Πρωί πρωί ο δρόμος μ’ έβγαλε στα Καζιβερά – από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, μέσω του νέου δρόμου που οδηγεί προς την Μόρφου, περνώντας από τον Άγιο Βασίλειο, την Φυλλιά, την Κυρά, το Μάσσαρι -μία απόσταση 45 περίπου λεπτών-, μέχρι το πριν το 1974 αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό και θύλακα «φανατικών», το Gaziveren των ντόπιων.

Από την προηγούμενη φορά που επισκέφθηκα το μικρό αυτό «περίκλειστο» χωριό, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, υπήρχαν ακόμη σκουριασμένες και σε αποσύνθεση, δεξιά κι αριστερά του παλιού δρόμου και οι μπάρες, στη στροφή, δίπλα από το σχολείο και το ημιτελές παιδικό πάρκο, που υπενθύμιζαν εκείνη την σκληρή εποχή του 1964 και του 1974, τις μάχες, τους αποκλεισμούς, το μίσος – όχι πια, «ξεμπαρώθηκαν», πετάχτηκαν κι αυτές, όπως κι οι μνήμες.

Από τον κεντρικό στενό δρόμο των Καζιβερών, με τους δύο καφενέδες στο κέντρο τους κι ένα mini market προς την μεριά του μιναρέ προχώρησα προς τη θάλασσα, σε μία πλατιά παραλία που -όπως δεν με γελούσε η μνήμη μου- είχε ανοιχτό ορίζοντα, χωρίς εμπόδια, άγρια και παιδεμένη καθώς ήταν πάντοτε, δεξιά προς το Συριανοχώρι και αριστερά προς τα μεγάλα περιβόλια της Πεντάγυιας και στον Ξερό – όχι πια. Πριν από την τελευταία στροφή προς την ακτή, σταμάτησα έκπληκτος βλέποντας -και εδώ!- τα πρώτα οικοδομικά «θηρία» να υψώνονται κατά μήκος ενός άλλοτε παρθένου μεγάλου παραλιακού «μετώπου».

«Μα, και εδώ;», αναρωτήθηκα. Ένας καινούργιος ασφαλτόδρομος που φτιάχτηκε προφανώς για να εξυπηρετεί τους ντιβέλοπερς έφτανε ως τη θάλασσα, δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα με μεγάλες πέτρες προς την ακτή – πίσω μου οι «πύργοι» μεγαθήρια (όλα τα διαμερίσματα άδεια και προς πώληση!), οι μπουλντόζες, οι εργάτες και μερικές μερσεντές που έκαναν περαντζαδα κοιτώντας από τα ανοιχτά τους παράθυρα (τι;).

«Δεν θα αφήνουν τίποτα ανέγγιχτο», σκέφτηκα, γιατί αν αυτά τα ανοσιουργήματα συνέβησαν μπροστά από μία θάλασσα που ελάχιστοι κάτοικοι της περιοχής απολάμβαναν πριν από το 1974 για κολύμπι ή αξιοποιούσαν για τουρισμό, λόγω των μεγάλων επικίνδυνων ρευμάτων της περιοχής -γνωστών σε όλους τους Μορφίτες-, προτιμώντας το ψάρεμα και τις βόλτες ως το Καραβοστάσι με τις μικρές τους βάρκες, τότε η οικοδομική και οικονομική απληστία των Τούρκων στα κατεχόμενα -εκτεινόμενων πλέον, πέρα από τα στενά τουρκικά γεωγραφικά πλαίσια πια-, φαίνεται πως μάλλον έχει μόλις αρχίσει – είναι βέβαιο πως θα επιταχυνθεί, προτού πληθύνουν τα διαβήματα και «ξυπνήσουμε».

Θα σκεφτούν οι σώφρονες, «μα, μετά τα οικοδομικά σκάνδαλα που αποκαλύφθησαν έπειτα των μεγάλων σεισμών της Τουρκίας πριν από δύο και τρία και τέσσερα χρόνια, όταν ουρανοξύστες κατέρρεαν ο ένας μετά τον άλλον στις μεγάλες πόλεις, υπάρχουν ακόμη ξένοι που να εμπιστεύονται την στατικότητα των κτηρίων που χτίζουν αφειδώς οι Τούρκοι ντιβέλοπερς;». Μάλλον, υπάρχουν. Αν και ούτε στο Τρίκωμο, ούτε στα χωριά ανατολικά της Κερύνειας, που επισκέφθηκα, ούτε και εδώ, στα Καζιβερά, αντιστοιχούν τα νέα διαμερίσματα-«φαντάσματα» με όσους κατοικούν σε αυτά – το ποσοστό είναι (ακόμη) πολύ μικρό. Παρόλο που πωλούνται μισοτιμής, πολύ φθηνά, «με πανοραμική θέα στη θάλασσα» (πράγματι) και «μερικά δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια», εκείνα πολλαπλασιάζουν την κενότητά τους. Τότε, ποιος άραγε τα αγοράζει; Και για ποιο λόγο χτίζονται ταχύτατα;

Νωρίς, την ίδια μέρα, πήγα στην πρώτη προβολή των 20:00 της ταινίας «Υπάρχω» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Μάστορα (όσοι γνωρίζουν «πράγματα και θαύματα» της ρεαλιστικής ιστορίας -αυτής που δεν γράφεται, δηλαδή- ξέρουν πως εκείνη που παρουσιάζεται είναι μια εξιδανικευμένη εικόνα της σπουδαιότερης φωνής του ελληνικού τραγουδιού, ενός ανθρώπου που ήταν γεμάτος από αντιφάσεις, έμμονες ιδέες, μνησικακίες και αλλοκοτιές που μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η Κάιτη Γκρέϋ στο σπίτι της, αλλά δεν θα δημοσιευθούν ποτέ· για «προστασία» του θείου δώρου μιας ανεπανάληπτης φωνής και του «Θεού Στελλάρα», πρωτίστως).

Σκηνή από την ταινία «Υπάρχω», με τον Χ. Μάστορα ως Καζαντζίδη και την Α. Βουλιώτη ως Μαρινέλλα (Φωτογραφία: Μαριλένα Αναστασιάδου).

Η ταινία -ως μυθοπλασία- ήταν εξαιρετική – η διεύθυνση φωτογραφίας, το εμπνευσμένο σενάριο της Μπέη (το γεμάτο από υπαινιγμούς για τους «μυημένους»), τα εξαιρετικά κοστούμια, η ερμηνεία της Ρένεση, ο Βαλάσης ως «μπράβος» της νύχτας, ξεπερνούσαν τον μέσο όρο μιας ελληνικής ταινίας προορισμένης για τα ελληνικά σινεμά και δικαίωναν το ρεκόρ εισιτηρίων που ήδη έκανε, αναμένοντας να ξεπεράσει το προηγούμενο της δεκαετίας, αυτό που κατείχε μέχρι πρόσφατα, δηλαδή, η «Ευτυχία».

Όμως, οι κριτικές είναι για άλλους – τους ειδικούς. Θα ‘θελα, ωστόσο, να σταθώ σε κάποια που μπορεί να φαντάζουν ως λεπτομέρειες -για κάποιους-, αν και φανερώνουν, ωστόσο, όλη την κακή κοινωνική μας παιδεία, την κακή αγωγή που έχουμε ως κοινό σε ένα μέρος της Τέχνης:

1. Ακόμη και μισή ώρα μετά την έναρξη της ταινίας οι πόρτες, σε μία ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, παρέμεναν ανοιχτές, με αποτέλεσμα κάποια κεφάλια (οι γνωστοί παντού αργοπορημένοι του «έμπλεξα σε κίνηση» θεατές) να πηγαινοέρχονται -ως σκιές- μπροστά από την μεγάλη οθόνη (δηλαδή, μπροστά από την πρώτη σειρά), ψάχνοντας κάπου, κάπως, μια άδεια θέση. Μπάτε σκύλοι δηλαδή, free entrance anytime.

2. Κριτς κριτς κριτς τα πατατάκια και ξανά κριτς κριτς κριτς, και μετά ανακάτεμα με το χέρι στα ποπ κορν κι ύστερα ρούφηγμα της κόκα κόλα, και ξανά πάλι το χέρι μέσα στα πατατάκια – η πλειοψηφία του κοινού, είτε παρακολουθούσε ένα ντέρμπι στην τηλεόραση, είτε διαφήμιση, είτε παιδική ταινία, είτε το «Χαλβάη 5-0» του Σεφερλή για να σπάσει πλάκα, είτε μια ταινία ενός σκηνοθέτη περιωπής με μεγάλους πρωταγωνιστές -για την οποία πλήρωσε για δει το έργο του-, παραμένει να αντιμετωπίζει το δίωρο θέασης στους κινηματογράφους ως μια «φτηνή άρπα κόλλα διασκέδαση», ως ένα μπουζουξίδικο της κακιάς ώρας όπου οι μπριζόλες πηγαινοέρχονται μπροστά από την λαϊκή φίρμα. «Απόψε φίλα με / να με χορτάσεις / αύριο φεύγω / και θα με χάσεις», τραγουδούσε σε μία από τις πιο ωραίες του στιγμές ερμηνευτικά ο Μάστορας, κι εγώ γυρνούσα εκνευρισμένος το κεφάλι μου στον δεξιά τύπο μήπως και καταλάβει πως δεν είναι αυτή η κατάλληλη ώρα για το συνεχές ανακάτεμα των πάγων με το καλαμάκι του μέσα στο αναψυκτικό του – μα, καλά, έρχεσαι στο σινεμά για να φας τσιπς ως σαν επί μέρες πειναλέος, και για να τα μασουλάς στο αφτί του διπλανού;

3. Δείχνω μεγάλη κατανόηση στο κοινό που μπορεί να μην ξέρει την ιστορία, όμως η ώρα της προβολής δεν είναι η κατάλληλη για να εξηγήσεις στον έφηβό σου γιο, πατέρα της προβολής της 24ης Δεκεμβρίου των 20:00, πέντε σειρές πιο πίσω από εμένα, τι ήταν η Columbia, ο Μάτσας, ο Πυθαγόρας κι ο Νικολόπουλος. Ούτε ένα παρατεταμένο «σσσσσς» των υπολοίπων δεν τον πτόησε τον άτιμο! Σεβασμός; Κοινωνική παιδεία; Εδώ γελάμε πιο δυνατά!

4. Πόσο θλιβερό, ακόμη και σήμερα, με τόσες αλλαγές που (πιστεύουμε πως) έχουν συμβεί στον κόσμο μας, να μην μπορείς να πάρεις μαζί σου το μπουκαλάκι του νερού που ήπιες, το χαρτομάντηλό σου, το χάρτινό σου το μπολ και να τα πετάξεις στο καλάθι ακριβώς έξω από την αίθουσα, παρά να θεωρείς «λογικό» να μετατρέπεις μία αίθουσα κινηματογράφου, στο τέλος της προβολής, σε έναν μεγάλο σκουπιδότοπο «αφού υπάρχουν κι οι καθαρίστριες». Είναι «λογικό» (είναι;) πως ένα λαϊκό θέαμα -όπως είναι και η ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη- μπορεί να προσελκύσει και ένα αντίστοιχο κοινό που δεν συνηθίζει να εξορμά συχνά σε θεατρικά ή εντέχνως μουσικά ή εικαστικά δρώμενα, άμαθο από τέτοιου είδους θεάματα, όμως αν η «πρόοδός» μας εντοπίζεται πολλές φορές και σε μερικά απλά -αλληλοσεβασμού και ενσυναίσθησης, κυρίως- πράγματα, σε μερικές μικρές αυτονόητες πράξεις κοινωνικής παιδείας και συνύπαρξης, τότε η κλίμακά μας, δυστυχώς, παραμένει στο μηδέν.   

Ελεύθερα, 29.12.2024