Τι είναι αυτό που συνδέει νέες κι ευειδείς -πανέμορφες- ενζενί ηθοποιούς με βετεράνους-«μύθους» της Τέχνης της υποκριτικής -ηθοποιούς με κύρος και περγαμηνές- που δύσκολα «ρισκάρουν» (αλλά αυτή είναι μόνη τους στιγμή τηλεοπτικής εξωστρέφειας που αφήνονται, ελέω εμπιστοσύνης σ’ εκείνον και στην τελειομανία του);
Τι είναι αυτό που ξεκινά με την ενοχή της pop κουλτούρας αλλά έχει πια υπερβεί μέσα στα χρόνια που προηγήθηκαν την επιφάνεια του αφρού και της «πρώτης ανάγνωσης» και «παραδίδει» πλέον μαθήματα άρτιας κινηματογράφησης, όπως συμβαίνει με το «Maestro» δηλαδή, καλοδουλεμένου μοντάζ, αριστοτεχνικής επιλογής μουσικής επένδυσης και εικόνων αντάξιες ενός… ντόπιου -αλλά εξαγώγιμου- Hollywood (αποδομώντας στο αποτέλεσμά του το «να κάτι που δεν θα γίνουμε ποτέ!»);
Τι είναι αυτό που χάραξε στο «σώμα» ενός πολυδάπανου κινηματογραφικού-τηλεοπτικού όρου (δύο μορφές που σε αυτή την περίπτωση γίνονται ενιαίο «σώμα») και, μέσα σε μια επιτυχημένη πορεία τριών και πλέον δεκαετιών, οδηγεί πλέον το πρώτο τηλεοπτικό εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν στην διεθνή σφαίρα με αντίστοιχες περγαμηνές, ανοίγοντας τους ορίζοντες για όλες τις μετέπειτα ελληνικές παραγωγές;
Το όνομα-απάντηση που περικλείει όλα τα παραπάνω είναι εκείνο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Ενός οραματιστή του τέλειου οπτικού πεδίου, λεπτολόγου στη διαδικασία «εξόρυξης» του καλύτερου εαυτού των συνεργατών του, αδιαμφισβήτητα ταλαντούχου και πιστού στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που επιθυμεί να παράγει, ανεβάζοντας ταυτόχρονα τα standards όλων των άλλων συναδέλφων του, εκεί που ούτε οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να διανοηθούν (όλοι μιλούν για την «αποκάλυψη Φάνης Μουρατίδης», στο «Maestro» του π.χ.).
Ενός ανθρώπου που σίγουρα αμφισβητήθηκε, που χλευάστηκε στις πρώτες του δουλειές, που θεωρήθηκε «πυροτέχνημα» ενός νέου-ωραίου-φιλόδοξου pop celebrity. Και που εντέλει -τότε- μπορεί και να ήταν. Αλλά για λίγο.
Μπορεί οι ταινίες και οι σειρές του να δομούνται πάνω σε mainstream αφηγήσεις, οι ιστορίες του να ξεδιπλώνονται με τον mainstream τρόπο, το κοινό του να είναι σάρκα από τη σάρκα του mainstream, όμως ειδικά μετά το δεύτερο φιλμ του «Ένας άλλος κόσμος» και ιδιαίτερα πια μετά το «Maestro» του που ήδη προβάλλεται μέσα από την πλατφόρμα του Netflix, ο Παπακαλιάτης απέδειξε σε όλους πια πως είχε στ’ αλήθεια κάτι να πει. Και το κάνει όσο πιο τίμια μπορεί.

Ως παιδί, άλλωστε, της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης -και αυτό είναι ίσως ένα από τα πρώτα πράγματα που παραδέχεται στις συνεντεύξεις του και, κυρίως, αποδέχεται στον εαυτό του (έφτιαξε, άλλωστε, σήριαλ οι τίτλοι των οποίων απέκτησαν διαστάσεις θρύλου για την ντόπια pop κουλτούρα: «Κλείσε τα μάτια», «Τέσσερις», «Δυο μέρες μόνο», «Να με προσέχεις»), καταφέρνει στην πορεία της καριέρας του όχι μόνο να απενοχοποιήσει τις τηλεοπτικές δημιουργίες του -εκείνες που από άλλους αγαπήθηκαν με φανατισμό και από άλλους επικρίθηκαν λυσσαλέα-, αλλά και να κάνει το επόμενο μεγάλο του βήμα, όταν πια κατάλαβε ότι το Mέσο που τον ανέδειξε χρειαζόταν ένα «διάλειμμα», μια ανάσα από εκείνον κι ένα αναγκαίο pause.
«Άλλαζε πια η εποχή, άλλαζα και εγώ μαζί. Η τηλεόραση μπορεί να είχε γίνει δεύτερη φύση μου, όμως πια δεν ήμουν τόσο αποδοτικός κι ένιωθα ότι επαναλαμβανόμουνα. Παράλληλα, το σκηνικό άλλαζε στην τηλεόραση, το internet ήταν πια “ο αρχηγός”, η ψυχαγωγία έφευγε σιγά-σιγά από τα ελληνικά σήριαλ και, λόγω κρίσης, όλα έπρεπε να γίνονται πιο φθηνά, πιο γρήγορα, πιο πρόχειρα, άρα και πιο ανούσια για μένα. Και επαγγελματικά, αλλά και προσωπικά, εκείνη η εποχή ήταν για μένα πολύ ζόρικη, επειδή έκλειναν παράλληλα πολλοί κύκλοι και φοβόμουν το επόμενο βήμα που ήθελα να κάνω. Το σενάριο του “Αν”, ήταν αυτό που βγήκε από όλη εκείνη την εποχή», έχει πει.
Κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να τρυπώσει στο απολύτως δημιουργικό και τελειομανές μυαλό του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όσα κλισέ κι’ όσες μανιέρες κι’ αν του έχουν καταλογίσει κατά καιρούς. Για τον ίδιο, άλλωστε, είτε πρόκειται για σινεμά είτε για τηλεόραση, «η δημιουργία είναι βιολογική ανάγκη», όπως συχνά δηλώνει. Όχι «δουλειά». Ή «μπίζνα».
Είτε σου αρέσει, όμως, είτε όχι το αποτέλεσμα που παρουσιάζει, αλλά κι οι τηλεοπτικοί «κώδικες» που χρησιμοποιεί (πράγμα σπάνιο, αν αποφασίσει κάποιος να παρακολουθήσει χωρίς στεγανά τους τρεις κύκλους του «Maestro»), στη φιλοσοφία, στην αισθητική, στην προσέγγισή του, στην επιλογή των συνεργατών του (να ακόμη μία απόδειξη της ευφυίας του ως δημιουργού, αφού γνωρίζει τα «μεγέθη» και τα μεγέθη, κλίνοντας το γόνυ όπου χρειάζεται και σιωπώντας απέναντι στους εξαιρετικούς ανθρώπους που επιλέγει να τον πλαισιώνουν), ο Παπακαλιάτης υπηρετεί -εκούσια ή ενδεχομένως ακούσια- έναν σκοπό που ξεπερνά κατά πολύ την «εύπεπτη» για πολλούς Τέχνη του: Θέτει προς συζήτηση ταμπού, πραγματεύεται συναισθηματικά αδιέξοδα, παρουσιάζει στα σενάριά του τη ζωή όπως είναι τη στιγμή που τη ζούμε.
Βάζει π.χ. δυο άνδρες να φιλιούνται στο στόμα και να αγκαλιάζονται τρυφερά ως ερωτευμένοι που είναι, όπως συμβαίνει παντού πια γύρω μας -όπως, αντίστοιχα, σε προηγούμενό του σήριαλ, που θεωρείτο τολμηρό να δείχνει έναν νεαρό άνδρα να ερωτεύεται ατελέσφορα μία πολύ μεγαλύτερη του ηλικιακά γυναίκα, σπάζοντας τα τότε ταμπού-, ή παρουσιάζει μία κακοποιημένη γυναίκα πνιγμένη στα αδιέξοδά της να μην μπορεί για πολλά χρόνια να ορθώσει ανάστημα στον βίαιο σύζυγό της, δείχνοντας στεγνά και χωρίς οποιοδήποτε «ρετούς» στο mainstream κοινό τους μώλωπες στο πρόσωπο της Μαρίας Καβογιάννη καθώς και τα ουρλιαχτά της για «βοήθεια» – γιατί αυτό απασχολεί χιλιάδες γυναίκες πίσω από κλειστές πόρτες σήμερα, που ξεκίνησαν να «μιλούν» όλοι πια δημόσια γι’ αυτό το ζήτημα.
Γίνεται ο Χριστόφορος, με δυο λόγια, ένας κήρυκας του αυτονόητου, αποκαλύπτοντας πίσω από τις λέξεις έναν δημιουργό που ζει τη ζωή και δεν την κατοπτεύει με περιέργεια και δακτυλοδεικτούμενο θαυμασμό αλά National Geographic – ναι, ο Παπακαλιάτης έχει ένα αναμφισβήτητο προσόν, ένα αναπόδραστο ταλέντο: Είναι απολύτως συγχρονισμένος με τον κόσμο γύρω μας -στο «τώρα» του- και στις ανάγκες του.
Όπως τότε, την πρώτη φορά που πήγε το πρώτο σενάριό του στο Mega και, με περίσσιο θράσος -κι’ άλλη τόση άγνοια κινδύνου-, είπε: «Οι νέοι δεν θέλουν τις σειρές που παίζετε. Θέλουν άλλα πράγματα!».
Ελεύθερα, 8.12.2024