«Διδώ/ Ελίσσα ή μια περιπλανώμενη ιστορία» σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαγδαλένας Ζήρα.
Λένε ότι η τέχνη συλλαμβάνει τη στιγμή και την κάνει αιώνια. Πόσο διαρκεί, όμως, μια στιγμή; Παρακολουθώντας την παράσταση «Διδώ/ Ελίσσα ή μια περιπλανώμενη ιστορία» μια σειρά από ομόκεντρους συλλογισμούς πυροδοτήθηκαν στο μυαλό μου. Σκέφτηκα ότι τα ωραία και φιλόδοξα όνειρα μπορεί να κρατούνε χρόνια, όπως και ο αγώνας για την υλοποίησή τους. Όταν όμως γίνουν πράξη και προσφέρονται στον κόσμο, μοιάζουν να κρατάνε λίγο: μια αιώνια στιγμή. Ένα πρότζεκτ όπως αυτό της Μαγδαλένας Ζήρα, που απαιτεί χρόνια μελέτης, έμπνευσης, συνεργασίας και κόπου μετατρέπεται σε εμπειρία- έρμαιο της εφήμερης φύσης του θεάτρου ή δικαίωσή της.
Τρεις μόλις εβδομάδες κράτησαν οι παραστάσεις και για την ακρίβεια απόψε ρίχνει αυλαία, γεγονός που με κάνει να αναλογίζομαι το αποτύπωμά της. Η πρόκληση ίσως δεν είναι να «κρατήσει» περισσότερο, αλλά να «ζήσει» μέσα από τους ανθρώπους που τη δημιούργησαν ή την είδαν.
Είναι η μνήμη το κατεξοχήν μέσο συντήρησης της φευγαλέας θεατρικής εμπειρίας; Προφανώς το ερώτημα που θέτω είναι παλιό και ίσως να έχει ήδη απαντηθεί: η γοητεία ακριβώς του θεάτρου είναι ότι σβήνει μόλις συμβεί. Ή ότι μοιάζει με τη λάμψη μιας αστραπής και η ουσία του είναι σαν τον σεισμό, που τον νιώθεις, σε ταράζει, αλλά δεν τον βλέπεις πραγματικά. Υπό την έννοια αυτή, μάλλον πρέπει να ευγνωμονούμε κι όχι να θρηνούμε την παροδικότητα.
Η Μαγδαλένα Ζήρα τοποθετεί την ιστορία σε ένα διεπιστημονικό πλαίσιο. Άντλησε έμπνευση από κλασικές πηγές, παραδοσιακές αφηγήσεις και μια σύγχρονη θεατρική γλώσσα για να επαναδομήσει το προφίλ της ιστορικά παραμελημένης, θρυλικής ιδρύτριας της Καρχηδόνας. Στόχος της είναι να ξεφύγει από το στερεότυπο της «τραγικής ερωμένης» που επικρατεί στη δυτική παράδοση και να εστιάσει σε μια ανεξάρτητη γυναίκα, με αποφασιστικότητα και πολιτική οξυδέρκεια. Κι αυτό το επιτυγχάνει με ένα κείμενο βαθιά ποιητικό, αλλά όχι αυθαίρετο, γεμάτο συμβολισμούς και λεπτομέρειες που αντλούν από την ιστορική και μυθολογική κληρονομιά της Μεσογείου.
Η αφήγηση εμπλουτίζεται με πολιτισμικό βάθος μέσω αναφορών σε λιγότερο γνωστές αρχαίες πηγές, σε συνδυασμό με τη χρήση της κυπριακής προφορικής παράδοσης. Το σημαντικότερο: ανοίγει έναν επιτακτικό διάλογο με το παρόν αγγίζοντας καυτά θέματα όπως η προσφυγιά, η ταυτότητα, η γυναικεία ηγεσία.
Η σκηνοθέτρια δεν διστάζει να θέσει τη Διδώ/ Ελίσσα αντιμέτωπη με τις προσδοκίες και τις προκαταλήψεις του κοινού, πριν την αναγάγει σε σύμβολο ανυποταγής απέναντι στα πατριαρχικά αφηγήματα. Γι’ αυτό προτείνει διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας. Σταδιακά, όμως, εκφράζει έναν άλλο τύπο ηρωισμού, βασισμένο στη διπλωματία, τη στρατηγική, την κοινωνική ευθύνη. Αυτό έρχεται στο φως μέσα από την εξερεύνηση της προσωπικής της υπόθεσης, αλλά και μέσα από την πολυφωνική αφήγηση. Οι χαρακτήρες συχνά σπάνε τον τέταρτο τοίχο, απευθυνόμενοι στο κοινό ως αφηγητές. Αυτή η τεχνική, πέρα από τη δημιουργία αίσθησης συλλογικότητας, αξιοποιεί τη δυναμική της αφήγησης ως πράξης αντίστασης απέναντι στη λήθη.
Η σκηνοθεσία υιοθετεί έναν πιο αφυπνιστικό, κινησιολογικά άρτιο, οπτικά εντυπωσιακό και συμβολικό τρόπο αναπαράστασης. Παράλληλα, ενσωματώνει σύγχρονα μέσα, όπως προβολές βίντεο (Έλενα Αλωνεύτη) και ενεργητικό φωτισμό (Καρολίνα Σπύρου), για να δημιουργήσει ένα πολυδιάστατο σύμπαν που αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του παρελθόντος και του παρόντος. Ο θεατής σχεδόν βλέπει τη Διδώ να δαμάζει τα κύματα μαζί με τους συνοδοιπόρους της, στη «θάλασσα» της αίθουσας, η ανοιχτωσιά της οποίας λειτουργεί ως συνεχής αλληγορία μετακίνησης, απώλειας και ελπίδας.
Όπως είδα την παράσταση, δυσκολεύομαι να τη φανταστώ σε κάποιον άλλο χώρο. Η «Μελίνα Μερκούρη», παρά τη δυσλειτουργικότητά της, ευνοεί πρωτοποριακές προσεγγίσεις και δημιουργεί ένα αίσθημα κοινότητας. Η ατμόσφαιρα εξυπηρετεί ιδανικά την προσέγγιση. Ο χώρος είναι άπλετος και το δρώμενο αποκτά μια δυναμική ελευθερίας, διατηρώντας αέρα μεγαλοπρέπειας και εκστατικής έντασης. Η εκτεταμένη διάταξη επιτρέπει στους ερμηνευτές να κινηθούν με μεγαλύτερη ελευθερία και να γεμίσουν τον χώρο, ενισχύοντας την αίσθηση της κλίμακας και της υπέρβασης. Ο θεατής νιώθει ταυτόχρονα μέρος μιας μεγαλύτερης, πιο αφηρημένης δράσης, όπου η ένταση εναλλάσσεται μεταξύ άμεσης συμμετοχής και απόστασης.
Κεντρικός και ισχυρός πυλώνας της σύλληψης είναι η μουσική, σε επιμέλεια- σύνθεση Αντώνη Αντωνίου και διδασκαλία- στιχουργία- επί σκηνής εκτέλεση της «ποιητάρενας» Νικολέττας Δημητρίου. Οι ποικίλοι ήχοι και διάλεκτοι υπογραμμίζουν την αιώνια πολυπολιτισμικότητα της Μεσογειακής Λεκάνης και ενισχύουν την αίσθηση της περιπλάνησης. Οι διαλεκτικοί στίχοι και οι κυπριακές μελωδίες, όπως και η ίδια η παρουσία της Νικολέττας Δημητρίου, προσθέτουν μια διάσταση πολιτισμικής συνέχειας.
Πέρα από το γεγονός ότι στην περιπλάνηση της Διδώς και των συντρόφων της, καθώς και στην όλη διαδικασία του αποικισμού την Καρχηδόνας, έπαιξε σημαντικό ρόλο η Κύπρος (και τα τότε λιμάνια της), το πιθκιαύλι και η ταμπουτσιά ισχυροποιούν την αίσθηση ότι η όλη ιστορία είναι μέρος μιας ζωντανής, κοινής μνήμης.
Η λιτότητα και η ευχρηστία των σκηνικών αντικειμένων και το κοστουμιών που σχεδίασε η Έλενα Κατσούρη εξυπηρετεί την αφηγηματική γραμμή, συμπυκνώνει τη δραματικότητα και παίζει με τα επίπεδα και τις υφές, μετατρέποντας την παράσταση σε μια σχεδόν τελετουργική εμπειρία. Το καστ ξεχωρίζει για την ευελιξία και την εμβάθυνση στους ρόλους, υποστηρίζοντας πολυφωνικά την αποπειρώμενη αποκατάσταση. Με τη Μαργαρίτα Ζαχαρίου (κυρίως) στον ρόλο της Διδώς, δημιουργείται το συνολικό πορτρέτο μιας ανυπότακτης γυναίκας με τραγικό τέλος, η οποία όμως διατηρεί τον έλεγχο της μοίρας της μέχρι την υστάτη. Και δεν μπορεί να ανήκει ούτε σε έναν μόνο πολιτισμό, αλλά ούτε και σε μία συγκεκριμένη αφήγηση.
Η σκηνοθέτρια διατείνεται ότι «είδε» την Διδώ ως παραγνωρισμένη από ανδροκρατούμενες παραδόσεις, κυρίαρχες εξιστορήσεις και στερεοτυπικές αναγνώσεις, ωστόσο αυτό δεν γίνεται με την τραχιά ραβδιστήρα μιας αυστηρά φεμινιστικής προσέγγισης, αλλά υπό τον τύπο ενός πανανθρώπινου αιτήματος. Αναθεωρεί το παρελθόν για να διαμορφώσει το μέλλον. Και αφήνει το παράδειγμα να λειτουργήσει από μόνο του.
Η Διδώ ξεφεύγει από τη μοίρα των τραγικών γυναικών που περιμένουν καρτερικά τους ήρωες ή θρηνούν παθητικά. Είναι μια γυναίκα που βαστάει τα ηνία της Ιστορίας. Αναλαμβάνει δράση, δημιουργεί, διεκδικεί το δικαίωμα να χαράξει τη δική της πορεία. Γίνεται πολιτική ηγέτιδα και αρχιτέκτονας ενός νέου κόσμου. Η Ζήρα αναγνωρίζει ότι η πρόκληση δεν είναι μόνο να παρουσιαστεί ως «εξαίρεση», αλλά να φωτιστούν και τα συστημικά μοτίβα που κρατούν τις γυναικείες φωνές στο περιθώριο.
Ελεύθερα, 1.12.2024