«Nachtland» του Μάριους Φον Μάγενμπουργκ από τον ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Αθηνάς Ξενίδου.

Η παρουσίαση στους θεατές από χέρι σε χέρι μιας ζωγραφιάς, που παριστά μεσαιωνική εκκλησία νεογοτθικού ρυθμού σε ερημικό δρόμο, σηματοδοτεί τον προϊδεασμό τους πριν την έναρξη της παράστασης. Εκ πρώτης όψεως αιφνιδιάζει, θα λέγαμε, η επιλογή της σκηνοθέτιδας Αθηνάς Ξενίδου, αλλά και είναι καταφανής, όπως εν συνεχεία αποδεικνύεται, η έμπρακτη πρόθεσή της με την κατάργηση του τέταρτου τοίχου να καταστήσει εξ υπαρχής το κοινό συμμέτοχο ή συνένοχο μέσα από τη διαδραστική μέθεξη στα δρώμενα του έργου.

Ενός σύγχρονου έργου του 2022, στα όρια της μαύρης κωμωδίας, της ανατρεπτικής κοινωνικής σάτιρας και του αντισυμβατικού ψυχαναλυτικού δράματος, με την ευφυή γραφή του πολυβραβευμένου και πολυμεταφρασμένου Γερμανού θεατρικού συγγραφέως, μεταφραστή και σκηνοθέτη Μarius von Mayenburg. 

Επί σκηνής διασκορπισμένα κασόνια κι ένας ξύλινος σκελετός σε κεκλιμένο επίπεδο, που υψώνει τις κοκκινωπές πλευρές του με σταυρόσχημους στους αρμούς διακοσμητικούς μεντεσέδες, αινικτική προδιάθεση τού υπό ανατροπή σπιτιού των ενοίκων του. Εξόχως αλληγορικός ο συμβολισμός στην αφαιρετική λιτή σκηνογραφία του Σταύρου Αντωνόπουλου. 

Οι επεισοδιακές σκηνές εκτυλίσσονται γύρω από τον αμφιλεγόμενο πίνακα μιας υδατογραφίας του Χίτλερ, μιας πιθανόν από τις πολλές ρεπλίκες της νεανικής του ενασχόλησης με τη ζωγραφική κατά την εποχή της παραμονής του στη Βιέννη. Το έναυσμα συνιστά την εμπνευσμένη έξυπνη σύλληψη στον θεματικό πυρήνα του θεατρικού κειμένου υπό τον τίτλο Nachtland, λεκτική σύνθετη επινόηση από τα Γερμανικά και Αγγλικά, ήτοι χώρα της νύκτας ή τόπος του σκότους, που προφανώς παραπέμπει στον Βιβλικό αφορισμό «εις γην σκότους αιωνίου, ου ουκ έστι φέγγος…».

Σκοτεινές και οι σκιές στις ζοφερές σκέψεις και τα ερεβώδη αισθήματα, που πυροδοτούν ανταγωνιστικούς διαλόγους, εριστικές στιχομυθίες έως και κυνικές πικρόχολες ατάκες προκλητικών συζητήσεων ανάμεσα στα δυο αδέλφια, τη Νίκολα της Κρίστης Παπαδοπούλου και τον Φίλιπ του Χρήστου Γκρόζου, καθώς κορυφώνονται με την εμφάνιση της Εβραίας συζύγου του Γιούντιτ της Έλενας Καλλινίκου.

Την πένθιμη ατμόσφαιρα μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα τους επιτείνει η εξωτερίκευση απωθημένων προκαταλήψεων, αντιδραστικών εμμονών, αντιφατικών και αμήχανων αμφιβολιών ως προς τη διαχείριση του μυστηριώδους πίνακα, που εντοπίζουν στη σοφίτα, ενώ αδειάζουν το διαμέρισμα από τα άχρηστα υπάρχοντα του πατέρα.

Με χαμηλότερους τόνους και αφελείς περιστασιακές παρεμβάσεις στις εκρηκτικές αψιμαχίες ο σύζυγος της Νίκολα Φάμπιαν, του Αλέξανδρου Παρίση μέχρι τη στιγμή που κόβει το δάκτυλο με το κλαδευτήρι, στην προσπάθειά του να ξεκαρφώσει το πίσω μέρος της κορνίζας και διαβάζοντας ακόμη πασαλειμμένα με μαρμελάδα γράμματα, που ξετρυπώνει από τον σκουπιδοτενεκέ, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν τυχόν στοιχεία της πατρότητας του πίνακα.

Την αυθεντικότητά του πιστοποιεί σε μια γκροτέσκο παράθεση παραπειστικών επιχειρημάτων και παραπλανητικών επεξηγήσεων η εμπειρογνώμονας τέχνης Ευαμαρία, που υποδύεται η Χριστίνα Παυλίδου. Εξίσου επιτήδειος ο συνεργάτης της έμπορος Καλ στον δεύτερο ρόλο του Παρίση, που ενδιαφέρεται να αγοράσει τον πίνακα αντί υπέρογκου ποσού, αυξάνοντας ακόμη με ρατσιστικό σαδισμό την προσφορά του εάν η Εβραία, που απεχθάνεται ό,τι σχετίζεται με τον Χίτλερ, αποδεχθεί να δειπνήσει μαζί του. Η δελεαστική πρόταση λειτουργεί χωρίς ηθικές αναστολές για τα δύο αδέλφια, θυσιάζοντας στον βωμό του χρήματος τους συζύγους τους με επιστέγασμα την αιμομικτική τους σύζευξη «αριανοποίησης», που ανακαλεί την αναπόδραστη ερωτική σχέση του Νίτσε με την αδελφή του.

Τον πίνακα, ωστόσο, που εκδικητικά καταστρέφει η Γιούντιτ, δεν μπορεί να πάρει ούτε ο Καλ ούτε η κάτοχός του Λουίζε και άγνωστη μέχρι τότε σύντροφος του πατέρα τους, μικρό ρόλο που ενσαρκώνει επίσης η Παυλίδου, αλλά αποκαλυπτικό που συνοψίζει συμβολικά τα σκανδαλώδη μυστικά της οικογένειας. 

Το έργο στη ρέουσα ελληνική μετάφραση του Κωνσταντίνου Κρίτση κάτω από την επιφάνεια ορατών ιστορικών αναφορών, εύληπτων ιδεολογικών προσεγγίσεων και πολιτικοκοινωνικών συνδηλώσεων από τη Γερμανία του Χίτλερ και τον αντισημιτικό ναζισμό έως τον σημερινό Ισραηλοπαλαιστινιακό πόλεμο αναδεικνύει με πνευματώδη κριτική διάθεση και αιχμηρό νοήμονα λόγο τη διαλεκτική της εμβάθυνσης σε καίριους προβληματισμούς της ευάλωτης ανθρώπινης συνθήκης.

Πέρα από το φάσμα των οικογενειακών και διαπροσωπικών σχέσεων, εισηγείται την επανεξέταση εδραιωμένων αντιλήψεων και την αφύπνιση υπαρξιακών ερωτημάτων έναντι των δύσκαμπτων διλημμάτων και των μεταβλητών ταλαντώσεων του ανθρώπου, της ατομικής ευθύνης και της συλλογικής συνείδησης. Εξ ου και ο συγγραφέας δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις μήτε εύκολες λύσεις σε ζητήματα πολιτικής ορθότητας ή προσωπικού εξορθολογισμού σε σχέση π.χ. με τη δεοντολογική διάσταση της μνήμης και της λήθης, την απεξάρτηση του δημιουργού  από το έργο και την αποτίμησή του. Κομβική ένδειξη η συμβουλή της Γιούντιτ στον Φίλιπ: «Ψάξε μόνος σου, κάνε την έρευνά σου, μορφώσου, ρώτα τους ειδικούς σου».

Η σκηνοθέτιδα δεν εντρύφησε απλώς στο κείμενο, αλλά είναι επαρκώς εξοικειωμένη με την πολυσημία των ιδεών και την ιδιαιτερότητα των συγγραφικών προδιαγραφών του Μάγενμπουργκ, έχοντας προ δεκαετίας με παρόμοια της φετινής επιτυχίας ανεβάσει σε πανελλήνια πρώτη την «Πέτρα» (Der Stein, 2008), ένα άλλο σημαντικό του έργο στον ίδιο θεατρικό χώρο. Εξάλλου, η σκηνοθετική της κατάδυση στους υποκριτικούς κανόνες της Stella Adler, του Sanford Meisner και του Method Αcting με σκαπανείς τους Stanislavsky και Lee Strasberg, ήτοι στην εκφραστική ενσωμάτωση βιωματικών εμπειριών και οραματικών εμβιώσεων, είναι εμφανώς επιδραστική στην ερμηνευτική απόδοση των ρόλων, όπως μας πείθουν και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης.

Από τη σκηνή έως τις αναβαθμίδες της πλατείας, όπου κινούνται με άνεση μπροστά και ανάμεσα στους θεατές, είτε με την αμεσότητα των γοργών διαλογικών ρυθμών και των ασθματικών σιωπών είτε των διευκρινιστικών στις συνυφάνσεις της πλοκής ενδιάθετων μονολόγων, μεταδίδουν τους τόνους των σκέψεων και τους κραδασμούς των συναισθηματικών μεταπτώσεων, ψυχογραφώντας τους χαρακτήρες, που επιδέξια αναπλάθουν.

Η Κρίστη την αυταρχική χειραγώγηση της Νίκολα, ο Χρήστος τα αντανακλαστικά του ευμετάβολου συμβιβασμού του Φίλιπ, ο Αλέξανδρος με τις γκριμάτσες της φοβικής ανασφάλειας από τον υποτιθέμενο τέτανο-χιτλερικό δηλητήριο του Φάμπιαν, μεταβαίνοντας από τα κωμικά στιγμιότυπα στο τοξικό κλίμα του προκλητικά αδίστακτου Καλ, η Έλενα με τις ειρωνικές ατάκες της αμετάπειστης και ασυμβίβαστης Εβραίας Γιούντιτ και η πεπειραμένη Χριστίνα με το αφ’ υψηλού επιβλητικό ύφος της εικαστικής ειδήμονος της Ευαμαρίας, που εμφανίζεται στην ακροτελεύτια σκηνή ως από μηχανής θεός της αγνώριστης μετάλλαξής της σε Λουίζε. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο διπλοί ρόλοι υπαγορεύονται από τον ίδιο τον συγγραφέα

Μια πενταμελής ομάδα ηθοποιών, που αποπνέει τη συνοχή της αγαπητικής συνέργειας και που υποστηρίζει επάξια τα μηνύματα ενός αριστοτεχνικού σημαντικού έργου του σύγχρονου δραματολογίου. Αλλά και όλοι οι συντελεστές δίδουν το δυναμικό παρών τους, χωρίς να παραλειφθεί η συνεισφορά της βοηθού σκηνοθέτιδας Αντρεανής Κωνσταντή, που πρέπει να έχει λάβει επωφελή μαθήματα από την καλή σκηνοθέτιδα.

Σημειώνω ακόμη τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της παράστασης: τον ευρηματικό χορό του Φίλιπ και της Γιούντιτ με την προσομοίωση της ερωτικής πράξης κάτω από τη συγκινητική μελωδία του δημοφιλούς τραγουδιού του Leonard Cohen «Dance me to the end of love», προανάκρουσμα του ενταφιασμού του γάμου τους και αναγωγή στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Τους όπως πάντα ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Γιώργου Κουκουμά και τη μουσική επένδυση του Άντη Σκορδή από κλασικά έργα μεγάλων συνθετών σε υποβλητική συνάρτηση με τα δρώμενα. Τις βιντεοπροβολές της Άννας Φωτιάδου με επίκεντρο τη μεγέθυνση του περιβόητου πίνακα με την εκκλησία του Αγίου Ρούπρεχτ, την παλαιότερη της Βιέννης. Τέλος, την Elle MacAlpine για τις εναρμονισμένες εκφάνσεις της κινησιολογίας. 

Μια καθ’ όλα αξιέπαινη παράσταση στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ, που δικαίως θα κοσμήσει η οφειλόμενη ονοματοδοσία του αείμνηστου θεατράνθρωπού μας Νίκου Χαραλάμπους.