Γιώργος Μολέσκης, «Τρία προσωπικά ποιήματα», εκδόσεις Βακχικόν, 2024.
Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Μολέσκη, η 17η στη σειρά «Τρία προσωπικά ποιήματα» είναι διαποτισμένη με τη γνωστή του ευαισθησία και τρυφερότητα, με τον γλαφυρό λυρισμό του, την φιλοσοφική του έφεση και τον διαλεκτικό προσαναλογισμό της σκέψης του. Με δυο λόγια, το κατεκτημένο προσωπικό ύφος του Γ.Μ. τον οδηγεί σε ασφαλείς αισθητικές διαδρομές, ως υγιεινός περίπατος, εκεί όπου άλλοι…θα αγκομαχούσαν.
Όπως σημείωνα παρουσιάζοντας και την προηγούμενη συλλογή του «Ανοικτός Ουρανός», (2022) «η διαλεκτική εμβολίζει γόνιμα όλες τις θεματικές του». (Φιλ. 26 Σεπτεμβρίου 2022). Αυτό συμβαίνει και με το καινούργιο βιβλίο.

Η διαχρονική σχέση του ποιητή με τη διαλεκτική, το δυναμισμό, τη ροή, τη συνέχεια και την εξέλιξή της, προσλαμβάνεται και αναδεικνύεται αισθητικά, κυρίως στην φιλοσοφική διάσταση της ποιητικής του: «Από το χθες στο σήμερα, στο αύριο / γράφεται διαρκώς ένα παρόν που όλα τα περιέχει: / πόλεις, ανθρώπους, ιστορίες. Γιατί, ό,τι υπήρξε / συνεχίζει να υπάρχει δένοντας σ΄ ένα κουβάρι / αυτό που ήταν κι αυτό που είναι, / αυτό που ήμουν κι αυτό που είμαι… /…έξω δεν υπάρχει δρόμος για φυγή, / μόνο προς τα μέσα, σε όσα έζησες να διαλυθείς / μέχρι το τελευταίο σου κύτταρο, να ενωθείς / με το αιώνιο και το διαρκές, να γίνεις μέρος / της αέναης επανάληψης, της αιώνιας επιστροφής». (σελ. 35)
Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γ.Μ., όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του, αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ο ποιητής ανακαλεί τις παιδικές του μνήμες με δεσπόζουσα τη λυρική διάθεση. Στο δεύτερο μέρος αντλεί ερεθίσματα από τα ταξίδια που πραγματοποίησε στη ζωή του, εδώ κυρίως με ανθρωποκεντρική, κοινωνικά ευαίσθητη προσέγγιση.
Στο τρίτο μέρος της συλλογής, το πιο τρυφερό και συγκινητικό, ο Γ.Μ. συνομιλεί με τη θανούσα τον Ιανουάριο του 2023 σύζυγό του, καταξιωμένη κριτικό θεάτρου Νόνα Μολέσκη. Αυτό το μέρος πιστεύω ότι διακρίνεται για τον έντονα υπαρξιακό χαρακτήρα του καθώς ο ποιητής μιλά για τη ζωή και το θάνατο. Κι’ όλα αυτά πάνω στο ακλόνητο, στέρεο υπόβαθρο της αιώνιας πίστης, αφοσίωσης και αγάπης.
Ας διατρέξουμε όμως όλο το βιβλίο, από την αρχή μέχρι το τέλος, ενδεικτικά και κατά κάποιο τρόπο δειγματοληπτικά. Στα δέκα ποιήματα του πρώτου μέρους ο ποιητής ζωγραφίζει ειδυλλιακές εικόνες της κυπριακής υπαίθρου, απαστράπτουσες στιγμές από τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού, αλλά και το αγροτικό ανθρωποποιητό περιβάλλον. Όλα αναδίνουν μια μεθυστική αύρα, η ρέουσα γλαφυρότητα στη γλώσσα του, ο πλούτος εικόνων, χρωμάτων και αρωμάτων.
Ο Γ.Μ. συνθέτει εικαστικούς πίνακες βαθιάς ποιητικότητας, υπέρβασης και έμπνευσης: «Ο κάμπος κολυμπά μέσα στη θάλασσα του ήλιου / ταξιδεύοντας τα λιγοστά του δέντρα σαν ιστία καραβιών / που πλέουν φορτωμένα με στάχυα χρυσά». (σελ. 12) Και λίγο πιο κάτω ακόμη πιο ευθείες αναφορές: «Το αγκάθι της τσουκνίδας, ο ανθός της κάππαρης / και το κεντρί της μέλισσας δαγκώνουν / τα παιδικά μου χρόνια». (σελ. 13)
Στα επτά «ταξιδιωτικά» ποιήματα της δεύτερης ενότητας ο Γ.Μ. αρχινά μ’ ένα εκτενή απολογισμό – ανακεφαλαίωση των ταξιδιών του. Ένα ποιήμα γεμάτο εικόνες έμπλεες από τρυφερότητα, ποίηση, έμπνευση, ευαισθησία και ουμανιστική πνοή, το οποίο καταλήγει ως εξής: «…κι ούτε μια φωτογραφία, / μια σελίδα ημερολογίου με ημερομηνίες / να θυμίζουν τη σειρά των πραγμάτων, / τίποτε, / μόνο η μνήμη / να τρυπά με το κεντρί της την ποίηση…». (σελ. 28 – 29)
Μέσα στα ταξίδια βέβαια εμφιλοχωρεί κι η διαρκής ιστορικότητα των διαχρονικών στιγμών: «Έζησα σε χώρες που έπαψαν να υπάρχουν, / σε χώρες που άλλαξαν ονόματα, / που άλλαξαν σημαίες και λάβαρα, / που άλλαξαν την ιστορία τους…/…Κι όμως, τα ταξίδια εκείνα συνεχίζονται, οι τόποι / συνεχίζουν να υπάρχουν με τη μορφή που υπήρχαν, / οι άνθρωποι που γνώρισα συνεχίζουν να είναι μαζί μου…». (σελ. 33)
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου περιλαμβάνει εικοσιτρία ποιήματα και τιτλοφορείται «Συνομιλία με τη Νόνα». Μου είναι πολύ δύσκολο να σχολιάσω αυτά τα ποιήματα, πόσω δε μάλλον να τα κρίνω. Γνώριζα τη Νόνα για πάρα πολλά χρόνια, είχα τη χαρά, πολλές φορές, να δεχθώ τη ζεστασιά του χαμόγελού της, τη θαλπωρή της γλυκειάς της κουβέντας.
Ας επιστρέψουμε όμως στα ποιήματα. Ο Γ.Μ. με υψηλή πυκνότητα νοήματος, αισθητικού κάλλους και συγκινησιακού ρίγους, θεματοποιεί, με εσωτερική οδύνη αλλά χωρίς εξωτερικούς σπαραγμούς, το τέλος που πλησιάζει: «…μη ρωτάς αν θα ξανασυναντηθούμε / με τούτη ή με άλλη μορφή / ή σαν μια ανάσα σ΄ έναν άλλο φως. / Το θαύμα είναι εδώ, σε τούτη τη στιγμή που είμαστε μαζί εγώ κι εσύ». (σελ. 47)
Μοιραία και αναπόφευκτα ο Γ.Μ. θα μιλήσει για τον πόνο και τον θάνατο. Δεν θα το πράξει όμως σπαραξικάρδια και μοιρολατρικά. Θα μιλήσει υπερβατικά, με αισθητική διαύγεια και επάρκεια: «Κι έρχομαι τώρα, / σας άλλος αλχημιστής, με την ποίηση / τον πόνο σε μύθο να μετατρέψω, / σε μουσική, σε χρώματα». (σελ. 60)
Ο έντονος υπαρξιακός χαρακτήρας αυτών των ποιημάτων είναι εύλογος και φυσιολογικός. Ο ποιητής μιλά για τον προαγγελθέντα θάνατο της συζύγου του για μια ζωή, Καθολικεύει όμως τη σκέψη και τη γραφή του έτσι που ν’ αγγίζει όλη την ανθρωπότητα.
Θεωρώ τους στίχους που ακολουθούν ως το απόγειο της υπαρξιακής εντρύφησης στο βιβλίο και καταλήγω μ’ αυτούς: «Ο κόσμος είναι μια αιώνια περιστροφή./ Μας κρατά, μας γυρίζει/ από τη μια και από την άλλη πλευρά,/ σε κάποια στροφή μας πετά έξω / και γυρίζουμε στο απόγειο του κύκλου./ Και αφού πάντα γυρίζουμε/ σε τούτον τον αιώνιο κύκλο/ είμαστε πάντα παρόντες». (σελ. 67)