζονται αβίαστα και μεγαλοπρεπώς. Οι παρομοιώσεις εκρηκτικές, οι μεταφορές πλούσιες και γλαφυρές. Μιλώντας για ένα σχολικό έρωτά του, τη Σαντίγια, ο συγγραφέας λέει: «Άρχισα να την σκέφτομαι σαν ένα ζεστό φούρνο που μέσα του ζυμώνονταν και ψήνονταν λέξεις σαν τους κύκλους των τσουρεκιών». (σελ. 275)

Το μυθιστόρημα του Μπαϊπάρς «Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό», αξίζει να διαβαστεί κι αξίζει να κοσμεί τις βιβλιοθήκες όλων, είναι ένα πολύτιμο πετράδι για την κυπριακή λογοτεχνία στο σύνολό της. 

ΥΓ. Η ΣΤΗΛΗ ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΧΗ ΑΠΡΙΛΙΟ. 

g.frangos@cytanet.com.cy