Ερατώ Ιωάννου, «Του κανενός», εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος, 2024.
Η νουβέλα της Ερατούς Ιωάννου «Του κανενός» πραγματεύεται την ιστορία μιας τριμελούς ομάδας οικονομικών μεταναστών που διαβιεί κάπου στην νεκρή ζώνη της Λευκωσίας παρά το ενετικό τείχος. Ό,τι πιο επίκαιρο θα μπορούσε να γραφτεί αυτή την περίοδο. Θεματικά σε μεγάλο βαθμό και ιδεολογικά, πολιτικά, το όλο θέμα βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας δημόσιας συζήτησης.
Η ευστοχία των επιλογών της συγγραφέως είναι λοιπόν δεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Το ζήτημα είναι εάν το εγχείρημά της δικαιώνεται και αισθητικά, διότι μιλάμε για λογοτεχνία που κρίνεται μέσα από μια πλειάδα πολυεπίπεδων παραμέτρων. Έχω την πεποίθηση ότι η νουβέλα της Ε.Ι. αποτελεί μια αξιόλογη και αξιέπαινη προσπάθεια λογοτεχνικής μετουσίωσης ενός καυτού ζητήματος της εποχής μας όπως η οικονομική και πολιτική μετανάστευση, το οποίο συνυφαίνεται στο βιβλίο, ιδιαιτέρως εμπνευσμένα, με το άλυτο Κυπριακό και όλα τα συναφή παρεπόμενά του, όπως τα χιλιόμετρα της νεκρής ζώνης που τέμνει το διχοτομημένο νησί μας για μισό αιώνα.

Στην πρωτοπρόσωπη, πυρετώδη, γλαφυρή, ευαίσθητη και συχνά λυρική αφήγηση του κεντρικού προσώπου στο βιβλίο, μιας 17χρονης μετανάστριας, η ίδια δεν κατονομάζεται, ούτε καν η χώρα προέλευσης της. Διότι, προφανώς, μεγαλύτερη σημασία έχει το σημαινόμενο, παρά το σημαίνον. Για τους ίδιους λόγους, και οι δύο συνταξιδευτές της στην περιπέτεια της νεκρής ζώνης, κατονομάζονται μόνο με τα μικρά ονόματά τους, Σαλίφου και Γαβριήλ, χωρίς άλλες πρόσθετες πληροφορίες γι’ αυτούς.
Ξέρουμε μόνο ότι πρoϋπήρξαν στην περιοχή πριν από την άφιξη της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου. Αμφότεροι, εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, έχουν χαρίσματα, αρετές και δεξιότητες που ξεδιπλώνονται σταδιακά μα και εντυπωσιακά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ο Σαλίφου είναι ταλαντούχος εικαστικός δημιουργός. Γενικά είναι μια φύση καλλιτεχνική, γεμάτη ευαισθησίες με ό,τι κι αν καταπιαστεί. Ο δε Γαβριήλ είναι σπουδαίος μάστορας, τεχνίτης σε όλα και άρτιος καλλιεργητής της γης. Οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται και μαζί εκβάλλουν μια αύρα ζεστασιάς που περιβάλλει τη νεαρή αφηγήτρια της νουβέλας.
Σε δεύτερους ρόλους εμφανίζονται «η γριά λύκαινα», μια μαυροφορεμένη Ελληνοκύπρια πρόσφυγας, αλληλέγγυα, ευαίσθητη, υποβοηθητική σε όλα. Μια γυναίκα γεμάτη αγάπη αλλά και πόνο. Λέει η αφηγήτρια γι’ αυτήν: «…σιγά σιγά καταλαβαίνω ότι μου δείχνει το σπίτι της. Και μου φαίνεται τόσο παράξενο που μπορεί να δει το σπίτι της αλλά δεν μπορεί να πάει σ΄ αυτό. Τόσο άδικο που τη χωρίζει από το αληθινό της σπίτι μια στενή λωρίδα γης». (σελ. 63) Έχω την άποψη ότι στο πρόσωπο της «γριάς λύκαινας» η συγγραφέας αντικατοπτρίζει την αυθεντική, αγνή παλιά Κύπρο, τη γεμάτη συμπόνοια, αγάπη και κατανόηση.
Από την άλλη, «ο γαλάζιος μπερές με μουστάκι», εκπρόσωπος της ειρηνευτικής δύναμης που επιτηρεί τη νεκρή ζώνη, είναι απλά ένας αμέτοχος και τυπικός διεκπεραιωτής. Στις ελάχιστες φορές που εκφέρει λόγο, αναφέρει: «Παράνομοι είναι. Δεν ξέρουν τι να τους κάνουν ούτε οι από ’κει ούτε οι απ’ εδώ». (σελ. 84)
Η δε «κομψή κυρία με τη μύτη – γραμμή» αποτελεί τη συστημική εκπροσώπηση στο βιβλίο. Προφανώς, κυβερνητική αξιωματούχος με ευπρεπή αλλά καλά συγκαλυμμένη πολιτική υποκρισία. Αυτή λέει στην κεντρική ηρωίδα της νουβέλας: «Μα τι γλυκειά που είσαι! Θα μπορούσα να σε πάρω μαζί μου!». (σελ. 92) Υπόσχεση βέβαια που δεν υλοποιεί ποτέ.
Το κεντρικό ηθικό δίδαγμα του βιβλίου θεωρώ πως εμπερικλείεται στο απόσπασμα που ακολουθεί: «Κανείς δεν επιθυμεί μια ζωή σε γη του κανενός, μέσα σε ερείπια, συρματοπλέγματα και παλιοσίδερα, εκτός βέβαια και αν αυτή η στείρα γη, η κοιμισμένη είναι πολύ καλύτερη απ’ τη γη κι απ’ τη ζωή που άφησε πίσω». (σελ. 52)
Αλλά πέρα κι από αυτό το ηθοπλαστικό, ουμανιστικό μήνυμα, κάνουν αυτή τη γη, τη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας, καλύτερη, πολύ καλύτερη, αυτοί που την πατούν κι αγωνίζονται για την επιβίωσή τους πάνω σ’ αυτή, τα τρία κεντρικά πρόσωπα της νουβέλας. Η κεντρική ηρωϊδα με την αθωότητα, την τρυφερότητα και την ευφυΐα της. Ο Σαλίφου με την καλλιτεχνική του φλέβα και την ευαισθησία του. Ο Γαβριήλ με τις φοβερές δεξιότητες, το δυναμισμό και την ατσάλινη βούλησή του.
Γενικά, δεν είναι λίγες οι μεγάλες ιδέες, οι μεγάλες αρχές και αξίες που πραγματεύεται το νέο λογοτεχνικό έργο της Ε.Ι. Μια κεντρική αισθητική κατηγορία είναι και η μνήμη. «Ποιος είναι ο πιο τυχερός; Αυτός που θυμάται ή αυτός που επιπλέει αμέριμνος στη λήθη του;», (σελ. 95) διερωτάται η συγγραφέας προς το τέλος του βιβλίου. Το ερώτημα βέβαια απαντάται συνολικά σχεδόν μέσα από όλες τις σελίδες της νουβέλας καθώς η μικρή αφηγήτρια αναπολεί συχνά το χωριό, την πατρίδα και την οικογένειά της, κυρίως τη γιαγιά και τη μητέρα της που με τόση αγάπη, στοργή και φροντίδα την περιέβαλλαν.
Η συγγραφέας Ερατώ Ιωάννου έγραψε ένα καλό βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και να μνημονευθεί επαινετικά. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο politically correct. Αυτό από μόνο του δεν θα αρκούσε. Η νουβέλα είναι αξιόλογη και για την ευαίσθητη, αέρινη γραφή της, για τη φρεσκάδα και την ουμανιστική της αύρα, αλλά και για τους κεντρικούς χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν σε αυτή, χαρακτήρες που εμπνέουν αισιοδοξία και συγκινούν.
Κλείνοντας, θέλω να επαναλάβω κάτι που είπα, παρουσιάζοντας από αυτήν εδώ τη στήλη το προηγούμενο βιβλίο της Ε.Ι., τη συλλογή διηγημάτων «Ούτε στη διακοσμητική τσαγιέρα» του 2022: «Η γραφή της είναι συμπαγής, οι περιγραφές της ευκρινείς και όλα τα περιγραφόμενα γεγονότα, στέρεα θεμελιωμένα με βαθιά εσωτερικότητα». (Φιλ. 31 Οκτωβρίου 2022).