«Άγγελοι στην Αμερική: Ο Αιών καταφθάνει» του Τόνυ Κούσνερ σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χαραλαμπίδη
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η παράσταση «Άγγελοι στην Αμερική» έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Διόνυσος λίγες μόλις ώρες μετά την οριστικοποίηση της επικράτησης Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Αιμίλιο Χαραλαμπίδη να… πανηγυρίζει κιόλας για την «ευτυχή συγκυρία», που καθιστά αυτή την καλλιτεχνική επιλογή τόσο αδυσώπητα επίκαιρη. Ακόμη και μέρες μετά, η «σύμπτωση» μοιάζει τόσο καρμική που σχεδόν νομίζεις ότι θα πεταχτεί στη σκηνή ο ίδιος ο Τραμπ.
Μπορεί ο Τόνυ Κούσνερ να μην του έκανε τη χάρη και την τιμή να τον περιλάβει στους χαρακτήρες, όμως ηθελημένα ή μη (αυτό παραμένει ζήτημα που αφορά την ίδια τη φύση της τέχνης και την ευαισθησία στις κεραίες των μεγάλων δημιουργών) το έργο αυτό μοιάζει, 33 χρόνια μετά, με μια χρονοκάψουλα τιγκαρισμένη από όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον εφιάλτη της εποχής μας.
Αν στόχος του σκηνοθέτη και της προσεκτικά επιλεγμένης ομάδας ήταν να αξιοποιηθεί στο έπακρο το βαθύτατο πολιτικό και προφητικό υπόβαθρο, η μισή δουλειά είχε ήδη γίνει. Η σκηνοθετική ματιά εστιάζει στην αναβίωση της πολιτικής έντασης και της αίσθησης ενός κατακερματισμένου κόσμου. Το έργο γράφτηκε την εποχή της διάλυσης του σοσιαλιστικού μπλοκ, με τον Φουκουγιάμα να ετοιμάζεται να δημοσιοποιήσει την ιστορική του μπαρούφα περί «τέλους της Ιστορίας». Την ίδια εποχή, η ομοφυλοφιλική κοινότητα ζούσε ένα είδος κοινωνικής αποσύνθεσης εξαιτίας της κρίσης του AIDS, μια αποκαλυπτικού, εσχατολογικού τύπου πιεστική περιθωριοποίηση που στιγμάτιζε ψυχές. Φόβος, απόγνωση, παραπληροφόρηση, παράνοια, με υπόκρουση το ανατριχιαστικό τρίξιμο της τροχαλίας της Ιστορίας.
Η παράσταση που παρακολούθησα ανέδειξε τον βαθύ κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του έργου, αγγίζοντας τα σαρωτικά οικουμενικά ζητήματα που θέτει. Επιφυλάσσει στον θεατή (σ’ εμένα τουλάχιστον) ένα βαθιά συγκινητικό και ανησυχαστικό ταξίδι. Παρακολουθώντας το δρώμενο είναι αδύνατον να προσπεράσεις τις ανατριχιαστικές ομοιότητες σε ό,τι αφορά γεγονότα και διχαστικές ιδεολογίες, την αποξένωση, την κρίση αξιών, την άνοδο της ακροδεξιάς. Είναι, όμως, παράλληλα μια ανατατική και οικεία πράξη, επικεντρωμένη στη δύναμη των συναισθημάτων. Αναδεικνύει την τρυφερότητα και τη σκληρότητα του κόσμου, τονίζοντας την αξία του να συνεχίζουμε να πιστεύουμε σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς.
Ο Χαραλαμπίδης φρόντισε το λυρικό κρεσέντο να συμπληρώνεται μέχρι το τέλος από μια αίσθηση επανασύνδεσης των χαρακτήρων με τον κόσμο και τους εαυτούς τους. Δεν αντιστέκεται στον πειρασμό ν’ αφήσει αχτίδες φωτός και να υποδηλώσει μέχρι το δραματικό τέλος την προοπτική για (ακόμη) μια νέα αρχή. Η επαναφορά των «Αγγέλων στην Αμερική» γίνεται με αέρα βαθιά προσωπικό και συλλογικό ταυτόχρονα, με προσαρμογή στις σύγχρονες προκλήσεις, αλλά πάντα με παραθυράκια ελπίδας και ανθρωπισμού μέσα στα μπουντρούμια των στενόχωρων αφηγήσεων. Χωρίς να «πνίγει» ούτε τα τραγικά, ούτε τα σαρκαστικά και καταγγελτικά στοιχεία του έργου, υπογραμμίζει την ιστορικότητα των κοινωνικών αλλαγών και το χάσμα ανάμεσα στην ιδεολογία και την πράξη.
Ο σκηνικός χώρος, σχεδιασμένος από τη Θέλμα Κασουλίδου, απεικονίζει έναν «θρυμματισμένο» κόσμο- με σκηνικά κομμάτια που δεν «συγκολλούνται», ένα σύμπαν σε διαρκή σύγκρουση και παρακμή, μια θεατρική αλληγορία της σύγχρονης κοινωνίας που παλεύει ασθματικά να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της. Είναι ένα απλό και καθαρό σκηνικό, με ελάχιστα και σχηματικά έπιπλα, με τους χαρακτήρες και τα συναισθήματά τους να ξεπηδούν απερίσπαστα μέσα από τις παράλληλες, συμπλεκόμενες ιστορίες. Λειτουργεί ως «κενός καμβάς», όπου προβάλλονται οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα των ηρώων. Υπό μία έννοια, αντικατοπτρίζει τη σημερινή Αμερική– μια χώρα κατακερματισμένη από συγκρούσεις, εντάσεις, διακρίσεις, ανισότητες.
Τα κοστούμια αντανακλούν προσωπικότητες και καταβολές, αλλά με διακριτικά ενωτικά στοιχεία που παραπέμπουν στις κοινές αγωνίες. Η αποκάλυψη στο τέλος αποδίδεται συμβολικά, επιμένοντας στον ψυχισμό και τον συμβολισμό κι όχι στη φαντασμαγορία. Η πρόταση στηρίζεται γερά στη δύναμη του φωτισμού για να δώσει την αίσθηση των διαφορετικών κόσμων και ψυχικών τοπίων. Ο Αλεξάντερ Γιότοβιτς υπογραμμίζει τη μοναξιά ή την οικειότητα κάθε σκηνής, οι σκιές υποδηλώνουν το βάρος των φόβων και των προσδοκιών. Οι ήρωες μοιάζουν να «πλέουν» στο σκοτάδι των αδιεξόδων τους. Η μουσική του Δημήτρη Ζαχαρίου δημιουργεί υπαινικτικά μια ατμόσφαιρα σύγχρονη και απειλητική, καταγράφοντας την εσωτερική αναταραχή.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών κινούνται στη διασταύρωση του προσωπικού δράματος με την κοινωνική κατακραυγή. Δεν υστερεί κανείς. Θα χρειαζόμουν ένα ολόκληρο σημείωμα για ν’ αναφερθώ ειδικά- δεν μιλάμε εξάλλου για ένα τυχαίο έργο. Ο συγγραφέας προβλέπει μια πανσπερμία πέραν των είκοσι χαρακτήρων. Ανάμεσα σ’ αυτούς και δύο πραγματικά πρόσωπα, ο διαβόητος δικηγόρος- fixer Ρόι Κον και η εκτελεσθείσα για κατασκοπία Έθελ Ρόζενμπεργκ, που τον στοιχειώνει. Θα επιλέξω ενδεικτικά να σταθώ σε δύο.

Αυτός του Ρόι Κον δεν είναι απλώς κεντρικός, αλλά μαζί με αυτόν του αγγελοβαρεμένου Πράιορ Γουόλτερ αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της όλης σύλληψης. Τον Κον έχουν ενσαρκώσει θριαμβευτικά από τον Ρον Λίμπμαν και τον Νέιθαν Λέιν στο θέατρο, τον Αλ Πατσίνο στην τηλεοπτική διασκευή του έργου από τον Μάικ Νίκολς (2003), μέχρι πρόσφατα τον Τζέρεμι Στρονγκ στη βιογραφική ταινία «The Apprentice», που εστιάζει στη σχέση μέντορα- μαθητή με τον Τραμπ. Ο μαθητής είναι ο Τραμπ, για να καταλάβετε…
Ο Χρήστος Γιάγκου καταθέτει την καλύτερη επί σκηνής προσωπική του επίδοση που έχει περιπέσει στην αντίληψή μου. Προσεγγίζει τον Κον με εμβάθυνση και ένταση, αποτυπώνοντας τη χειριστική του φύση, τον αμείλικτο χαρακτήρα, όσο και την αινιγματική, αντιφατική προσωπικότητά του, δίνοντας έμφαση στην εσωτερική του σύγκρουση και τη στενή του σχέση με τη διαφθορά. Είναι η προσωποποίηση της ηθικής παρακμής της εξουσίας, που κατατρώει τις ίδιες της τις σάρκες.
Ο Χάρης Αττώνης δίνει έναν σπαρακτικό Πράιορ. Είναι μια ασκητική φιγούρα, ταυτόχρονα ευάλωτη όσο και θωρακισμένη από ψυχική δύναμη και ελπίδα. Αυτό απογειώνεται στην τελική σκηνή, όπου ο αγχιθανής ήρωας αναδύεται ως σύμβολο αντίστασης και πυρήνας αμφισβήτησης παραδοσιακών δομών. Είναι το όχημα του συγγραφέα για να καταθέσει έναν πιο ανθρωποκεντρικό ορισμό του υπερβατικού, μέσω μιας λυτρωτικής επανερμηνείας της θρησκευτικής και ηθικής συμβολικής.
Ο ίδιος ο συγγραφέας ορίζει καθαρά τους πολλαπλούς ρόλους στο ούτως ή άλλως ελλειπτικό έργο και η «οικονομία» στη διανομή εν προκειμένω όχι μόνο λειτουργεί, αλλά είναι ένας σαφής θεατρικός σχολιασμός που προσδίδει βάθος και συνοχή. Υπογραμμίζονται έτσι οι αντιθετικές πλευρές της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων, η αίσθηση της μεταμόρφωσης και εσωτερικού διχασμού, η πάλη με τις πολλαπλές ταυτότητες που φέρουν, η ρευστότητα, η αμφισημία και η μεταβατικότητα της ανθρώπινης φύσης, οι αντίρροπες δυνάμεις που διαμορφώνουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Ελεύθερα, 17.11.2024